Τα τελευταία χρόνια ακούγεται συχνά από θεσμικά, πολιτικά στόματα ο όρος της επικράτησης νεοφιλελευθερισμός στην εκπαίδευση. Τι σημαίνει όμως τελικά αυτή η επικράτηση, πόσο επηρεάζει πρακτικά τα σχολεία της επαρχίας, τις ζωές των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονιών τους, εδώ στην κοινωνία του Ξηρομέρου στην οποία κατοικούμε?
Ο νεοφιλελευθερισμός, ως οικονομικό σύστημα αλλά και ως ιδεολογική ηγεμονία, από τα χρόνια της παγκοσμιοποιημένης νεωτερικότητας και μετά, (Μουζέλης Ν. 2005), υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη επιτυχία-ευτυχία μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα μέσω της απελευθέρωσης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, της επικράτησης της ελεύθερης αγοράς, η οποία θα ρυθμίσει όχι μόνο την οικονομία, αλλά και όλες τις κοινωνικές, πολιτικές σχέσεις των ανθρώπων. (Harvey 2005, ο.α. σε Θεοφανάκης 2019).
Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και πρακτική έχει εισβάλλει δυναμικά τα τελευταία χρόνια και σε κοινωνικούς θεσμούς, όπως η εκπαίδευση επιβάλλοντας τις αρχές της ελεύθερης αγοράς όπως η αποτελεσματικότητα, ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα, απασχολησιμότητα, η αγοραιοποίηση (Μπουζάκης Σ. 2012), μέσα στα σχολεία τα οποία μετατρέπονται από φορείς παροχής δημοσίων αγαθών, σε υπηρεσίες που πρέπει να λειτουργούν με οικονομικούς όρους όπως οι επιχειρήσεις.
Ίσως κάποιος, αφελώς να πει, ότι δεν ακούγονται άσχημα κάποιες από αυτές τις αξίες. Ποιος μπορεί να πει ότι η παραγωγικότητα είναι κακό πράγμα, τη στιγμή που αποτελεί δείκτη μιας επιτυχημένης επιχείρησης, ή ότι σε συνθήκες ανταγωνισμού μπορεί να αναπτυχθεί ευγενής άμιλλα ανάμεσα σε σχολεία και εκπαιδευτικούς και να βελτιωθεί το εκπαιδευτικό έργο? Ποιος μπορεί να πει ότι είναι κακό πράγμα η αποκεντρωμένη διοίκηση των σχολείων, η αυτονομία τους από την κεντρική εξουσία, μεταφέροντας τη χρηματοδότηση τους στους δήμους, η ελευθερία των εκπαιδευτικών να λειτουργούν με διαφοροποιημένες πρακτικές ανάλογα με το έμψυχο και άψυχο υλικό που διαθέτουν προς όφελος της γνώσης και της παιδαγωγικής πράξης? Ποιος μπορεί να πει ότι είναι κακό να συνδέεται η απόδοση ενός σχολείου με τη χρηματοδότηση με την αυτοαξιολόγηση έτσι ώστε όλοι και όλα να δουλεύουν ρολόι, απαντώντας σε κοινωνικές παθογένειες των προηγούμενων χρόνων που δεν υπήρχε έλεγχος και χάνονταν χρήματα και διδακτικές ώρες χωρίς νόημα κα σκοπό?
Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και δεν είναι «έτσι ακριβώς». Ας δούμε τι σημαίνει εφαρμογή των αξιών του νεοφιλευθερισμού, ιδιαίτερα όπως τις βιώνουμε εκπαιδευτικοί, μαθητές και γονείς στην επαρχία.
Τα σχολεία αντιμετωπίζονται ως επιχειρήσεις και οι εκπαιδευτικοί ως managers. Αυτό σημαίνει ότι κάθε προϊστάμενος, διευθυντής σχολείου, δε θα πρέπει να περιμένει την ελλιπέστατη έτσι κι αλλιώς κρατική χρηματοδότησή για να λειτουργήσει εύρυθμα η σχολική του μονάδα, αλλά να προσελκύσει κεφάλαια από χορηγούς, ευεργέτες, επιχειρήσεις, με ότι συνεπάγεται αυτό. Ο νέος εκπαιδευτικός-manager αλλάζει τις προτεραιότητες του από τον παιδαγωγό που θα ασχολείται απρόσκοπτα με το παιδαγωγικό και διδακτικό του έργο και θα γίνει πωλητής, δημοσιοσχεσίτης που προσπαθεί να γίνει ελκυστικός σε χορηγίες και προσέλκυση κεφαλαίων, προκειμένου να μπορεί να λειτουργεί η σχολική μονάδα. Οι σύγχρονες εκπαιδευτικές πολιτικές που βασίζονται στη λογική της αγοράς (αξιολόγηση, δείκτες απόδοσης, λογοδοσία), επηρεάζουν την ταυτότητα και την ψυχή του εκπαιδευτικού . Αισθάνονται να βρίσκονται συνεχώς υπό κρίση, υιοθετούν στρατηγικές προσποίησης προς ικανοποίηση των δεικτών, χάνουν την αυθεντικότητα τους και μετατρέπονται σε παραγωγικούς , ανταγωνιστικούς, μετρήσιμους υπαλλήλους, παρά σε παιδαγωγικά στοχαστικούς και κοινωνικά ευαίσθητους (Ball S, 2003) στις ιδιαίτερες συνθήκες διδασκαλίας και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μαθητών που έχουν κάθε χρόνο. Γιατί οι μαθητές , τα παιδιά, δεν είναι αριθμοί, είναι ψυχές, μυαλά, είναι αποτέλεσμα των οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων που υπάρχουν στον ιδιαίτερο τόπο που ζούνε και χρέος των εκπαιδευτικών είναι η χρήση διαφοροποιημένων τεχνικών έτσι ώστε όλα τα παιδιά, ιδιαίτερα στην επαρχία που τα εκπαιδευτικά ερεθίσματα είναι λιγότερα να έχουν ίση πρόσβαση στα αγαθά της εκπαίδευσης. Άλλωστε η παιδεία είναι δημόσιο αγαθό, το τελικό προϊόν πρέπει να ελέγχεται από την κοινωνία με βάση τις ανάγκες της και να υπάρχει δημόσια χρηματοδότηση που θα πρέπει να έχει αναδιανεμητικό χαρακτήρα, δηλαδή να είναι αντιστρόφως ανάλογη των εισοδημάτων των γονέων του μαθητή( Μπουζάκης Σ. 2012), αλλά θα συμπλήρωνα όχι μόνο του οικονομικού εισοδήματος, αλλά και του πολιτιστικού κεφαλαίου των γονέων των μαθητών. Δηλαδή να δίνονται περισσότερες ευκαιρίες στα σχολεία της υπαίθρου μας, στο δήμο μας, να έρχονται σε επαφή τα παιδιά με την τέχνη, την τεχνολογία , με τα πολιτισμικά αγαθά δεδομένο ότι οι ευκαιρίες που υπάρχουν στην επαρχία σε σύγκριση με τα αστικά κέντρα είναι περιορισμένες. Γι αυτό το λόγο το κράτος θα έπρεπε να λειτουργεί αντισταθμιστικά. Έτσι θα μπορούσαμε να μιλάμε για μεγαλύτερη δικαιοσύνη στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Ανταγωνιστικότητα για τα σχολεία της υπαίθρου, σημαίνει ουσιαστικά υποβάθμιση και κλείσιμο. Όπου υπάρχουν λιγότεροι μαθητές, τα σχολεία είναι μη αποδοτικά, δε συμφέρουν, με βάση της τεχνοκρατική λογική και πρέπει να εξαφανιστούν. Γιατί έτσι οι δήμοι κάνουν «οικονομία» στα έξοδα λειτουργίας μια σχολικής μονάδας, και το κράτος κάνει οικονομία στις προσλήψεις εκπαιδευτικών. Στόχος είναι η δημιουργία πολυδύναμων σχολείων στις έδρες των δήμων, με το ιδεολόγημα των περισσότερων ευκαιριών στην εκπαίδευση. Αυτό στην πράξη, όπως έχει αποδειχτεί και από χώρες που έχουν γίνει αυτές οι αλλαγές εδώ και 40 χρόνια αλλά και όπως το βιώνουμε σαν εκπαιδευτική κοινότητα δεν ισχύει. Ας δούμε για παράδειγμα τι υποδομές υπάρχουν στο δημοτικό σχολείο Αστακού, που μαθητές εδώ και χρόνια κάνουν μάθημα σε λυόμενα κτήρια και σε ένα παράρτημα ακατάλληλο, να φιλοξενήσουν και τα παιδιά του δημοτικού σχολείου Καραϊσκάκη που ολοένα υποβαθμίζεται. Το ίδιο ισχύει και στο νηπιαγωγείο Αστακού, το οποίο φιλοξενεί πολύ περισσότερα παιδιά από όσα θα έπρεπε, με βάση τις προδιαγραφές που θα πρέπει να έχει μια σχολική μονάδα προσχολικής αγωγής. Αντίθετα τα σχολεία στα χωριά, λειτουργούν ως κόμβοι της κοινωνικής ζωής στην τοπική κοινωνία, αποτελούν την καρδιά του χωριού, είναι χώροι κοινωνικής συνοχής και πολιτισμού και με την κατάλληλη χρηματοδότηση και επάρκεια σε εκπαιδευτικούς και μέσα, μπορούν να αποτελέσουν και πρότυπους χώρους μάθησης μιας και λόγω λιγότερων μαθητών μπορεί να γίνει εξατομικευμένη διδασκαλία και να εφαρμοστούν διαφοροποιημένες πρακτικές μάθησης, στη βάση των πραγματικών αναγκών των μαθητών.
Εξάλλου το επιχείρημα ότι «στα μεγάλα σχολεία υπάρχουν περισσότερες ειδικότητες, άρα περισσότερα ερεθίσματα και γνώσεις», το απαντά η ίδια η πραγματικότητα των σχολείων της αγοράς. Σε τμήματα μεγάλα και μη διαχειρίσιμα, των 25 συν 10% μαθητών, διδάσκεται μόνο ότι είναι χρήσιμο, (τεχνολογία, δεξιότητες STEM, δεξιότητες απασχολησιμότητας), ακόμα και τα «παραδοσιακά μαθήματα» (γλώσσα, μαθηματικά, φυσική κτλ), διδάσκονται επιφανειακά, ενώ εξοστρακίζονται σταδιακά από την εκπαίδευση στο όνομα της οικονομίας πόρων, (φτάσαμε Δεκέμβριο και ακόμη υπάρχουν τεράστιες ελλείψεις στα σχολεία) οι τέχνες, επιστήμες όπως η κοινωνιολογία, θυσιάζοντας την κοινωνική, ανθρωπιστική, δημοκρατική διάσταση της εκπαίδευσης. (Καζαμίας Α.2008). Ως εκ τούτου, καμία μεγαλύτερη ποιότητα δεν υπάρχει στα μεγαλύτερα σχολεία της επαρχίας, όπως θέλουν να τα παρουσιάζουν, αλλά μάλλον το εντελώς αντίθετο συμβαίνει.
Συμπερασματικά λοιπόν ο νεοφιλευθερισμός στην εκπαίδευση σημαίνει την εφαρμογή λογικών αγοράς και ανταγωνισμού σε μία υπηρεσία που αφορά το κοινωνικό αγαθό της παιδείας. Για τα μικρά επαρχιακά σχολεία, αυτό μεταφράζεται σε λιγότερους πόρους, υποβάθμιση και κίνδυνο να καταστούν περιθωριοποιημένα. Η συνέπεια είναι να μεγαλώνουν οι ανισότητες στην εκπαίδευση, με σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις σε περιφερειακό επίπεδο.
Αλεξάνδρα Κουμέλη
Προϊσταμένη Νηπιαγωγείου Καραϊσκάκη
MA in Educational Justice (ΑΠΚΥ)
Βιβλιογραφία
Ball, S. J. (2003). The teacher’s soul and the terrors of performativity. Journal of Education Policy, 18(2), 215–228.
Θεοφανάκης Π. (2019). «Νεοφιλελευθερισμός, συγκρότηση της ταυτότητας στην ύστερη εφηβεία και εκπαίδευση: Μια συσχετιστική προσέγγιση»ΕΑΠ.
Καζαμίας, Α. (2008). Παγκοσμιοποίηση, κοινωνία της γνώσης και παιδεία στη Νέα Κοσμόπολη. Ύβρις παρά ευλογία; Στο Π. Καλογιαννάκη (Επιμ.), Περί Συγκριτικής Παιδαγωγικής ή προς έναν προμηθεϊκό ουμανισμό στη νέα κοσμόπολη. Αθήνα: Ατραπός.
Μουζέλης, Ν. (2005). Κράτος, κοινωνία και αγορά: στην πρώιμη και ύστερη νεωτερικότητα, στο Δ. Γράβαρης & Ν. Παπαδάκης (επιμ.) Εκπαίδευση και εκπαιδευτική πολιτική: μεταξύ κράτους και αγοράς. Αθήνα: Σαββάλας.
Μπουζάκης, Σ. (2012). Παγκοσμιοποίηση και εκπαίδευση: η υποταγή της εκπαίδευσης στην οικονομία της αγοράς, στο Μπουζάκης, Σ. (επιμ.) Συγκριτική Παιδαγωγική. Αθήνα: Gutenberg.

0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.