Βλυζιανά Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας: Ένα χωριό στο γέρμα του…


Βλυζιανά  Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας
Ένα χωριό στο γέρμα του…
Γράφει  η  Μαρία Ν. Αγγέλη
ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΗ ΦΩΤΟ





Ρημάξαν τα χωριά μας
Πέτρες βγήκαν στα χωράφια στις αυλές χορτάρια
που ’ναι τώρα τα κορίτσια που ’ναι τα παλικάρια
Ρημάξαν τα χωριά μας μανούλα μου καλή
σκορπίσαν τα παιδιά μας σε δύση κι ανατολή
Άσε τις φωτογραφίες που καημούς ξυπνάνε
όσο και να τις κοιτάζεις δε σου απαντάνε
Ρημάξαν τα χωριά μας μανούλα μου καλή
σκορπίσαν τα παιδιά μας σε δύση κι ανατολή
[Στίχοι Λάδης Φώντας και σύνθεση Λοΐζος Μάνος από το album Τα τραγούδια μας 1976.Ερμηνεία  Νταλάρας Γιώργος
Ακούστε το στο  you tube]
Αυγούστου 29,  2020.Οδεύουμε ο αδελφός μου, εγώ και τα παιδιά για μια ακόμα επίσκεψη στα Βλυζιανά. Ένα προσκύνημα στο γενέθλιο τόπο. Καθώς πλησιάζουμε προς το χωριό αντικρίζουμε με ευλάβεια το εκκλησάκι της Παναγίας.


ΒΛΥΖΙΑΝΑ ΕΚΛΗΣΑΚΙ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Εικόνα: το εξωκλήσι της Παναγίας
Ανηφορίζοντας οι ωραίες εικόνες του τοπίου μαγνητίζουν τη ματιά μας. Συναντάμε στο δρόμο μας στάνες και μαντριά: του Γιάννη Γεροπάνου, του Νίκου Θεοδώρου, του Τάκη Ζαρκαδούλα, του Μήτσου Κρικρή…Eίναι απόγονοι γνωστών κτηνοτροφικών οικογενειών.
Η κτηνοτροφία σ’ αυτό το κτηνοτροφικό χωριό  φαίνεται ότι έχει συνέχεια. Χαιρόμαστε ως παιδιά του κτηνοτρόφου Νίκου Αγγέλη για τη συνέχειά της! Παρατηρούμε βέβαια και τις αλλαγές της. Φαίνονται στα μαντριά, τα «κατοικιά» των ζώων που ορθώνονται δεξιά και αριστερά του δρόμου… Δεν έχουν τη γοητεία των παραδοσιακών μαντριών, εξυπηρετούν όμως τις ανάγκες των ζώων και των κτηνοτρόφων.
Φτάνουμε προς το κέντρο του χωριού. Η ματιά μου αναζητά στην αριστερή πλευρά του δρόμου το πατρικό σπίτι του πατέρα. Δεν φαίνεται πια… Το έθαψαν τα δένδρα και οι θάμνοι… Μόνο στης μνήμης μου το ιερό κελί ορθώνεται ακόμα ζωντανό. Το διπλανό σπίτι, του θείου Ντίνου, προς το προαύλιο του σχολείου, αντιστέκεται ακόμα στου χρόνου τη φθορά… Αργοπεθαίνει κι αυτό… Είναι η τραγική κατάληξη των εγκαταλελειμμένων κτηρίων.
Το πέτρινο Σχολείο με τη φροντίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου και των κατοίκων διατηρείται σε καλή κατάσταση, αν και έχει κλείσει κι αυτό.
Κάποια παιδάκια στην πλατεία σπάζουν τη μελαγχολική ηρεμία του τοπίου. Δεν τα γνωρίζω. Ούτε ρωτώ «τίνος είστε;». Δεν θέλω να διακόψω το παιχνίδι τους. Αρκούμαι στην ευχάριστη νότα της στιγμής…
Το βλέμμα μου γυρίζει στο πάνω μέρος της πλατείας. Στο καφενείο της Αφρέδως και του Πάνου Μπαλαδήμα. Κλειστό από καιρό. Στη θύμησή μου μόνο μένει ζωντανό… Δίπλα ακριβώς τα σπίτια τα Λαμπρακέϊκα. Συντηρημένα, μα κλειστά και αυτά.
ΒΛΥΖΙΑΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΟ
Εικόνα: το καφενείο της Αφρέδως και Π.Μπαλαδήμα
Ανηφορίζοντας στο δρόμο προς την εκκλησία του Αγίου Νικολάου δεν συναντάμε άνθρωπο πια. Μήτε λαϊκό, μήτε παπά!
Μόνο όταν κατηφορίζουμε αργά προς την πλατεία συναντάμε τυχαία μια γυναίκα καθισμένη έξω στην πόρτα της. Την καλησπερίζω και αυτή με ρωτά: «Ποια είσαι; Τίνος είσαι;»
Συστήνομαι ως κόρη του Νίκου Αγγέλη, ανηψιά του Ντίνου Αγγέλη. Των «Χατζαραίων», της λέω και το παρατσούκλι της οικογένειάς μας, με τη σιγουριά ότι αυτό το θυμάται καλύτερα.
Μου λέει: «Μαρία μ’ είμαστε συγγενείς! Είμαι η Μαρία Παπαγεωργίου». Με χαιρετάει με πολλή χαρά. Αναφέρεται στη μάνα μου, την «καλοσυνάτη Ρήνη» που ερχότανε στο χωριό και μιλούσε και χαιρετούσε με αγάπη τους χωριανούς. Η μάνα ήταν νύφη στα Βλυζιανά, όμως αγαπούσε πολύ το χωριό και τους κατοίκους του. «Ρήμαξε το χωριό. Φύγανε οι ανθρώποι. Εγώ κάθομαι εδώ. Με πονάνε τα ποδάρια μου, δεν μπορώ παιδάκι μ’», μου λέει.
Την αποχαιρετώ και μου φωνάζει«Μαρία, σαν τη μάνα σ’ είσαι κι συ. Χάρ(η)κα πολύ που μο’κρινες απόψε!».Έχει ανάγκη επικοινωνίας η γυναίκα, θέλει να σπάσει τη μονοτονία της βραδιάς της…
«Ρήμαξε το χωριό»! Το μαρτυρούν τα κλειστά καφενεία, τα κλειστά σπίτια, οι χορταριασμένες αυλές, οι χέρσοι κήποι και τα χωράφια…
Την ίδια πίκρα  για το  ρήμαγμα του χωριού εκφράζει και η Καλλιθέα Γεροπάνου, χήρα του Στάθη: «Άδειασε η γειτονιά μας. Εγώ όταν ήρθα νύφη εδώ βρήκα ένα σωρό κόσμο. Ήταν η θειά  Μάχη (Γεροπάνου), η θειά Κούλα (Γεροπάνου), δίπλα ο Βασίλης και ο Κώστας Παπαγεωργίου  με τις γυναίκες τους, παραδίπλα οι Μπακαίοι…
Τώρα είμαι εδώ εγώ και ο Γιάννης.(ο γιος της).Του λέω να σηκωθεί να φύγει κι αυτός! Άδειασε το χωριό! Τι να κάνει εδώ;». Η Καλλιθέα, νύφη στο χωριό, παρακολουθεί τη φθίνουσα πορεία του και μελαγχολεί… Στην άλλοτε πολύβουη γειτονιά, απλώνεται σιωπή…
Κατηφορίζουμε προς τη δημόσια βρύση του χωριού. Από αυτή κουβαλούσαν νερό στο κεφάλι τους οι γυναίκες πριν μερικές δεκαετίες μόνο… Η  βρύση  διατηρείται και αυτό με ευχαριστεί. Ένα μικρό  δέντρο της χαρίζει τη σκιά του. Ίσως ο Σύλλογος του χωριού, από ευγνωμοσύνη στη βρύση που τους δρόσιζε, φρόντισε για το φύτευμά του.
ΒΛΥΖΙΑΝΑ ΒΡΥΣΗ
Εικόνα: η δημόσια βρύση
Επαναλαμβάνεται και εδώ κάτω η εικόνα των κλειστών σπιτιών: των Μπακογιανναίων, του Λιάσκου, του Κρικρή… Μελαγχολικά κτήρια χωρίς ενοίκους…
Ευτυχώς το σπίτι του νονού του αδελφού μου,  του Γεράσιμου Δουκανίκη είναι ανοιχτό και χαρούμενο. Ο ίδιος βέβαια, όπως και ο αδελφός του Χρήστος, μετρούν με απογοήτευση τα κλειστά σπίτια του χωριού και τους θανάτους…
«Εδώ η γειτονιά μας τελείωσε. Τελευταία έφυγε και η Κασσιανή Κρικρή. Καλή γειτόνισσα. Το χωριό χρόνο με το χρόνο σβήνει, πάει… Άλλοι φεύγουν για την Αθήνα κι άλλοι για το νεκροταφείο, εδώ παρακάτω… Εμείς κρατάμε εδώ στη γειτονιά ακόμα».
Aυτά λέει ο Γεράσιμος (Μάκιας) Δουκανίκης. Είναι πολύ απαισιόδοξο να μετράνε μόνο θανάτους και καθόλου γεννήσεις… Το χωριό τελειώνει.
Αυτή, δυστυχώς, είναι η πορεία των χωριών, της επαρχίας γενικότερα. Και στο Μαχαιρά, τα ίδια περίπου συμβαίνουν τους λέμε. Σα να προσπαθούμε να τους παρηγορήσουμε με αυτή την αναφορά. Ο Γεράσιμος κρατάει στην αγκαλιά το εγγόνι που φέρει το όνομά του. Είναι η συνέχειά του… Αυτή η αγκαλιά είναι ευτυχία! Η επίσκεψη των εγγονιών στον παππού και τη γιαγιά είναι ανάσα αισιοδοξίας!
ΒΛΥΖΙΑΝΑ ΔΟΥΚΑΝΙΚΗΣ
Εικόνα: ο Γ.Δουκανίκης με το εγγόνι του
Μετά την οριστική αναχώρηση των παππούδων και των γιαγιάδων τα σπίτια κλείνουν. Ανοίγουν για λίγο το καλοκαίρι. Υποδέχονται τα παιδιά και τα εγγόνια. Ζωντανεύουν όσο μπορούν. Ασβεστώνονται οι αυλές, ξεχορταριάζονται οι κήποι, γίνονται τα απαραίτητα μερεμέτια… Και ύστερα κλείνουν πάλι ερμητικά για την επόμενη χρονιά… Αυτή είναι της επαρχίας η μοίρα…
Νοιώθουμε την ανάγκη όμως, κυρίως εμείς οι μεσήλικες, γι’ αυτή την επιστροφή στο χωριό, στο πατρικό μας σπίτι, στη ρίζα μας! Και στις λίγες μέρες των διακοπών απολαμβάνουμε, όσο μπορούμε, αυτή τη θετική ενέργεια του τόπου και των ανθρώπων του. Και οι ελάχιστοι κάτοικοι που μένουν μόνιμα σ’ αυτό έχουν την ανάγκη να επικοινωνήσουν με τους επισκέπτες. Νοιώθεις αυτή τη φιλοξενία που πάντα χαρακτήριζε τους Ξηρομερίτες. Το εγκάρδιο χαιρέτημα, αν και είμαστε στη  εποχή του κορονοϊού, την προσφορά να κεράσουν καφέ, να σε φιλέψουν δυο σύκα, μια χούφτα αμύγδαλα κ.λπ.
Αξίζει να διατηρούμε αυτή την επικοινωνία που προσφέρει θετικά και στις δυο πλευρές. Ας αξιοποιούμε τις καλοκαιρινές διακοπές, όσο μπορούμε…

«Θέλω να πάω στο χωριό
Να ιδώ το σπίτι το παλιό
Γνωστούς π’ απόμειναν να βρω
Κι’ όσους μας φύγαν να σκεφτώ…»

Share on Google Plus

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.

check page rank
.....................................................................................................................