Γράφει ο Χρίστος Α. Τούμπουρος*
Κι αφού απολαύσαμε την άγρια και μοναδική -δεν θέλω αντιρρήσεις- φύση των Τζουμέρκων, όλο τον Αύγουστο, συμμετείχαμε σε πλείστα πανηγύρια, αμπδήσαμε σαν τα αγριοκάτσικα, μπλατσιαρίσαμε στον Άραχθο και ήπιαμε, κατά τα λεγόμενα συζύγων, τόσα τσίπουρα -«ολόκληρο τον Βόσπορο»-, επανήλθαμε στο άστυ, για να συνεχίσουμε ... τον αγώνα.
Κι όμως! Στεκόμαστε εκεί και αναπιανόμαστε ή μάλλον πραγματοποιούμε ένα είδος απολογισμού, «τι είδαμε, τι ακούσαμε, τι μας έκανε εντύπωση, τι θα μολογάμε και σε τι θα προβληματιστούμε». Μεγάλος σιουμπές. Όσα κακώς καμωμένα, να τα διορθώσουμε ταχιά. Γιατί εκεί στο Τζουμέρκο, όσο κι αν προσπαθούν πολλοί να φυτέψουν τα βλίτα τους, εμείς δεν θα γίνουμε βλιτοφάγοι. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως το Τζουμέρκο κρατάει στον κόρφο του μια αγνή και ατόφια παράδοση. Να την αλλάξουμε ή τέλος πάντων να τη διασύρουμε, λιγάκι - τοσοδούλι, είναι κομμάτι δύσκολο.
Σ' όλους τους καλοκαιρινούς μήνες, εκεί στα Τζουμέρκα, κυριαρχούν τα πανηγύρια. Το πανηγύρι του Άι Λιός, της Αγίας Παρασκευής, της Παναγίας και πάει λέγοντας. Και είναι αλήθεια πως άλλα γίνονται «μνημονικά ξωκλήσια», αφού σ' αυτά -με χορό και με τραγούδι- αποτυπώνονται ο καημός, η ψυχή, τα βάσανα, η φτώχια, ο αγώνας, η προκοπή, οι σχέσεις, οι χαρές και οι λύπες... Κι όλα αυτά συνυπάρχουν μαζί με την Ηπειρώτικη ψυχή στα πανηγύρια και συμφύρονται σε μια μαγική σκηνή με πρωταγωνιστές όλους και μάγους τους μουσικούς μας, που απλόχερα, όλο το βράδυ μας κερνούν τη μουσική τους, φωτίζοντας κάθε κρυφή και αθέατη γωνιά της παραδοσιακής Ηπειρώτικης πανδαισίας. Χίλιων λογιών μουσικές, χίλιων εικόνων πινελιές.
Τελευταία, όμως, ανέκυψαν και τα «εμπορικώς αλωμένα» πανηγύρια. Και, δυστυχώς, η μορφή αυτή του «πανηγυριού» βαδίζει προς την καθολικότητα. Ηλεκτρική κιθάρα, αρμόνιο, ντραμς συνυπάρχουν με το κλαρίνο και το βιολί και συν-«δημιουργείται» ένα ηχητικό άκουσμα απροσδιόριστης προέλευσης, εξού και ο τίτλος «σκυλάδικο» που, ομολογουμένως, ηχητικώς συγκρινόμενα, το γαύγισμα του σκύλου αγγίζει τη Συμφωνία του Μπετόβεν! Δε μιλάμε για το περιεχόμενο των τραγουδιών. Εδώ πρόκειται για στοιχειωμένη παρακμή. «Από κορμί είμαι η best/Κι από προσόντα είμαι first/Μ' αυτό στους άντρες κάνω test/Για να διαλέξω./Μπες όπως όλοι στη γραμμή/Άσε τα μα, τα μου, τα μη/Πέρνα λοιπόν τη δοκιμή/Και ίσως σε επιλέξω».
Είναι αλήθεια πως τα μάτια της γυναίκας επαινέθηκαν ιδιαίτερα από τη λαϊκή μούσα. Τα μάτια «είναι το θέλγητρο της γυναίκας, που τραγουδήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο. Χίλια επίθετα έχουν βρεθεί για να παινέσουν τα μάτια από τον λαϊκό τραγουδιστή. Η δόξα των ματιών οφείλεται κυρίως στο ρόλο που έχουν στον έρωτα. Η αγάπη αντανακλάται στα μάτια, βρίσκει σημείο αναφοράς στα μάτια, πιάνεται απ' αυτά και πορεύεται στα χείλη, για να εγκατασταθεί πια και να 'βρει το βασιλικό του θρόνο στην καρδιά». Είναι δηλαδή ο καθρέπτης της ψυχής στην ικανότητά του να πιάνει την αγάπη, όπως λέει και το τραγούδι: «Εμπάτε αγόρια στο χορό κορίτσια στα τραγούδια,/Να δείτε και να μάθετε πώς πιάνεται η αγάπη./ Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει/Κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει».
Να δούμε και τα -δε φταίνε τίποτε τα ζωντανά- «σκυλοτράγουδα». «Τα ματάκια σου με καίνε/ γιατί είσαι μανεκένε./ Όσα και να λεν' οι άλλοι/εγώ τ' ακούω βερεσέ/ Είσαι αρρώστια μου μεγάλη/σ' ό,τι πεις θα λέω ναι».Κι αφού ανοίγονται οι σαμπάνιες και χαιρετά γκορδωμένος/η «ο, η αοιδός», συνεχίζεται το τζέρτζελο με την εξομολόγηση του «πάσχοντος» προς τη συνοδό του: «Μωρό μου είσαι όργιο, σαν τον Άγιο Γεώργιο». Κι αν τυχόν δεν ανταποκρίνεται «το μωρό» στην πρότασή του, η κομπανία έχει τη λύση. Ακολουθεί το άσμα που εμπεριέχει το ερώτημα: «μ' αγαπάς ή τσάμπα πίνω;», στο άκουσμα του οποίου πολλαπλασιάζονται οι σαμπάνιες και τα λουλούδια. Κι όλα αυτά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα, -ηχητικά εφέ, διάφορα τραμπατρουμποειδή ακούσματα, κόρνες, τσικνισμένος καπνός από τα ψησίματα κλπ, κλπ.- που συνθέτουν υποδειγματικά το γεγονός που τιτλοφορείται: «Της πανηγύρεως ο βιασμός».
Όπως ήρθαν πλέον τα πράγματα η σιωπή δεν είναι «χρυσός», είναι «λίβανος και σμύρνα». Διότι η σιωπή μπορεί να ερμηνευθεί σαν αποδοχή ή συναίνεση: «ο σιωπών δοκεί συναινείν», (όποιος σιωπά φαίνεται ότι συναινεί). Ας το καταλάβουν οι ιθύνοντες, μέλη Πολιτιστικών Σωματείων, Δήμαρχοι και Δημοτικοί Σύμβουλοι. (Δυστυχώς υπάρχουν και περιπτώσεις που επιδοτούνται αυτά τα «εμπορικά κατασκευάσματα», που αλώνουν κάθε έννοια πανηγυριού). Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, τα δημοτικά τραγούδια της αγάπης θα εξοβελιστούν και αντί να τραγουδάμε «έβγα στο παραθύρι κρυφά απ' τη μάνα σου/ και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου» θα «σκυλογαυγίζουμε» το άσμα: «Αν θέλεις να ανοίξουν της καρδούλας μου οι πόρτες,/βγάλε όλα τα ρούχα σου κι έλα με τις μπότες».
Στο χέρι μας είναι.
Φίλος
αναγνώστης του Μπαμπίνη ΙΝ
Γράφει ο Χρίστος Α. Τούμπουρος*
Κι αφού απολαύσαμε την άγρια και μοναδική -δεν θέλω αντιρρήσεις- φύση των Τζουμέρκων, όλο τον Αύγουστο, συμμετείχαμε σε πλείστα πανηγύρια, αμπδήσαμε σαν τα αγριοκάτσικα, μπλατσιαρίσαμε στον Άραχθο και ήπιαμε, κατά τα λεγόμενα συζύγων, τόσα τσίπουρα -«ολόκληρο τον Βόσπορο»-, επανήλθαμε στο άστυ, για να συνεχίσουμε ... τον αγώνα.
Κι όμως! Στεκόμαστε εκεί και αναπιανόμαστε ή μάλλον πραγματοποιούμε ένα είδος απολογισμού, «τι είδαμε, τι ακούσαμε, τι μας έκανε εντύπωση, τι θα μολογάμε και σε τι θα προβληματιστούμε». Μεγάλος σιουμπές. Όσα κακώς καμωμένα, να τα διορθώσουμε ταχιά. Γιατί εκεί στο Τζουμέρκο, όσο κι αν προσπαθούν πολλοί να φυτέψουν τα βλίτα τους, εμείς δεν θα γίνουμε βλιτοφάγοι. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως το Τζουμέρκο κρατάει στον κόρφο του μια αγνή και ατόφια παράδοση. Να την αλλάξουμε ή τέλος πάντων να τη διασύρουμε, λιγάκι - τοσοδούλι, είναι κομμάτι δύσκολο.
Σ' όλους τους καλοκαιρινούς μήνες, εκεί στα Τζουμέρκα, κυριαρχούν τα πανηγύρια. Το πανηγύρι του Άι Λιός, της Αγίας Παρασκευής, της Παναγίας και πάει λέγοντας. Και είναι αλήθεια πως άλλα γίνονται «μνημονικά ξωκλήσια», αφού σ' αυτά -με χορό και με τραγούδι- αποτυπώνονται ο καημός, η ψυχή, τα βάσανα, η φτώχια, ο αγώνας, η προκοπή, οι σχέσεις, οι χαρές και οι λύπες... Κι όλα αυτά συνυπάρχουν μαζί με την Ηπειρώτικη ψυχή στα πανηγύρια και συμφύρονται σε μια μαγική σκηνή με πρωταγωνιστές όλους και μάγους τους μουσικούς μας, που απλόχερα, όλο το βράδυ μας κερνούν τη μουσική τους, φωτίζοντας κάθε κρυφή και αθέατη γωνιά της παραδοσιακής Ηπειρώτικης πανδαισίας. Χίλιων λογιών μουσικές, χίλιων εικόνων πινελιές.
Τελευταία, όμως, ανέκυψαν και τα «εμπορικώς αλωμένα» πανηγύρια. Και, δυστυχώς, η μορφή αυτή του «πανηγυριού» βαδίζει προς την καθολικότητα. Ηλεκτρική κιθάρα, αρμόνιο, ντραμς συνυπάρχουν με το κλαρίνο και το βιολί και συν-«δημιουργείται» ένα ηχητικό άκουσμα απροσδιόριστης προέλευσης, εξού και ο τίτλος «σκυλάδικο» που, ομολογουμένως, ηχητικώς συγκρινόμενα, το γαύγισμα του σκύλου αγγίζει τη Συμφωνία του Μπετόβεν! Δε μιλάμε για το περιεχόμενο των τραγουδιών. Εδώ πρόκειται για στοιχειωμένη παρακμή. «Από κορμί είμαι η best/Κι από προσόντα είμαι first/Μ' αυτό στους άντρες κάνω test/Για να διαλέξω./Μπες όπως όλοι στη γραμμή/Άσε τα μα, τα μου, τα μη/Πέρνα λοιπόν τη δοκιμή/Και ίσως σε επιλέξω».
Είναι αλήθεια πως τα μάτια της γυναίκας επαινέθηκαν ιδιαίτερα από τη λαϊκή μούσα. Τα μάτια «είναι το θέλγητρο της γυναίκας, που τραγουδήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο. Χίλια επίθετα έχουν βρεθεί για να παινέσουν τα μάτια από τον λαϊκό τραγουδιστή. Η δόξα των ματιών οφείλεται κυρίως στο ρόλο που έχουν στον έρωτα. Η αγάπη αντανακλάται στα μάτια, βρίσκει σημείο αναφοράς στα μάτια, πιάνεται απ' αυτά και πορεύεται στα χείλη, για να εγκατασταθεί πια και να 'βρει το βασιλικό του θρόνο στην καρδιά». Είναι δηλαδή ο καθρέπτης της ψυχής στην ικανότητά του να πιάνει την αγάπη, όπως λέει και το τραγούδι: «Εμπάτε αγόρια στο χορό κορίτσια στα τραγούδια,/Να δείτε και να μάθετε πώς πιάνεται η αγάπη./ Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει/Κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει».
Να δούμε και τα -δε φταίνε τίποτε τα ζωντανά- «σκυλοτράγουδα». «Τα ματάκια σου με καίνε/ γιατί είσαι μανεκένε./ Όσα και να λεν' οι άλλοι/εγώ τ' ακούω βερεσέ/ Είσαι αρρώστια μου μεγάλη/σ' ό,τι πεις θα λέω ναι».Κι αφού ανοίγονται οι σαμπάνιες και χαιρετά γκορδωμένος/η «ο, η αοιδός», συνεχίζεται το τζέρτζελο με την εξομολόγηση του «πάσχοντος» προς τη συνοδό του: «Μωρό μου είσαι όργιο, σαν τον Άγιο Γεώργιο». Κι αν τυχόν δεν ανταποκρίνεται «το μωρό» στην πρότασή του, η κομπανία έχει τη λύση. Ακολουθεί το άσμα που εμπεριέχει το ερώτημα: «μ' αγαπάς ή τσάμπα πίνω;», στο άκουσμα του οποίου πολλαπλασιάζονται οι σαμπάνιες και τα λουλούδια. Κι όλα αυτά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα, -ηχητικά εφέ, διάφορα τραμπατρουμποειδή ακούσματα, κόρνες, τσικνισμένος καπνός από τα ψησίματα κλπ, κλπ.- που συνθέτουν υποδειγματικά το γεγονός που τιτλοφορείται: «Της πανηγύρεως ο βιασμός».
Όπως ήρθαν πλέον τα πράγματα η σιωπή δεν είναι «χρυσός», είναι «λίβανος και σμύρνα». Διότι η σιωπή μπορεί να ερμηνευθεί σαν αποδοχή ή συναίνεση: «ο σιωπών δοκεί συναινείν», (όποιος σιωπά φαίνεται ότι συναινεί). Ας το καταλάβουν οι ιθύνοντες, μέλη Πολιτιστικών Σωματείων, Δήμαρχοι και Δημοτικοί Σύμβουλοι. (Δυστυχώς υπάρχουν και περιπτώσεις που επιδοτούνται αυτά τα «εμπορικά κατασκευάσματα», που αλώνουν κάθε έννοια πανηγυριού). Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, τα δημοτικά τραγούδια της αγάπης θα εξοβελιστούν και αντί να τραγουδάμε «έβγα στο παραθύρι κρυφά απ' τη μάνα σου/ και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου» θα «σκυλογαυγίζουμε» το άσμα: «Αν θέλεις να ανοίξουν της καρδούλας μου οι πόρτες,/βγάλε όλα τα ρούχα σου κι έλα με τις μπότες».
Στο χέρι μας είναι.
Φίλος
αναγνώστης του Μπαμπίνη ΙΝ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.