-Θεία, θέλεις να
φύγεις απ’ το χωριό;
Ακούς να φύγω απ’ ιδώ, απ’ τον τόπο μ’.
Πού να πάω εγώ; Πού μ’ τόχουν στρωμένο; Δεν φεύγω ιγώ απ’ το κατ’κιό μ’.
Όσο καλό μ’ θέλ’ το κουνάκ’ μ’, δε μ’ θέλ’ ου κόσμους ούλος.
Δεν θα το κούναγα ρούπ από ιδώ, αλλά τι να κάνου, μ’
πονάει η ψ’χή μ’, ξιψ’χάου για κεια τα κούτσκα, τα κοψίδια, τα πιδιά των
πιδιών μ’ και τ’ς κουπέλας μ’. Γι’ αυτό καμιά
βουλά ξεπετάουμε στ’ν Αθήνα, για να ξιπονέσω τσιότσιο.
(Φωτο Κώστας Μαυροπάνος)
-Και, πώς είναι η Αθήνα;
Καμίν’ πιδί μ’. Καμίν’. Γι’ αυτό περνάω γλήγορις σαν
ίσκιους απ’ όρνιο απ’ ούλους τους συγγινήδις μ’ κι έρχουμε πίσου εδώ να ησυχάσω
στο ρ(η)μαδιακό μ’.
-Και, πώς βλέπεις τη ζωή στην Αθήνα;
Δεν είν’ ζωή αυτή που κάνουν. Έχασαν ντιπ
κατά ντιπ την ώρα.
Πρωί είν’ αυτό; Κρατάει μέχρι τ’ν ώρα που αμόλαε ο
δάσκαλος τα παιδιά απ’ το σκολειό.
Δειλ’νό είν’ αυτό; Την ώρα π’ γουρλεύουμε ιμείς το
βράδ’;
-Βλέπονται οι άνθρωποι, βλέπονται;
Τι είν’ αυτά π’ λες πιδάκι μ’. Για φαϊ δε μαζώνουνται
ποτέ. Μόνο σιατ-πατ.Τάβλα, αν βάλουν για
γιόμα, βάνουν με το γέρμα του ήλιου, όταν αρχινάν να κουρνιάζουν οι κότες.
Χαμέν’ στον κόσμο τους.
Ξεκουρτίστ’καν ντιπ.
Άσε που εκείνα τα παιδιά σιουργιανίζουν τα μισάν’χτα!
Οι γονιήδες οι έρμ’ όλ’ τ’ νύχτα να περιμένουν πότε τα πιδιά θα
ξεκαμπίσουν όταν φέξ’, πέρα στ’ν στράτα.
Τ’ άλλου.
-Ποιο άλλο;
Ο ένας είναι να φάει τον άλλον. Άμα έχ’ συμφέρον θα σ’
πει καλ’μέρα. Άμα δεν έχ’, ιτς κρις. Μπήκαν όλ’ στ’ν στρούγκα.
Στρουγκιάστ’καν. Δεν έχ’ λσιά η στρούγκα και δεν
μπορούν να βγούν. Χουρεύουν μέσ’ στον τάλαρο. Τα πιδιά..
-Τα παιδιά;
Τα πιδιά κοιμούντα ως το γιόμα. Αχ, πού νάξεραν
κι αυτά «γλυκός ου ύπνους τ’ν αυγή, όξου ου κώλους τ’
Λαμπρή».
Α, πα, πα. Χάλασι ου κόσμος, ντιπ καταντίπ
πιδάκι μ’. Μ’ αυτά και μ’ άλλα θα μας αποδοκιμάσ’ ου θεός μ’ όσα γλέπ’ απέκ’
αχπάν! Θα μας φουτοκάψ’!
-Βαριές κουβέντες λες θεια βαγγελή.
Γιατί;…Τι ντυμασιά είν’ αυτή π’ φουράν’ οι γυναίκις
σήμιρα; Ξεμπλετσώθ’καν ούλες. Τα ‘βγαλαν ούλα στο σιάδ’. Στ’ μέσ’ του κουρμί
τ’ς τ’ άφκαν ζάρκου γύρα-γύρα, σαν ζουνάρ’. Απ’ του δικό τ’ς όμως του
τομάρ’, κι ου αφαλός τ’ς φαίνιτι σαν κουμπιδιασμένο άντερου.
Κρεμάν’ και μια κρικέλα στον αφαλό για σκουλαρίκ’. Ε,
αυτούνο είν’ απ’ τ’ άγραφα! Ακούς σκουλαρίκ’ στουν αφαλό, στα χείλια, στ’ μύτ’
και στ’ γλώσσα!
-Σαν, να τα λες καλά θεια.
Αμ κι εκείνα τα μπούτια, τα μπράτσα, η τραχλιά, που
‘ναι ούλα όξου; Τα μπλέτσια τ’ς τά ‘χουν κι αυτά ντιπ όξου. Μόνου τ’ς
ρόγις απ’ τα β’ζιά κρύβουν, ικτός κι αστουχήσουν τ’ν πλούζα ξιθλήκωτ’ και βγουν
ούλα στου παζάρ’.
Δε σκιπάζουν τίποτις τα
σ’κτιά π’ φοράν. Ντιπ μαγνάδια είνι. Φέγγουν απ’ τ’ μίνια άκρ’ στ’ν άλλ’.
Ιδώ-ικεί σμίγ’ του στμόν’ μι του υφάδ’. Είνι σαν τ’ς σφαλαγγουδιές
(φωτο
Κώστας Μαυροπάνος. 1/5/2013) Μπήκε για τα καλά το καλοκαίρι στα
Τζουμέρκα. Θα ξεκαμπίσουν και οι επισκέπτες.)
-Τα μαλλιά;
Αμ για κεια τα μαλλιά τ’ς, τι να σ’ πω η καψαρή! Τα
βάφουν κάθι βδουμάδα κόκκ’να, πράσ’να, γαλάζια ή μι πουλλά μαζί χρώματα κι
φαίνουντι σαν σαλαμέντρις. Βάνουν κι κάτ’ σαν δγιαούρτ’ κι κάτ’ σαν αλεύρ’ στα
μάγ(ου)λα, γανώνουν κι μ’ ένα κάρνο τα τζίφλια τ’ς κι είνι έτ(οι)μες, τρουμάρα
τ’ς, για του έβγα ιδές! Μ’ αυτό του μασκαριλίκ’, νουμίζουν ότ’ σταφνίζουντι!
-Πώς βλέπεις τα νέα κορίτσια;
Έχουμι άδικου ιμείς π’ λέμι ότ’ οι
σημιρ’νές κουπέλις τό ‘χασαν ντιπ του γρέκ’ κι γίν’καν ντιπ καταντίπ
σιουργούν’! Δεν κρατάν, σα θηλ’κά, τ’ θέσ’ τ’ς. Δεν έχουν
ντιπ τσίπα, ούτι νουγάν από ΄σεβας. Φλιούντι μι τ’ς γκόμινους μεσ’ τ’ μέσ’ τ’
δρόμ’. Μ’ αυτό δεν είνι φίλ’μα. Ρούφ(ηγ)μα κι
ξεμουτσιούνιασμα είνι. Τόσου πουλύ δεν ξιπιζεύ’ ου
νους τς απ’ του κιχρί, π’ δεν κρατιέντι να παν’ ψια παρέκεια να βγάλουν
τα φουτιρά τ’ς; Φταίμι ιμείς οι γριές κι οι γέρ’, π’ μας έρχιτι αφύσ’κα κι
αναγούλα, άμα γλέπουμι να κάνουν τετοιανούς σιακάδες κι τέτοιις πατσιαβέλις
μέσ’ στ’ μέσ’ του παζάρ’;
(φωτο Κώστας Μαυροπάνος. Ασιουμπέιαστος.
Κάπα, ντροβά και ντφέκ’)
-Εσείς, τι κάνατε στα χρόνια σας.
Ιμείς στα χρόνια μας, ούτι τον αρραβουνιάρ’ μας δεν
γυρίζαμαν μάτ’ να τουν δούμι. Ούτι εκείνους ξάμουνι του χέρ’ τ’ να μας
μαλάξ’. Δεν σιουργουνεύαμαν τότις ιμείς ούτι τ’ν αφεντιά μας ούτι του σόϊ
μας. Αν κάναμαν και το παραμκρούτσ’κο, δε θα μας έφταναν ούλα τα κουλόπανα τ’
χουριού για να βλώσουμι τα στόματα τ’ κόσμ’. Ούτι ου Άραχθους μαζί μι τουν
Άσπρου δε θα μπόραγαν να ξιπλύνουν τ’ς ντρουπές κι τ’ς γάνις μας.«Θα ‘μασταν
για του γάιδαρου καβάλα»!
Αυτές τώρα ούτε που μετράν πόσοι τ’ς απαύτωσαν
προτού παντρευτούν. Έχασαν τον αριθμό.
Γι’ αυτίνο σας λέου, ότ’ θα μας ξιδοκιμάσ’ ου Θεός.
Μετά Τιμής
Από τα ορεινά και συνεντευξιαζόμενα Τζουμέρκα με μια
απορία.
Χρήστος
Α. Τούμπουρος
Αγναντίτης – Τζουμερκιώτης
romianews
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.