Γεώργιος Σπ. Τασούλης
1929- 2021
Με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τον θάνατο του Γεωργίου (Γάκια) Τασούλη, και μέσα από τα λόγια μέλους της οικογένειάς του, του Γιώργου Σπ. Γρίνου, σκιαγραφείται η πορεία ενός ανθρώπου και αποτυπώνονται οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες του χωριού μας και της ευρύτερης περιοχής, αλλά και η κουλτούρα και οι αξίες των ανθρώπων μιας άλλης εποχής.
Γράφει ο Γεώργιος Σπ. Γρίνος
«.... για τον Γάκια,
Τον Γάκια της κοινωνίας,
Τον Γάκια της προσφοράς
Και για να αντιληφθούμε το μέγεθος της προφοράς, πρέπει να γυρίσουμε70 περίπου χρόνια πριν. Στο μέσον της δεκαετίας του1950, τότε που η χώρα προσπαθούσε να μαζέψει τα συντρίμμια της από την κατοχή και τον εμφύλιο που ακολούθησε.
Τότε που στο χωριό μας το μόνο τροχοφόρο όχημα που κυκλοφορούσε ήταν το τρακτέρ και η αλωνιστική μηχανή του αγροτικού συνεταιρισμού.
Η παλιά γενιά των αυτοκινητιστών της Μπαμπίνης, Θεόδωρος Κούκας, Σπόρος Μπιτσώρης, Σπύρος (Πίπης) Τασούλης είχε σταματήσει. Τότε ο Γάκιας αποφάσισε να αγοράσει αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης. Όλοι οι παλιότεροι θυμούνται τη θρυλική μαύρη Chevrolet με τον κοκαλί ουρανό, την οποία θα κρατούσε για 10 περίπου χρόνια. Όμως δεν σταμάτησε εκεί. Αρχές της δεκαετίας το ΄60 αγόρασε το Belarus και τη δική του αλωνιστική μηχανή. Μέχρι τότε δούλευε ως χειριστής της αλωνιστικής μηχανής του συνεταιρισμού, της μηχανής του Μπουρνάζου από την Παπαδάτου, καθώς και το τρακτέρ της Ένωσης Ξηρομέρου. Με την αλωνιστική του μηχανή αλώνιζε όχι μόνο στην περιοχή της Μπαμπίνης και των γύρω χωριών, αλλά έφθανε μέχρι και τα Ζαγοροχώρια και τη Λευκάδα. Σε μέρη άγονα και δύσβατα, όπου δεν υπήρχαν δρόμοι. Και ήταν οι εργάτες αυτοί που με τους κασμάδες προσπαθούσαν να ανοίξουν δρόμο για να περάσει η μηχανή. Στη μηχανή του Γάκια δούλεψαν πολλοί ως βοηθοί και εργάτες από την Μπαμπίνη και τα άλλα χωριά. Αυτός πρόθυμος να εξυπηρετήσει αδύναμους ανθρώπους να μεταφέρον τις θημωνιές τους σε ασφαλές μέρος, οδηγούσε τη μηχανή το σε δύσβατα μέρη, ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του.
Πολλές φορές οι ζημιές που πάθαινε ήταν μεγαλύτερες από το «διάφορο». Τελευταία αλώνιζε τα σιτάρια της Μπαμπίνης. Και ήταν πολύ περήφανος, γιατί οι Μπαμπινιώτες περίμεναν τον Γάκια για να αλωνίσουν τη σοδειά τους και δεν δέχονταν να αλωνίσουν με άλλον αλωνιστή, έστω και αν περνούσε νωρίτερα άλλη αλωνιστική μηχανή από το χωριό. Κατά το διάστημα που έλειπε στον αλωνισμό, δεν άφηνε το χωριό χωρίς αυτοκίνητο. Άφηνε τα κλειδιά στον Φίλλιπα. Αναστασίου, ώστε σε έκτατες περιπτώσεις να εξυπηρετεί τους συγχωριανούς. Μετά τον αλωνισμό συνέχιζε το έργο του με το αυτοκίνητο . Ήταν το μοναδικό αμάξι στο χωριό μέχρι και το 1973, οπότε άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα αγροτικά αυτοκίνητα. Ως οδηγός ο Γάκιας, ήταν μετρημένος, προσεκτικός και αυστηρά προσηλωμένος στην οδήγηση. Ως επαγγελματίας επίσης ήταν άριστος. Δεν έλεγε ποτέ όχι σε κανέναν, έστω και αν το δρομολόγιο ήταν ασύμφορο, ενώ οι αμοιβές του πάντα ήταν κάτω από το κανονικό και το νόμιμο. Προπάντων ήταν εχέμυθος, ποτέ δεν μετέφερε αυτά που άκουγε μέσα στο αυτοκίνητο από τους επιβάτες. Πολλές φορές και λόγω της ανέχειας του κόσμου την εποχή εκείνη, το κόμιστρο πιστωνόταν μέχρι να έρθει ο λογαριασμός το καπνού, καλύπτοντας ο ίδιος τα καύσιμα από το μικρό του υστέρημα. Ήξερε ότι ο κόσμος δεν είχε και ότι ο ίδιος δεν θα έχανε ην αμοιβή του. Δεν άφηνε ποτέ πεζοπόρο στον δρόμο. Άνοιγε πάντα την πόρτα του αυτοκινήτου και τον μετέφερε μέχρι ο κοντινότερο σημείο, χωρίς φυσικά την καταβολή κομίστρου. Τα χαρακτηριστικά του αυτά σε συνδυασμό με το επικοινωνιακό του χάρισμα και το χιούμορ του, τον έκαναν ιδιαίτερα συμπαθή και αγαπητό, όχι μόνο στη Μπαμπίνη, αλλά και στα γύρω χωριά του Ξηρομέρου. Για όλους ήταν ο Γάκιας, τον προτιμούσαν δε, έστω και αν στο χωριό τους υπήρχε άλλος επαγγελματίας αυτοκινητιστής. Αρκετά νέα παιδιά του χωριού, που από μικρά είχαν ιδιαίτερο ζήλο και αγάπη για οδήγηση έπιασαν για πρώτη φορά τιμόνι στο αυτοκίνητο και το Belarus του Γάκια. Αυτός, βλέποντας στα μάτια τους τον ζήλο και τη λαχτάρα για οδήγηση, δεν μπορούσε να τους αρνηθεί. Έτσι πήραν τα πρώτα μαθήματα κοντά του και στη συνέχεια έγιναν άριστοι οδηγοί και επαγγελματίες. Το πόσο σωστός επαγγελματίας ήταν, αποδείχθηκε και από το χρόνο συνταξιοδότησής του. Παρότι ακμαίος και ικανός για οδήγηση, όταν έφθασε στην ηλικία των 66 ετών μου είπε: «…σταματάω πρέπει να παραδώσω. Δεν επιτρέπεται να μεταφέρω κόσμο». Βέβαια ο ίδιος, εξακολουθούσε να οδηγεί, αλλά όχι ως επαγγελματίας. Η ζωή του όλη ήταν τα μηχανήματα. Τα ταξίδια με τον Γάκια, ήταν πολύ ευχάριστα, κι αυτό λόγω του ανεξάντλητου χιούμορ που διέθετε. Από τα σχολιανά του δεν ξέφευγε κανένας. Ούτε ο ίδιος και τα μέλη της οικογένειάς του. Κανένας όμως δεν ενοχλούταν, αφού τα σχόλια του ήταν καλοπροαίρετα και τα έλεγε με τέτοιο τρόπο, που κανείς δεν μπορούσε να παρεξηγηθεί. Μπορώ δε να πω, ότι οι περισσότεροι τα άκουγαν και με ευχαρίστηση, δεδομένου ότι συνήθιζε να τα επαναλαμβάνει. Πολλές φορές μετέφερε αρρώστους. Η αγωνία του μεγάλη για να προλάβει να τους μεταφέρει έγκαιρα στο γιατρό και στο νοσοκομείο. Όμως δεν αρκούταν μόνο στη μεταφορά τους με το αυτοκίνητο. Πολλές φορές τους μετέφερε ο ίδιος από το αυτοκίνητο μέχρι το ιατρείο στα χέρια του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά διαπραγματευόταν και με τους γιατρούς, οι οποίοι τον γνώριζαν λόγω της δουλειάς του. «Φτωχός άνθρωπος γιατρέ, κοίτα τι θα κάνεις …το καλύτερο» Δεν υπάρχει οικογένεια στην Μπαμπίνη, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, που να μην εξυπηρετήθηκε για μεταφορά αρρώστου σε νοσοκομείο. Και όλοι θυμούνται κάποιο ιδιαίτερο περιστατικό και την προθυμία με την οποία ο Γάκιας τους εξυπηρετούσε. Σε αυτό το σημείο θα καταθέσω μια δική μου θύμηση. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ΄60. Στο νοσοκομείο του Αγρινίου δύο γυναίκες, μάνα και κόρη είχαν πάει του ενός έτους κοριτσάκι της κόρης για νοσηλεία από γαστρεντερίτιδα. Δυστυχώς το κοριτσάκι πέθανε. Οι δύο γυναίκες βρίσκονταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι έχασαν το κοριτσάκι. Ήταν και το ότι για να το παραλάβουν έπρεπε να ακολουθήσουν κάποιες γραφειοκρατικές διαδικασίες, τις οποίες όμως δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν. Εκείνη τη δύσκολη στιγμή της απόγνωσης, εμφανίστηκε ο Γάκιας. Προφανώς είχε μεταφέρει άλλον ασθενή στο νοσοκομείο. Μόλις τις είδε και πρόθυμος, όπως ήταν πάντα να εξυπηρετήσει, τις πλησίασε και τις ρώτησε τι τους συνέβαινε. Αφού του εξήγησαν και αφού ανοίξανε και κουβέντα, όπως συνήθιζε να κάνει, προέκυψε ότι γνώριζε πολύ καλά τον άντρα της κόρης. Αμέσως κινητοποιήθηκε, τακτοποίησε ο ίδιος όλες τις διαδικασίες, πήρε τις γυναίκες και το κοριτσάκι με το αυτοκίνητο και τις μετέφερε στο χωριό υπό μεγάλη νεροποντή και μέσα από τους δύσβατους δρόμους του Ξηρομέρου. Δεν ξέρω αν πληρώθηκε, κανένας δεν θυμόταν. Οι γυναίκες αυτές ήταν η μάνα μου και η γιαγιά μου και ο κοριτσάκι που πέθανε ήταν το μικρότερο παιδί ης οικογένειάς μου και η μοναδική μου αδελφή. Το περιστατικό αυτό μου το διηγήθηκε πολύ αργότερα η γιαγιά μου στο Αγρίνιο, όταν εγώ ήμουν μαθητής Γυμνασίου, «…και τότε παιδί μου, πάνω στην απελπισία μας, βρέθηκε ένας καλός άνθρωπος που μας βοήθησε. Ένας Τασούλης από τη Μπαμπίνη…». Αυτού του ανθρώπου λοιπόν, του ανθρώπου της κοινωνικής προσφοράς, το έφερε η τύχη να γίνω μέλος της οικογένειάς του.
Στον Γάκια λοιπόν, στον άνθρωπο που μας ταξίδεψε σε δύσκολους καιρούς, κάνοντας τα ταξίδια μας ευχάριστα, όσο πόνο και στενοχώρια και αν είχαμε, ας του ευχηθούμε καλό ταξίδι στην αιωνιότητα.
Γεώργιος Σπ. Γρίνος, 31/7/2021 »
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.