ΟΙ ΑΣΒΕΣΤΑΡΙΕΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΤΟΥ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ: Γράφει ο Παναγιώτης Ηλ. Χολής



ΟΙ ΑΣΒΕΣΤΑΡΙΕΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΤΟΥ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ

 Γράφει ο Παναγιώτης Ηλ. Χολής


    Οι ασβεσταριές (ή αλλιώς καμίνια ασβέστη) ήταν κατασκευές που χρησιμοποιούνταν τα παλαιότερα χρόνια, κυρίως σε αγροτικές ή ημιορεινές περιοχές για την παραγωγή ασβέστη, ο οποίος ήταν βασικό υλικό για την οικοδομή, τη συντήρηση κτηρίων, το άσπρισμα τοίχων, αλλά και για άλλες χρήσεις. 

Η ασβεσταριά ήταν συνήθως ένας κυκλικός φούρνος χτισμένος με ξερολιθιά  από πέτρες, κατασκευασμένος μέσα στο έδαφος και στις πλαγιές ή στους πρόποδες λόφων για καλύτερη σταθερότητα, αφού απαιτούσε συμπαγές  έδαφος, αλλά και πλούσια πετρώματα και καύσιμη ύλη. Οι διαστάσεις της ήταν περίπου 2–4 μ διάμετρο και 1–1,5 μ ύψος.


    H βασική «πρώτη» ύλη της ασβεσταριάς ήταν ο ασβεστόλιθος που  έβρισκαν στην γύρω περιοχή. Γι’ αυτό το λόγο αν παρατηρήσουμε η ασβεσταριές φτιάχνονταν κοντά σε περιοχές που είχαν ασβεστολιθικά πετρώματα, ώστε να υπάρχει επάρκεια και να είναι σύντομη η μεταφορά τους. Όπως είπαμε, οι ασβεστάδες, που έκαναν αυτή τη δουλειά,  εντόπιζαν το σημείο κατασκευής και έσκαβαν έναν θόλο μέσα στο λόφο ή στην πλαγιά και εν συνεχεία τα τοιχώματα του τα έχτιζαν με την ασβεστολιθική πέτρα, σε μονό ή και διπλό τοίχωμα, σε κυκλική μορφή ώστε να κλείσει εντελώς όπως ένας φούρνος. Τα πετρώματα τα κουβαλούσαν με τα χέρια ή στην πλάτη τους ή με τα γαϊδουράκια ή με τα Κάρα αν υπήρχε πρόσβαση. Για την καλύτερη στήριξη τις πέτρας αλλά και μόνωσης του ασβεστοκάμινου χρησιμοποιούσαν και λάσπη. 


     Προέβλεπαν και άφηναν μια τρύπα σε ένα σημείο ως φουγάρο για να βγαίνει ο καπνός την οποία ονόμαζαν κλειδιά που την άνοιγαν και έκλειναν όποτε εκείνοι έκριναν απαραίτητο. Στη βάση του καμινιού άφηναν μια πόρτα ώστε από εκεί να γεμίζουν το καμίνι με ξύλα και φρύγανα. Τα φρύγανα τα έκοβαν και τα κουβαλούσαν στους ώμους ή με Κάρα οι γυναίκες, από τη γειτονική δασώδη περιοχή  που ήταν γύρω από την ασβεσταριά.  


     Στη συνέχεια ανάβανε φωτιά στον πυθμένα του καμινιού και την τροφοδοτούσανε συνέχεια με φρύγανα και ξύλα, τα οποία αποτελούσαν την καύσιμη ύλη. Η καύση διαρκούσε πολλές ώρες ή και ημέρες, ανάλογα με την ποσότητα  και όχι λιγότερες από δύο και περισσότερες από τέσσερις ημέρες. Αυτό είχε να κάνει το πόσο γρήγορα θα γινόταν η καύση του ασβεστόλιθου. Με τη πολύ υψηλή θερμότητα, 900 -1000 °C, που αναπτύσσονταν στο καμίνι, ο ασβεστόλιθος, που όπως αναφέραμε κάλυπτε τα τοιχώματα, αποσυντίθετο και παραγόταν ζωντανός ασβέστης. Για να δοκιμάσουν ότι πράγματι οι ασβεστόλιθοι είχαν καεί, έριχναν στο καμίνι ένα γυάλινο μπουκάλι που αν έλιωνε τότε η ασβεσταριά έπρεπε να σταματήσει να καίει. Ο ασβέστης ήταν έτοιμος.
     

     Ο ζωντανός ασβέστης που παραγόταν ήταν σε στερεή μορφή με σχήμα   πέτρας και επικίνδυνος σε επαφή με το νερό (παρήγαγε θερμότητα και γινόταν υδράσβεστος - Ca(OH)₂). Όταν τελείωνε η διαδικασία έκλειναν την πόρτα και άφηναν την ασβεσταριά να κρυώσει. Όταν αυτό γίνονταν τότε άρχιζε η συλλογή των πετρωμάτων που ήταν πια πέτρωμα ασβέστη. 

Οι ασβεστάδες, μετά από αυτή την πολύ κουραστική εργασία, μπορούσαν να πουλήσουν την παραγωγή τους. 

Η παραγωγή απαιτούσε ομαδική εργασία και εμπειρία. Συνήθως οι άντρες που ασχολούνταν με το χτίσιμο, έλεγχο και συντήρηση τις ασβεσταριάς ήταν πάνω από τρεις και οι γυναίκες και παιδιά για τη μεταφορά τις καύσιμης ύλης.

Τον ασβέστη τον πουλούσαν συνήθως ως πέτρωμα και όχι σε σκόνη ή σβησμένο (υδράσβεστο). 

Για να χρησιμοποιηθεί όμως ο ασβέστης στα σπίτια ή στην οικοδομή έπρεπε να γίνει υδράσβεστος. Πώς θα γινόταν αυτό; Άνοιγαν ένα λάκκο στις αυλές των σπιτιών ή της οικοδομής και εκεί μέσα έριχναν το πέτρωμα ασβέστη. Από απόσταση και με προσοχή έριχναν νερό που με την επαφή του με το πέτρωμα, αναπτύσσονταν μεγάλη θερμότητα και ο ασβέστης έβραζε, κόχλαζε και για το λόγο αυτό έπρεπε να μην έρθει σε επαφή ανθρώπινο ή άλλο ζωντανό σώμα, γιατί θα καίγονταν. Όταν σταματούσε το βράσιμο τότε ο ασβέστης, ως ρευστό, λέγονταν υδράσβεστος και ήταν έτοιμος για χρήση. Σκέπαζαν τον λάκκο είτε με χώμα είτε με ένα επικαλυπτικό αντικείμενο για ασφάλεια. Έχουν αναφερθεί, ευτυχώς λίγα, περιστατικά ασβεστάδων ή άλλων συνάνθρωπών μας   που από αβλεψία έπεσαν μέσα στο λάκκο και κάηκαν ζωντανοί. 


     Ο ασβέστης ήταν απαραίτητος για ασπρίσματα σπιτιών, τοίχων, αυλών, εκκλησιών, στάβλων, είχε επίσης απολυμαντικές ιδιότητες: χρησίμευε για υγιεινή, πρόληψη σε πανδημίες (π.χ. χολέρα, πανούκλα), κηπευτικά, απολύμανση πηγαδιών.
Επιπλέον, χρησιμοποιούταν στα γλυκά κουταλιού ως στερεωτικό, σε θεραπεία εγκαυμάτων, καθώς και ως μέσον καλλωπισμού και προστασίας. 


       Στη περιοχή του Ξηρομέρου είχε πολλές τέτοιες ασβεσταριές. Στο αγαπημένο μου χωριό Βασιλόπουλο – Ξηρομέρου Αιτωλ/νιας είχε πολλές, σε αντίθεση με γειτονικά χωριά, γιατί  υπήρχε άφθονος ασβεστόλιθος και πλούσια δασική βλάστηση.

 Οι ασβεστάδες του χωριού μου, σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες ηλικιωμένων που έζησαν αυτό το επάγγελμα, ήταν: ο Σωκράτης Τσόμπος (Μπολίκας) ο Νίκος Τόμπας - αυτοί οι δυο είχαν ασβεσταριά στην Ποταμιά. Ο Παμής Λιβάνης, και  ο Τάσος Λάης, στη περιοχή  Κουφόδησος. Ο Βασίλης Κρίθυμος στην περιοχή Ποταμιά. και ο Κοτρότσος στο γεφύρι της Παναγιάς δεξιά. Ο Σωκράτης Τσόμπος είχε ασβεσταριά και στη Βελά και πουλούσε ασβέστη στον Κάλαμο.


Οι ασβεστάδες ήταν άριστοι τεχνίτες, καλά μαστόρια και με μεγάλη εμπειρία.

Οι ασβεσταριές ήταν σημαντικό κομμάτι της λαϊκής οικονομίας, σημαντικό κομμάτι τις οικονομίας των φτωχών χωριών. Ήταν όμως και μια εργασία πολύ κουραστική, επώδυνη και επικίνδυνη.

Οι ασβεσταριές υπήρχαν τον 19έως τα μισά του 20 αιώνα.  


ΦΩΤΟ: Υπολείμματα ασβεσταριάς στο βελανοδοδάσος κοντά στον Πρόδρομο Ξηρομέρου

 .(Πηγή Φωτό-. astakosnews)


(Από συλλογή προφορικών αφηγήσεων ηλικιωμένων του χωριού)

Παναγιώτης Ηλ. Χολής  / Ιούλιος  2025



Share on Google Plus

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.

check page rank
.....................................................................................................................