ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΗΛΙΟΥ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ- Γράφει ο Γιάννης Γερογιάννης

 


ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΗΛΙΟΥ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Είμαι ο της άλλης γλώσσας
και του άλλου ήλιου το χαμόγελο
η κλαγγή των σπαθιών
και το κλάμα του άοπλου κόσμου
μια μπουκιά ουρανού που κοκκίνησε
Είμαι η γλώσσα, το δίκιο προγόνων
Με το χώμα της γης ομοιώθηκα
και το δάκρυ τεσσάρων αιώνων.
Τα ποτάμια θα φτάσουν στο διάβα τους
οι στρατιές των αγγέλων στον κόσμο.
Πάχνη, σκοτεινιά κι έσβησε τ’ όνειρο
και το χόρτο κιτρίνισε…

μέσα μας τ’ ανάθεμα του κόσμου.
Προσπεράσαμε αιώνες και θύελλες
Μέσα μας μια μαύρη απελπισία
Ματωμένα παιδιά και αγέλαστα
προσμονή, ψευδαισθήσεις θυσία.
Σκουριασμένες πληγές κακοφόρμισαν
και το σήμα ζωής τρομαγμένο.
Με αλυσίδες δεμένα οράματα
και τραγούδια απ’ τα βάθη αιώνων
Ήτανε θέλημα θεού...σαν δαχτυλιά της μοίρας.
Χρόνια τώρα, αιώνες σταυρωμένοι
προσδοκούμε θεό και Ανάσταση.
Μα ο ήλιος δυστυχώς δε θα γυρίσει.
Άκουσα λυγμούς μέσα στα τάρταρα
κι είδα γύρω μου ποτάμια μαυρισμένα
Είδα το φως του φεγγαριού
να περπατεί μέσα μας
Και τα δέντρα από κάρβουνο λύγισαν,
μα η νυχτιά προχωρεί… δεν τελειώνει
Τώρα πια στην πατρίδα σκοτείνιασε
κι ένας ήλιος βγαίνει μαυρισμένος.
Ένα κλάμα μωρού με προσγείωσε
και τριγύρω σκλαβιά και ραγιάδες.
Όμως κοίταξα καλύτερα
κι είδα σκιές να προχωρούν στο σκοτάδι.
Άντρες, γυναίκες κρατούσαν αξίνες στο ώμο τους
κι ένα ταγάρι μάλλον ματωμένο.
Πες μας κι εσύ καλόγερε πότε τελειώνει η νύχτα;
Κι εκειός βαδίζει αμίλητος
και τήραγε στο Κούγγι.
Τότε μας φέρανε σπαθιά
κι οι σφαίρες μας τελείωσαν.
Στήσαν χορό στο Ζάλογγο,
στην Κιάφα και στο Αρκάδι.
Κι οι μάνες μας ρωτάγανε
-«Που είναι τα παλικάρια»;
Κι εκείνοι αντιφώνησαν:
-Στον πόλεμο, για δίκιο.
Αράχοβα, Τριπολιτσιά,
προπάντων Μεσολόγγι.
Στην πέτρα αποκοιμόντουσαν
στο χέρι του θανάτου.
Άκρα του τάφου σιωπή ...πείνα, λοιμός κι αντάρα.
Δάκρυσαν τότε τα βουνά και θύμωσαν οι κάβοι…
Και φάνηκε η λευτεριά, με τα γυμνά ποδάρια.
Βομβάρδες στήθηκαν ξανά στο στήθος της θαλάσσης
Βούλιαξαν τα χαμόγελα, απ’ τις μεγάλες λύπες.
Είδες ποτέ σου μαύρη γη και χάρο λαβωμένο;
Είδες ν’ αφρίζει η θάλασσα και να ματώνει ο κάμπος;
στέρνες γιόμισαν δάκρυα και ποταμοί με αίμα
κατάπιαμε την γλώσσα μας κι ο ήλιος κρεμασμένος.
Και το χόρτο τότε κοκκίνησε.
Κι άνθισαν των κοριτσιών οι κόρφοι.
Κι είδα το φως ν’ ανηφορίζει
ψηλά ίσαμε το μέτωπο
Στις γειτονιές του κόσμου
είδα το φως των άστρων
και τον κάμπο να φλέγεται
Μ’ ένα καριοφίλι ο αγώνας μας
Μ’ ένα λευκό πουκάμισο για δίκιο.
Μπήκαμε στον αγώνα του «Εμείς»
και το χόρτο τότε πρασίνισε
Όλοι εμείς χτίσαμε τα παιδιά του Παρθενώνα
και της ειρήνης.
Με τα μαλλιά τους λιτά και αχτένιστα
απ’ τα βάθη του κόσμου και των αιώνων.
Φύσαγε ο άνεμος γλυκά και μας δρόσιζε
σ’ ένα αδειανό πανάρχαιο κοχύλι
κι ο Όμηρος τότε δάκρυσε.
Και όλοι εμείς φωνάζουμε λεύτερα
μα αδειανό το παλιό μας λαγήνι
Καριοφίλια κρεμάσαμε
Ξαστοχήσαμε το θέρισμα της μοίρας
Μα στις φλέβες η μοίρα μας έγραφε
Πάλεμα-κρασί της ζωής και Ειρήνη!

ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
{A Βραβείο EUROPEAN ART CENTER)

facebook

Giannis Gerogiannis


Share on Google Plus

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.

check page rank
.....................................................................................................................