(Μέρες που είναι -οι Πανελλήνιες συνεχίζονται-, γονιός είμαι και εγώ, θέλω να απευθυνθώ στα παιδιά μας που αγωνίζονται, εξετάζονται, για να πετύχουν μια θέση (στον ήλιο;) στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Η Πολιτεία ήταν και είναι απούσα.)
Δυο μαθητές του Γυμνασίου Αγνάντων, δυο χωριανοί (από το Αμπελοχώρι), δυο φίλοι, δυο συμμαθητές, δυο συνοδοιπόροι…, αγωνιστές της μάθησης.
14 Φεβρουαρίου 1956. Όλο το Τζουμέρκο είχε πνιγεί στο χιόνι. Είχε πέσει πολύ χιόνι και δυσκόλευε την επικοινωνία, όχι μόνο μέσα στο χωριό, αλλά και με τα παρακείμενα χωριά. Μα, για τους μαθητές από τα άλλα χωριά ήταν κάτι αδιανόητο το Σαββατοκύριακο να μην πάνε στα σπίτια τους. Άμεση η ανάγκη. Να πάνε στο χωριό τους, να πλυθούν, να αλλάξουν, να φάνε λίγο ζεστό φαγητό. Η επιστροφή, την Κυριακή, αργά το απόγευμα. Φορτωμένοι με τον «τουρβά» που είχε μέσα το αναγκαίο φαγητό-για να βγάλουν τη βδομάδα- και καμιά αλλαξιά ρούχα, έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής.
Όλοι οι μαθητές από Κτιστάδες, Αμπελοχώρι, Πράμαντα θεώρησαν «θείο δώρο» το γεγονός, ότι ο ταχυδρόμος Πραμάντων είχε περάσει και είχε ανοίξει το δρόμο με τις πατημασιές του. Έτσι, καμιά τριανταριά μαθητές αποφάσισαν να ακολουθήσουν τις πατημασιές του και να πάνε στα χωριά τους. Αυτό έκαναν και οι δυο μικροί μαθητές (14 ετών) από το Αμπελοχώρι.
(Οι μαθητές/ες του Γυμνασίου Αγνάντων με τους καθηγητές τους. 1956)
Δύσκολα, δύσκολα, θα τα κατάφερναν. Έτσι πίστευαν. Δεν ήταν δα και η πρώτη φορά. Και ξεκίνησαν. Μπροστά, οι μεγαλύτεροι, ακολουθούσαν τις πατημασιές του ταχυδρόμου, κι από πίσω οι μικρότεροι.
Εκεί, μόλις πέρασαν την Κουσοβίστα, χώρισαν οι δρόμοι τους. Μερικοί προχώρησαν για την Πράμαντα. Οι άλλοι για τους ΡαφταναΊους και το Αμπελοχώρι. Τα περισσότερα παιδιά τους περίμεναν οι γονείς τους και οι άλλοιΡαφτανίτες στο Μολοκοπιό (Στύλιανη). Εκεί πέρασαν το βράδυ. Φιλοξενήθηκαν σε σπίτια του οικισμού μαζί με όλα τα Ραφτανίτικα παιδιά. Οι δυο όμως φίλοι συνέχισαν το δρόμο κι άρχισαν να ροβολάν κατά το Αμπελοχώρι.
«Άκοφτος» ο δρόμος, πολύ το χιόνι, γινόταν όλο και περισσότερο η πορεία αργή, δύσκολη και βασανιστική. Δεν πρόλαβαν να φτάσουν μέρα στο χωριό. Βράδιασε. Παραμέρισαν το χιόνι και «κούρνιασαν» τουρτουρίζοντας σε μια μπιστούρα.Μέχρι να ξημερώσει. Κι όταν ξημέρωσε, ο ένας κατάφερε να φτάσει στο χωριό. Ο άλλος έμεινε εκεί. Πάγωσε. Πέθανε!
Τον αγώνα αυτό συνεχίζουν τα παιδιά σήμερα!!!
ΚΑΛΗ ΤΟΥΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑ
Χρίστος Α. Τούμπουρος
Αγναντίτης – Τζουμερκιώτης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.