Γράφει: η Μαρία Ν. Αγγέλη
Η ιστορία δεν γράφεται μόνο με ημερομηνίες και γεγονότα, αλλά και με λέξεις που χαράσσονται στη γη και στις καρδιές των ανθρώπων. Ανάμεσα στα τοπωνύμια της Χρυσοβίτσας, ξεπροβάλλει η μορφή του Αντώνη Κατσαντώνη, που έγινε σύμβολο λεβεντιάς και αντίστασης… Ο κορυφαίος κλέφτης ζει ακόμη στον τόπο ενός ξηρομερίτικου χωριού.
Ας περπατήσουμε στα χνάρια του:
Ένα τοπωνύμιο: «Του Κατσαντώνη το ποδάρι». Πρόκειται για λημέρι κατά την ΒΑ. πλαγιά του υψώματος Τσαγκάρη, όπου κατά την παράδοση συχνά είχε το λημέρι του ο Κατσαντώνης. Οι κάτοικοι της Χρυσοβίτσας διασώζουν μέχρι σήμερα το τοπωνύμιο απ’ όπου πέρασε ο Κατσαντώνης. Ο Κατσαντώνης, ως μορφή του προεπαναστατικού αγώνα, δεν είναι για τους Χρυσοβιτσάνους απλά ένα όνομα. Είναι παρουσία. Αυτή η παρουσία διατηρείται ζωντανή μέσα από το τοπωνύμιο. Τα τοπωνύμια δεν είναι απλώς γεωγραφικοί προσδιορισμοί, είναι θραύσματα μνήμης… Ο ήρωας άφησε έντονο το πάτημά του στο τοπίο και στη μνήμη των ανθρώπων…
Ο πρωτοπόρος της ελληνικής ιστορικής γεωγραφίας Αντώνιος Μηλιαράκης, αναφερόμενος στα 1892 στα τοπωνύμια, τα χαρακτήριζε «επιγραφάς γεγλυμμένας επί του εδάφους», πραγματικά ζώντα ιστορικά και γλωσσικά μνημεία, που συχνά μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες, η δε αντικατάστασή τους είναι ένδειξη ημιμαθείας ή πλήρους αμαθείας και ισοδυναμεί προς την καταστροφή μνημείων…
Μια λαϊκή παράδοση: Ο ξηρομερίτης λαογράφος και ιστοριογράφος Γεράσιμος Ηρ. Παπατρέχας καταγράφει μια λαϊκή παράδοση της περιοχής για τον ήρωα:
«Ο Κατσαντώνης άνδρας «σωματόζος» δεν ήτανε. Λιγνός και κοντακιανός κι η φωνή του αδύνατη. Μα όσο μπόι του ’λειπε, τόσο ψυχωμένος άνδρας ήτανε, κι είχε καρδιά που δεν κιότευε και φόβος μέσα του ποτέ δεν είχε μπει.
Είχε και στο ποδάρι σβελτάδα τέτοια, που ούτε άλογο βαρβάτο και ραβανιάρικο δεν του παράβγαινε!
Κάποτε λημέριαζε με λίγα παλικάρια σε μια ράχη στο Ξηρόμερο. Αυτό το λημέρι το ’πιανε συχνά γιατί και δυνατός ο τόπος είναι κι αγνάντια σε περάσματα. Ακόμα σήμερα κρατάει τ’ όνομά του, «λημέρι του Κατσαντώνη». Ένα βράδυ, πέρασαν το χέρι στο μανικοκάππι, σήκωσαν τ’ άρματά τους και κίνησαν να φύγουν. Κατά το κλέφτικο συνήθειο, πήγαιναν ένας ένας και ξέμακρα μην πέσουν σε καρτέρι και βαρεθούν.
Μα για να μην χαθούν στο πηχτό σκοτάδι, είχανε σύνθημα του μπούφου τη φωνή. Κάθε λίγο έκρωζε ο πρώτος κι επαναλάμβαναν οι άλλοι.
Όπως πήγαινε πρώτος ο Κατσαντώνης και πήρε ποδάρι, πού να μπορέσουν να τον φτάσουν οι συντρόφοι του! Και κάποια στιγμή, δε βάσταξε, είπ’ ένα από τα παλικάρια, θα του είχε βγει η γλώσσα του, του κακομοίρη:
«- Μπουξ κι ξιρό σ’ κιαρατά, μας ξιπουδάριασες απόψι» (Γερ. Ηρ. Παπατρέχα, Ξηρόμερο. Ιστορήματα, Αθήνα 1983, σ.47).
Μια προσπάθεια ερμηνείας αυτής της παράδοσης:
Η φωνή του μπούφου, την οποία μιμούνται οι κλέφτες, είναι μια έξυπνη στρατηγική για να καλύψουν τα ίχνη τους και να προστατευτούν από τους εχθρούς.
Η εξαιρετική ευκινησία «σβελτάδα», ένα από τα προσόντα του κορυφαίου κλέφτη Κατσαντώνη, είναι ολοφάνερη και αποδίδεται με τη λαϊκή φράση: «ούτε άλογο βαρβάτο και ραβανιάρικο δεν του παράβγαινε»! Επίσης, αυτή η άνεση με την οποία περπατά μπροστά ο ήρωας, μέσα στη νύχτα, φανερώνει τον ηγετικό του ρόλο και την καλή γνώση του τοπίου, την οποία είχε.
Η έκφραση του αγανακτισμένου παλικαριού: «Μπουξ κι ξιρό σ’ κιαρατά, μας ξιπουδάριασες απόψι», φανερώνει την ανθρώπινη πλευρά των κλεφτών. Ξεποδαριάστηκαν «ξιπουδαριάστηκαν», κατά το ξηρομερίτικο ιδίωμα, βαδίζοντας τόσο γρήγορα μέσα στο βαθύ σκοτάδι, αναφέρει η παράδοση. Η φράση αναδεικνύει επίσης και τη συμπεριφορά των παλικαριών, τα οποία ακολουθούν βέβαια τον καπετάνιο τους, αλλά του τα «ψάλλουν» ξηρομερίτικα, όταν οργίζονται. Αυτά τα παλικάρια είχε στην ομάδα του ο Κατσαντώνης και με αυτά πολεμούσε τον εχθρό… Οι κλέφτες ήταν άνθρωποι, δεν ήταν υπεράνθρωποι. Υπήρχαν στιγμές που εκδήλωναν και την κούραση και την αϋπνία και την αδυναμία και την οργή τους…
Συμπερασματικά: ο λαός θυμάται διαφορετικά από την επίσημη ιστοριογραφία. Θυμάται με τραγούδια, αφηγήσεις, θρύλους, τοπωνύμια… Τα παραπάνω παραδείγματα, τοπωνύμιο και λαϊκή παράδοση, τα οποία διασώζονται μέχρι σήμερα(2025) στη Χρυσοβίτσα Ξηρομέρου είναι ενδεικτικά της συλλογικής μνήμης…
Ως επίλογο, επιλέγω ένα δημοτικό τραγούδι για τον Κατσαντώνη, το οποίο αναφέρεται στην κλεφταρματολική Σύναξη της Λευκάδας, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1807, μετά από πρόσκληση του Ι. Καποδίστρια. Είναι γνωστό ότι στη σύναξη αυτή αναγνωρίστηκε γενικότερα και επίσημα η προσωπικότητα και η δράση του Κατσαντώνη και όλοι οι συμμετέχοντες έδωσαν τον όρκο για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Στην πορεία του προς τη Λευκάδα ο Κατσαντώνης με τα παλικάρια του συγκρούστηκαν με τους Τουρκαλβανούς του Γιουσούφ Χασντάραγα, στην περιοχή Βούστρι Ξηρομέρου(1807). Παραθέτω τους πρώτους στίχους του τραγουδιού:
« Σαν πας πουλί μ’ κατ’ τη Φραγκιά,
σαν πας στην Άγια Μαύρα
χαιρέτα μας πουλί μ’ την Κλεφτουργιά
κι αυ
τόν τον Κατσαντώνη…»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.