Θύμησες ...........λιάστρες καπνού
Γράφει : Ο Παληγεώργος Γεώργιος
Και προχωρώντας οι μέρες οι καλοκαιρνές, γιόμωνε η λιάστρα του καπνού κι ήτανε τότες χρεία κάμποσος χώρος της ν’ αδειάσει, για ν’ απλωθούν οι νιες χλωρές αρμάθες. Εμείς τ’ άγουρα στο ποδάρι αξημέρωτα, σαν είχε δροσιά – γιορτή ή καθημερνή δεν ξετάζοταν - , ξεκολλάγαμε στις λιασμένες αρμάθες τα φύλλα πούχαν κολλήσει αναμετάξυ τους απ’ την πολλή τη μαύρη κόλα του καπνού, για νάμπει και σ’ εκείνα αναμεσός τους η λιάξη του ήλιου. Οι τρανύτεροι κι οι προεστότεροι μάζωναν τιςαρμάθες, πούχαμε από μέρες ξεκολλήσει κι είχανε πάρει ήλιο και στα κρυφά τους φύλλα και τις έφκιαναν βαντάκια* ή (σ)αρμανίτσες** και τις κρέμαγαν στην άκρα της λιάστρας, ίσαμε να χορτάσουν για καλά του ήλιου το χρώμα κι απέ να κρεμαστούνε κάτω απ’ τις σκεπές στα χαγιάτια ή και στα σπίτια μέσα φορές , πριχού τα λιοβόρια που κόβουν οι δροσιές κι οι μπουνατσόκαιροι. Κι έμενε κάμποση λιάστρα αδειανή κι απλώνονταν με τη σειρά τους οι νιες χλωρές αρμάθες… Κι οι μέρες οι καλοκαιρνές προχώραγαν…
*Βα…
διαβαστε περισσοτερα
Και προχωρώντας οι μέρες οι καλοκαιρνές, γιόμωνε η λιάστρα του καπνού κι ήτανε τότες χρεία κάμποσος χώρος της ν’ αδειάσει, για ν’ απλωθούν οι νιες χλωρές αρμάθες. Εμείς τ’ άγουρα στο ποδάρι αξημέρωτα, σαν είχε δροσιά – γιορτή ή καθημερνή δεν ξετάζοταν - , ξεκολλάγαμε στις λιασμένες αρμάθες τα φύλλα πούχαν κολλήσει αναμετάξυ τους απ’ την πολλή τη μαύρη κόλα του καπνού, για νάμπει και σ’ εκείνα αναμεσός τους η λιάξη του ήλιου. Οι τρανύτεροι κι οι προεστότεροι μάζωναν τιςαρμάθες, πούχαμε από μέρες ξεκολλήσει κι είχανε πάρει ήλιο και στα κρυφά τους φύλλα και τις έφκιαναν βαντάκια* ή (σ)αρμανίτσες** και τις κρέμαγαν στην άκρα της λιάστρας, ίσαμε να χορτάσουν για καλά του ήλιου το χρώμα κι απέ να κρεμαστούνε κάτω απ’ τις σκεπές στα χαγιάτια ή και στα σπίτια μέσα φορές , πριχού τα λιοβόρια που κόβουν οι δροσιές κι οι μπουνατσόκαιροι. Κι έμενε κάμποση λιάστρα αδειανή κι απλώνονταν με τη σειρά τους οι νιες χλωρές αρμάθες… Κι οι μέρες οι καλοκαιρνές προχώραγαν…
*Βα…