ΚΑΠΝΟΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ "ΤΩΝ ΧΩΡΑΦΙΩΝ" Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη

 

 

Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη

Δρ. Κοινωνικής Λαογραφίας





 

«Ω! καλοκαίρια ολόξανθα τ’ απλού χωριού μου, να ‘μαι

Να ΄μαι σ’ εσάς που φτερουγώ στο σπίτι μου και πάλι,

Δυο μυρωδιές στο σπίτι μου, όντας παιδί, θυμάμαι:

Η μια ‘ναι από τα ζωντανά, απ’ τα καπνά η άλλη…»


Όλοι οι μαθητές περιμένουν με λαχτάρα να ‘ρθει το Πάσχα, να ‘ρθει το καλοκαίρι, να κλείσουν τα σχολεία, να ξεκουραστούν, να παίξουν, να απολαύσουν με τον καλύτερο τρόπο τις διακοπές τους!

Για  κάποια παιδιά που μεγάλωσαν στα καπνοχώραφα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Οι διακοπές δεν ήταν μέρες ξεγνοισιάς  και ξεκούρασης. Ήταν μέρες ευθύνης και μεγάλης κούρασης…

Για τα παιδιά «των χωραφιών» οι διακοπές είχαν άλλη σημασία:

Έπρεπε να συμμετέχουν κι αυτά, όσο μπορούσαν, στην καπνοκαλλιέργεια.

Περίπου στις διακοπές του Πάσχα ξεκινούσε το φύτεμα του καπνού. Κάθε πρωί  όλη η οικογένεια ήταν στο  πόδι. Και τα παιδιά το ίδιο. Τα πιο μεγάλα βοηθούσαν στο βγάλσιμο του φυντανιού από τις βραγιές, τα κρύα πρωινά με τη δροσιά. Ύστερα, αφού γέμιζαν τα κασόνια ή τις καλάθες με το φυντάνι έπαιρναν μαζί τους τα απαραίτητα και κινούσαν όλοι μαζί για το χωράφι.

Σαν έφταναν εκεί, απίθωναν στον ίσκιο τα πράγματά τους κι άρχιζαν τη σκληρή δουλειά.

Οι άνδρες έσκαβαν τα αυλάκια, οι γυναίκες φύτευαν με το  ξύλινο σουφλί, σκυμμένες ολημερίς  στ’ αυλάκι και κάποιοι(συνήθως τα παιδιά) πότιζαν με το ποτιστήρι, ρίζα ρίζα τα καπνόφυτα για να ΄΄πιάσουν΄΄.

Τα πιο μικρά παιδιά κουβαλούσαν με προσοχή χεριές χεριές φυντάνι στα ΄΄πιάτα΄΄ των φυτευτάδων, για να μην καθυστερούν εκείνοι. Άλλοτε πάλι έφερναν με τα τσίγκινα κυπελάκια νερό  στους  διψασμένους καπνοφυτευτάδες.

Κάποιες φορές τα παιδιά κουβαλούσαν νερό με το ζώο από το κοντινό πηγάδι ή τη λούτσα.

Έβλεπες προσωπάκια ηλιοκαμένα, χεράκια ξεφλουδισμένα απ’ το χώμα και τις πέτρες, ρούχα γεμάτα ιδρώτα και λάσπη… Παιδιά που δούλευαν σαν μεγάλοι!

Και όταν σταματούσαν όλοι κάτω από κάποιον ίσκιο να ξανασάνουν λίγο και να φάνε μια μπουκιά ψωμί, βουτηγμένο σε λαδόξυδο με ελιές και κρεμμύδια, τότε σταματούσαν και τα παιδιά.  Έτρωγαν λαίμαργα το λιτό φαγητό τους. Δεν είχαν απαιτήσεις. Βολεύονταν με “κεια τα λίγα”΄…

Σ’ αυτά τα διαλείμματα έβρισκαν την ευκαιρία να τρέξουν λίγο  για να μαζέψουν λουλούδια, άγρια σπαράγγια και “βριές» … Και ύστερα πάλι στ’ αυλάκι…

 Μέχρι να δύσει ο ήλιος…

Τότε φόρτωναν στο γάϊδαρο τα «σέα» τους και γύριζαν αποκαμωμένοι  στο χωριό. Έπρεπε να πλυθούν βιαστικά, να φορέσουν καθαρά ρούχα και να πάνε στη εκκλησιά το Μεγαλοβδόμαδο… Έτσι κυλούσαν οι μέρες.

Πού καιρός για παιχνίδι! Και έφτανε η μέρα που άνοιγαν ξανά τα σχολεία. Οι διακοπές είχαν τελειώσει.

Μόνο που τα παιδιά «των χωραφιών» τις είχαν περάσει στα καπνοχώραφα…

Ερχόταν και το καλοκαίρι, που με τόση λαχτάρα το καρτερούνε τα παιδιά, για να απολαύσουν το παιχνίδι, το κολύμπι κλπ.

Μόνο που το καλοκαίρι για τα παιδιά «των χωραφιών», ήταν πάντα καυτό!

Γιατί έφτανε μαζί του: το μάζεμα, το αρμάθιασμα, το άπλωμα, το λιάσιμο στη λιάστρα… Όλα τα δύσκολα στάδια του καπνού.

Πρωί, νύχτα ακόμα, στο καπνοχώραφο.

Μισοκοιμισμένα παιδιά στους δρόμους…

Στο καπνοτόπι με το φως του φεγγαριού ή των φαναριών αρχίναγαν το μάζεμα των καπνόφυλλων.

Αχ, αυτό το πατόφυλλο! Πόσο σκύψιμο, πόσο γδάρσιμο στο χώμα! Κι ύστερα το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο… χέρι.

Αυτό, το πικρό λουλούδι του καπνού είχε μια έντονη μυρωδιά το πρωί με τη δροσιά. Αρκετές φορές έφερνε ναυτία στα αγουροξυπνημένα παιδιά.

Μάζευαν αγκαλιές τα φύλλα και τις απίθωναν στα χεράμια ή τις καλάθες, με προσοχή να μην χτυπηθούν. Εκεί στο μάζεμα του καπνού τραγουδούσαν κάπου κάπου για να ξυπνούν και να δουλεύουν καλύτερα.

Όταν τέλειωναν, φόρτωναν τα χεράμια στο ζώο και στα νεώτερα χρόνια  στο τρακτέρ κι επέστρεφαν στο σπίτι. Έπλεναν τα χέρια τους με πράσινο σαπούνι για να φύγει  το χώμα και η κόλλα του καπνού, έτρωγαν κάτι πρόχειρο και στρώνονταν στο αρμάθιασμα.

Με την ατσάλινη βελόνα, φύλλο φύλλο. Ως το βράδυ τραβούσε αυτή η διαδικασία. Κάποια διαλείμματα γίνονταν για φαγητό και για μια φέτα καρπούζι να δροσιστούν!

Έσμιγε τότε η γλύκα του καρπουζιού με την πίκρα του καπνού.  Τα εργαζόμενα παιδιά το χαίρονταν έστω κι έτσι…

Όταν τέλειωνε το αρμάθιασμα, φορτώνονταν τις αρμάθες και τις κουβαλούσαν στη λιάστρα. Τις άπλωναν μία - μία για να λιαστούν και να πάρουν ένα ωραίο χρυσοκίτρινο χρώμα. Εδώ, τέλειωνε η δουλειά τους. Τέλειωνε όμως και η μέρα. Τα έπαιρνε αμέσως ο ύπνος μόλις ξάπλωναν στο κρεβατάκι τους.

Αύριο μια καινούργια μέρα ξημερώνει. Κι άντε πάλι απ’ την αρχή…

Το αρμάθιασμα είχε βέβαια και τα καλά του: αστεία, ανέκδοτα, αινίγματα, πειράγματα, παιχνίδια με τα τζιτζίκια ή τις ακρίδες που έβρισκαν μέσα στα φύλλα του καπνού, στοιχήματα ποιος θα κάνει τις περισσότερες αρμάθες (σ’ αυτά τα παρακινούσαν οι μεγάλοι, για να βγαίνει η δουλειά).Και το καλύτερο: το δροσερό υποβρύχιο!  Η γνωστή βανίλια! Το φτηνό γλύκισμα της εποχής, ήταν απόλαυση για τα παιδιά «του καπνού».

Η δύσκολη ώρα ήταν εκεί κατά το μεσημέρι, μετά το φαγητό. Αποκαμωμένα από το πρωινό ξύπνημα, τη μυρωδιά του καπνού, τη ζέστη του καλοκαιριού, γέρνανε νυσταγμένα πάνω στη βελόνα.

Το κόψιμο της βελόνας καμιά φορά τα ξύπναγε τρομαγμένα!

 Τα καθησύχαζε τότε η μάνα ή η γιαγιά:

Έλα, δεν είναι τίποτα! Τύλιξέ το με ένα καπνόφυλλο! Πάει, πέρασε!

 Η αλήθεια είναι πως δεν είχε πάθει κανένας μόλυνση. Έχει και τις θεραπευτικές του ιδιότητες ο καπνός…

Κάποιες φορές έρχονταν και οι γείτονες και έδιναν ένα χέρι βοήθειας. Υπήρχε αλληλοβοήθεια τότε, ευτυχώς. Έτσι, τελείωναν λίγο νωρίτερα το αρμάθιασμα. Τότε τα παιδιά έτρεχαν για παιχνίδι. Ήταν ωραία τα παιχνίδια στις γειτονιές. Σωστό μελισσολόι ακουγόταν στα σοκάκια του χωριού.

Το βράδυ μαζεύονταν στο σπίτι. Άκουγαν πολλές φορές τις προβλέψεις των γονιών :

Φέτος θα τα οικονομήσουν. Πήγε καλά ο καπνός. Πέτυχε η σοδειά τους!

Αχ, πόση χαρά τους έδινε αυτή η κουβέντα! Θα βγουν οι κόποι της φαμελιάς τους. Θα βάλουν και στην Τράπεζα. Και να οι υποσχέσεις:

Όταν ανοίξουν τα σχολεία θα τους αγοράσουν παπούτσια, ρούχα, σάκα και τετράδια. Όλα αυτά χαροποιούσαν τα κουρασμένα παιδιά.

Έτσι περνούσε ο καιρός. Τέλειωνε και ο καπνός. Λιαζόταν στα κρεβάτια ή λιάστρες.

Ακολουθούσε το βαντάκωμα και το κρέμασμα στην αποθήκη. Εργασίες στις οποίες βοηθούσαν πάλι τα παιδιά…

 

Ο καιρός περνάει. Η ζωή κυλάει…

Τα παιδιά «των χωραφιών»  μεγάλωσαν…

 Οι εποχές άλλαξαν. Οι καλλιέργειες άλλαξαν…

Μένουν όμως οι θύμησες αυτών που μεγάλωσαν στα καπνοτόπια. Των παιδιών που μπήκαν τόσο νωρίς στη βιοπάλη…

__________________________________________________

Σημείωση: το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Ρίζα Αγρινιωτών, τεύχος 54,2004.

Αναδημοσιεύεται φέτος με αφορμή την καπνοφυτεία  σε καπνοχώραφα της Αιτωλοακαρνανίας (Ξηρόμερο, Μακρυνεία…).

 http://www.epoxi.gr/

Share on Google Plus

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.

check page rank
.....................................................................................................................