Γράφει η δρ. Μαρία Ν. Αγγέλη
ΚΑΠΝΟΣ
«Χρονικό» του καπνού
Το παραπάνω ποίημα είναι από την ποιητική συλλογή του Λ. Ξανθόπουλου, Αντίψυχα που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1972. Την εποχή της δικτατορίας. Περιλαμβάνεται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β Γυμνασίου.
Στο ποίημα παρατηρούμε το χρονικό μιας οικογένειας Καπνεργάτη στη Β. Ελλάδα, τις προσδοκίες των μελών και την κατάληξή τους.............
Ο στίχος: «αγαπώ τον ξεραμένο καπνό»,
συνδέεται με την επιλογή του πατέρα να γίνει καπνεργάτης. Το ρήμα αγαπώ, (ενεστώτας) δηλώνει τη συνεχή συναισθηματική σχέση του με τον καπνό. Το προϊόν που σφράγισε την οικονομική , κοινωνική και πολιτιστική ζωή της περιοχής της Καβάλας. Ο ποιητής έζησε κατά διαστήματα στην Καβάλα και γνωρίζει καλά την ιστορία της μεγαλύτερης Καπνούπολης της Ελλάδας. Η επανάληψη του στίχου στο τέλος του ποιήματος συνδέεται με την επιθυμία, σκέψη του μεγάλου γιού να γίνει καπνεργάτης. Όμως αμέσως διατυπώνεται ο τελευταίος στίχος:
«άργησε προκόψανε οι μηχανές».
Με αυτό τον επιγραμματικό τρόπο δηλώνεται η επικράτηση των μηχανών και η παρακμή των καπνεργατών. Η οικογενειακή παράδοση της δουλειάς στα καπνά δεν μπορεί να συνεχιστεί. Οι μηχανές αντικατέστησαν τα εργατικά χέρια.
Με αφορμή το συγκεκριμένο ποίημα αναφερθήκαμε στον Καπνό, βασικό προϊόν του Αγρινίου και γενικότερα του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Το Αγρίνιο ήταν η Καπνούπολη της Αιτωλοακαρνανίας …
Προέτρεψα τα παιδιά να αναζητήσουν πληροφορίες για τον καπνό. (Συνήθως τις αναζητούν στο διαδίκτυο που είναι και προσφιλής πηγή γι’ αυτά).
Τα παρότρυνα επίσης να πάρουν συνεντεύξεις από τους γονείς, τους παππούδες ή τους γείτονες. Αφού, όπως μου ανέφεραν κατά την ανάλυση του ποιήματος οι δικοί τους εργάστηκαν στον καπνό.
Το σημαντικό ήταν ότι 4-5 παιδιά μου είπαν ότι και σήμερα οι οικογένειές τους καλλιεργούν καπνό στα χωριά τους: Λεπενού, Φυτείες, Δοκίμι.
*************
Μάλιστα μια μαθήτρια, η Δώρα με τον παιδικό αυθορμητισμό της μου είπε:
«Μισώ τον καπνό, κυρία!»
-Γιατί Δώρα μου; Τη ρώτησα.
«Γιατί όλο το καλοκαίρι δουλεύουμε στον καπνό. Κι ο μπαμπάς λέει αυτό κάνω εγώ. Να βρείτε εσείς κάτι καλύτερο!».
Το «μισώ» της μαθήτριας έρχεται σε αντίθεση με το «αγαπώ» του καπνεργάτη του ποιήματος.
Το «μισώ» της Δώρας και ο τρόπος που το είπε με συγκλόνισε.
Στάθηκε αφορμή να ανασύρω από τα αρχεία της μνήμης μου βιώματά μου από τα καπνοτόπια του Ξηρομέρου. Τόπου καταγωγής μου.
Θυμήθηκα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια στο καπνοχώραφο και το γιδομάντρι. Τότε ήταν που είπα: -«αγαπώ το βιβλίο»!
Θυμήθηκα και τους συχωρεμένους γονείς μου που μου έλεγαν: «Αυτή είναι η δική μας ζωή. Διάλεξε: μένεις ή φεύγεις από την τυραγνία»!
Προέτρεψα τη μαθήτρια να γράψει τη βιωμένη εμπειρία της στα καπνά έτσι όπως μας την αφηγήθηκε στην τάξη.
Ακολούθησε το Σαββατοκύριακο και κατά τη διάρκειά του οι μαθητές με εργαλείο το κινητό τους κατέγραψαν συνεντεύξεις γονιών και παππούδων.
Τη Δευτέρα κιόλας, τις έφεραν ενθουσιασμένοι. Μου δήλωσαν ότι έμαθαν πολλά για την παραγωγή και την επεξεργασία του καπνού.
Τα παιδιά παρουσίασαν τις εργασίες τους στη σχολική αίθουσα και χειροκροτήθηκαν από τους συμμαθητές τους και μένα. Ήταν η επιβράβευση του κόπου τους! Έφεραν πληροφορίες από ανθρώπους που δούλεψαν στον καπνό. Δεν εκτύπωσαν απλά από το διαδίκτυο όπως συνηθίζουν…
(Οι συνεντεύξεις θα αναρτηθούν αφού γραφούν στον υπολογιστή).
-«Κυρία, αυτό ήταν το καλύτερο μάθημα στη Λογοτεχνία!», μου είπε χαρούμενη ηΜαρία που εργάζεται με τους γονείς της στον καπνό. Είναι από τις Φυτείες Ξηρομέρου.
-«Κυρία, φέτος μάθημα την πόλη μας», μου είπε ο Γιώργος. Είναι από το Αγρίνιο. (Αυτά τα αυθόρμητα σχόλια ήταν η δική μου επιβράβευση…).
Η Δώρα έφερε και συνέντευξη από το μπαμπά της και φωτογραφίες και γραπτή τη δική της εμπειρία στον καπνό!
Η μαθήτρια Δώρα Μακρυπίδη μαζί με τον αδελφό της στα καπνοχώραφα στις Φυτείες
Παραθέτω ακριβώς το κείμενό της:
Μισώ τον καπνό!
ΚΑΠΝΟΣ. Αυτή η δουλειά πάει από γενιά σε γενιά. Και αυτό το έχω καταλάβει διότι από ότι μου ’χουν πει άρχισε από τους προπαππούδες μου, μετά απ’ τους παππούδες μου και τώρα ο μπαμπάς μου. Πιστεύω ότι ο μπαμπάς μου είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος γιατί όταν βάζει κάποιον στόχο τον πετυχαίνει.Και παραδειγματίζομαι και ’γω αλλά δεν προορίζομαι γι αυτή την εργασία.
Τον καπνό τον μισώ πάρα πολύ γιατί μου έχει δώσει την εντύπωση της πολύ σκληρής δουλειάς και δεν μου αρέσει καθόλου αυτό. Δεν λέω ότι δεν μου αρέσει η σκληρή δουλειά, αλλά όχι αυτή η συγκεκριμένη δουλειά. Γι αυτό ο πατέρας μου μας λέει με τον αδελφό μου ότι σε εμάς θα τα αφήσει όλα. Αλλά εμείς δεν το θέλουμε αυτό. Δεν θέλουμε να συνεχίσουμε τη γενιά του καπνού.Θέλουμε να χτίσουμε δικά μας όνειρα, φεύγοντας από αυτή την περιοχή για να σπουδάσουμε και να γίνουμε και καλύτεροι άνθρωποι.
Ο πατέρας μου από τη μια χαίρεται που παίρνουμε τέτοιες αποφάσεις, αλλά από την άλλη στεναχωριέται γιατί έχει χτίσει τόσα πράγματα που προορίζονται για μας. Στο εξής μας λέει όμως: «μακάρι να περάσετε εκεί που θέλετε, αλλά αν όχι , εγώ εδώ θα είμαι και θα σας περιμένω». Γι αυτό και εμείς θέλουμε να πάρουμε το δρόμο της προκοπής και όχι αυτής της δουλειάς, διότι τη μισούμε.
Στον καπνό εργάζομαι από την Τετάρτη δημοτικού. Μπορεί να μην είναι πολλά χρόνια αλλά μέσα σε αυτά τα χρόνια έχω μάθει πολλά. Έχω μάθει τι πάει να πει: φύτεμα, μάζεμα, μπελόνιασμα και αρμάθιασμα. Επίσης, εμένα όλα αυτά τα χρόνια μου φαίνονται σαν αιώνας. Γιατί όταν κάνεις κάτι με το ζόρι δεν το ευχαριστιέσαι και το κάνεις και λάθος!
Το χωριό μου είναι οι Φυτείες Ξηρομέρου στο οποίο γίνονται μερικές από τις φάσεις της καπνοκαλλιέργειας. Οι περισσότερες όμως, σχεδόν όλες γίνονται στον κάμπο κοντά στην Κουβαρά. Το φύτεμα, που εννοείται είναι μέρος της καπνοκαλλιέργειας, γίνεται με το σουφλί. Ανοίγεις τρύπα με το σουφλί που χύνεται νερό και από πίσω ακολουθούν δύο άνθρωποι. Ο ένας για να ρίχνει το φυτό κι ο άλλος για να κλείνει τις τρύπες. Αυτός είναι ο πιο κοπιαστικός τρόπος γιατί αν φανταστείς αυτό πρέπει να το κάνεις τουλάχιστον σε 10 στρέμματα χωράφι. Εγώ το έχω κάνει και ήταν ένας εφιάλτης.
Αφού τελειώσουμε το φύτεμα πριν το μάζεμα πρέπει να βάλεις και τα«μπεκάκια» για να ποτιστεί ο καπνός. Αφού έχουν μεγαλώσει οι ρίζες και τα φύλλα έχουν γίνει έρχεται η ώρα του μαζέματος. Το μάζεμα είναι ακόμα δύσκολη δουλειά γιατί πρέπει από κάθε ρίζα να βγάλεις όλα τα φύλλα που είναι και πάρα πολλά. Παίρνεις λοιπόν τα «τσόλια» και μέσα σ’ αυτά βάζεις τα φύλλα του καπνού και γίνεται ένα τσουβάλι. Τα βάζεις πάνω στην πλατφόρμα και τα πας στο ξηραντήριο το οποίο έχεις προετοιμάσει.
Οι φούρνοι όπως λέγονται έχουν κασέτες. Οι κασέτες είναι ένα ζευγάρι που αποτελείται από την πιρούνα και το άλλο θα λέγαμε το καπάκι του. Βάζεις τον πράσινο καπνό στις κασέτες και μετά τα βάζεις στους φούρνους. Η επόμενη διαδικασία ονομάζεται ξεφούρνισμα, στο οποίο έχει ξεραθεί ο καπνός και έχει γίνει κίτρινος από το φούρνο. Και βγάζεις την πιρούνα και ο καπνός πάει κατευθείαν στη μηχανή για τα δέματα. Αυτή η μηχανή έχει κάτι που είναι σαν βαθιά κουτιά μέσα στα οποία είναι το τσόλι και βάζουμε τον καπνό. Πατάς το κουμπί για να έρθεις αυτό που θα συμπιέσει. Όταν ανοίξεις την πορτούλα αυτού «του κουτιού» θα είναι έτοιμο το δέμα. Για την εταιρεία.
Δουλεύω περίπου τουλάχιστον δέκα ώρες. Αυτό αρχίζει το πρωί στις οχτώ και τελειώνει ίσως μέχρι τις έξι το απόγευμα. Αυτή η δουλειά φυσικά και μου προσφέρει κέρδος γιατί αν και είναι καλοκαίρι μου εξασφαλίζει το χαρτζιλίκι μου. Βέβαια αυτή τη δουλειά μπορεί να την κάνω με το ζόρι, αλλά κατά τη διάρκειά της υπάρχει και γέλιο και κουβέντα…
Δεν θέλω τον καπνό.
Γι αυτό ο αδελφός μου κι εγώ έχουμε πει πως θα πάρουμε τον δρόμο της δικής μας επιλογής και όχι αυτής που έχουν φτιάξει οι άλλοι για μας!
Δώρα Μακρυπίδη, μαθήτρια Β Γυμνασίου
(Η Δώρα ένιωσε μεγάλη χαρά που οι συμμαθητές της, την χειροκροτούσαν μετά την παρουσίαση της εργασίας της. Ο Καπνός αυτή τη φορά ήταν για καλό, όπως μου είπε η ίδια χαμογελώντας στο διάλειμμα!
Μου υποσχέθηκε μάλιστα, ότι πηγαίνοντας στις διακοπές του Πάσχα στο χωριό της θα πάρει συνέντευξη και από τη γιαγιά της.
Της υποσχέθηκα βέβαια «αμοιβή για την καπν-εργασία της»! Θα κατατεθεί στη βαθμολογία του Τετραμήνου
Πιστεύω ότι το αξίζει.)
Καπνός στη λίμνη Αμβρακία (Φωτο: Βασίλης Παπαμήτσος)
Αντίθετα με «το μισώ τον καπνό» άκουσα και «αγαπώ τον καπνό» από κάποια φιλόδοξα παιδιά:
Καπνέ σ’ αγαπώ!
Εγώ τον καπνό τον αγαπώ
Αλλά χωράφι δεν έχω…
Στο Αγρίνιο που ζω
Καπναποθήκες θα φτιάξω
Και καπνέμπορας θα γινώ!
Εργασία θα εβρώ
Κι ανεργία ούτε λεπτό!
Στον Παπαστράτο και τον My bro
Εγώ θα προμηθεύω τον καπνό…
Λ. Αβράμπος -Γ. Βελέντζας, μαθητές
Κλείνοντας θα παραθέσω και ένα ποίημα- χρονικό του καπνού στο Αγρίνιο:
Καπνός, η ζωή του Αγρινίου
Πρωί πρωί ξυπνάγανε στον καπνό να πάνε
Και από την πολλή την κούραση τα πόδια δεν βαστάνε
Στα χωράφια δούλευαν όλο το καλοκαίρι
Να ανταμειφθούν, χρήματα να πάρουνε στο χέρι
Στο Αγρίνιο σύμβολο είχαν τον καπνό
Ζούσε όλος ο κόσμος χάρη σ’ αυτό
Άνεργος δεν έμενε κανείς
Όλοι δούλευαν μικροί, μεγάλοι και γονείς
Στο χωράφι ερχόταν ο καπνέμπορας να το αξιολογήσει
Κι αυτοί επιθυμούσανε βαριά να το ζυγίσει!
Στις καπναποθήκες πήγαιναν όλη την πραμάτεια τους
Να ανταμειφθούν οι κόποι τους, μην κλαίνε τα μάτια τους.
Πλέον ένα μουσείο ακόμα έχει μείνει,
να ομορφύνει η πόλη, γνωστή παντού να γίνει!
Γιώργος Καρατσώρης και Γιάννης Βάσσης,
μαθητές Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
xiromeronews
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.