ΜΠΑΜΠΙΝΗΣ ΘΥΜΙΣΕΣ.... ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1941 ....Γράφει ο Αλέξανδρος Κυριαζής



  Στην  ενδοχώρα  της   επαρχίας  Ξηρομέρου  ,άρχισε  να σφίγγει ο  κατοχικός  κλοιός  για  πρώτη  φορά  τον  μήνα  Νοέμβριο   του  1941 με  την παραμονή  των  Ιταλικών  στρατευμάτων στο  χωριό  μας  επί  τριήμερο  συγκεντρώνοντας  τον πολεμικό  και κυνηγετικό  οπλισμό  του  χωριού . Με  την αναχώρησή  τους όμως, μας  άφησαν  να « εμπεδώσουμε» τις στρατιωτικές  τους  οδηγίες   σχετικά  με  τις  μετακινήσεις  μας, όχι μόνο  προς  τα  αστικά  κέντρα,  αλλά  και στα  γύρω  χωριά, σαν  πρώτο  μέτρο  υπακοής.  Σύμμαχος  στη  σκλαβιά  μας  και η  παγωμένη φθινοπωρινή   φύση που   βάλθηκαν   να  μας ξεπαστρέψουν φέτος ,  φώναζαν χουχουλιαστά  κάτω  από  τις  κάπες  τους  οι  γέροντες με  τη  χαμηλή  φωνή , όση  τους  είχε  απομείνει  από  τις   κακουχίες  εκείνου  του  Φθινοπώρου  του  1941.

Και  λέω  κακουχίες  γιατί παρατηρούσες τις  δυνάμεις  του  οργανισμού  των ,να κάμπτονται μειούμενες  μέρα  με  τη  μέρα .  Έβλεπες  τα  φουσκωμένα  στραγάλια  των  ποδιών  τούμπανο  έξω  απ’ τα παπούτσια .  Τις  μεγάλες  σακούλες  που έκαναν  τα  μάτια  έβλεπες  από  μακριά την αδυναμία  των  μυών   τους να  σηκωθούν  στα  πόδια μόνοι  τους χωρίς  βοήθεια, κάνοντας  αγώνα να  πλησιάσουν και  να  νικήσουν  την  μεγάλη  έλλειψη  της αστάθειας, μέρος  της  οποίας  οφείλονταν  και στην   μείωση  της  όρασης. Ο  πληθυσμός  όλος  λιπόσαρκος. Πάλευε νύχτα  μέρα  εκτός από  τα  πιο  πάνω  και  με τις  εποχικές  επιδημίες  από  τις  οποίες εμείς  τα  παιδιά «στεκόμαστε»  μακριά  από  την επιδέξια  δικαιολογία   της απαγόρευσης από  τις  μανάδες :  ότι  τάχα οι  παππούδες ήταν  γεμάτοι  μικρόβια  λόγω  της  εποχιακής γρίπης  και  των  κρυολογημάτων , που  έστειλαν  νωρίς  στον  άλλον  κόσμο  άλλους πολλούς  γέροντες  και φυματικούς αυτή  την εποχή.  Οι  κηδείες   τόσο  πυκνές μέχρι  τον Μάρτη  του  1942 . Και  έξαφνα η  μεγάλη πτώση  της  θερμοκρασίας  και  του  πρώιμου  χιονιά  που  πάγωσε  όλη  την ύπαιθρο με  την πολική  της  επικράτηση,  σε  σημείο  που  ο κόσμος  έπαιρνε  «παγάνα»  από  το  χάραμα  τα  χωράφια και  τις  ράχες    για  να  βρει  λίγα   χόρτα  ή  γλυκόριζες  και  δεν  έβρισκε . Μεγάλωνε  το  φάσμα  της  μεγάλης  και ολικής  πείνας  που μάστιζε τον  πληθυσμό από  τις  αρχές  Φθινοπώρου  καθώς  είμαστε  στις  παραμονές  των Χριστουγέννων με  το  χειμώνα  όλο  μπροστά  .   Η  μεγάλη και γενικευμένη κλεψιά  που είχε  ενσκύψει  και  διετραγουδούσαν  οι  γέροντες  από  το  χάραμα  στα  καφενεία.    Τα  ολίγα διατροφικά  αγαθά  που  υπήρχαν στο  σπίτι  μας  και  της  μεγάλης  πλειοψηφίας  του  χωριού , είχαν  ήδη  καταναλωθεί και  δεν  απέμειναν  πολλά  πράγματα έστω  ανταλλάξιμα , ειμί  μόνο  μερικά  δέματα  καπνού.  Σε  τέτοιο  σημείο   ήταν  η  ανέχειά  μας,  που  δεν  είχαμε  δυο  σπυριά  αλεύρι  να  ρίξουμε  στο  λίγο  γάλα  που  μας  φιλεύανε  για  χυλό.  Τι  να  φάνε  13  άτομα  που  ήταν  η φαμελιά  μας. Το  δράμα  ανέβαινε σιγά σιγά  προς  την κορύφωσή  του   καθώς  τελείωνε  το  1941.
 Επιτέλους  δυο  ημέρες  απέχουμε  από  τα  Χριστούγεννα  και  ο  πατέρας με ένα  σακούλι άδειο, πήρε  το  δρόμο  για  τη Γουριώτισσα   ή  Κατσαρού ( χωριό  στα  ανατολικά  μας) που  είχε μερικούς  φίλους  να  βρει  λίγο  καλαμπόκι  .     Περιμένοντας  την επιστροφή  του , λίγο εκεί προς  το  σούρουπο  της  ίδιας  ημέρας, παρατηρώ  τη  μητέρα  μου να  βγαίνει  από  το  σπίτι, με  τα  χέρια  κάτω  από  την ποδιά  δείγμα  ότι  κάτι  κρυφό  κρατούσε.   Έτσι  κάνανε  όλες  οι  γυναίκες  που  δεν  ήθελαν  την « επιφάνεια»!!!   - Που  πάς  μάνα  τέτοια  ώρα    -  Εδώ  στο  μπάρμπα  μου. ( πρωτο – μπάρμπας από  τη  μητέρα  της έμπορος μεταξύ  των άλλων και  αλεύρων. ).      -  Να  ΄ρθω  και  γω  ;     - Και  δεν  έρχεσαι  ;    Πέντε  λεπτά  αργότερα.     –Καλώς  την  κοπέλα  μου καλώς  τη  Κούλα μου.  Πως  και  έτσι  τέτοια  ώρα;  Τρέχει  τίποτε;      -Να μπάρμπα   ήρθα να  σε παρακαλέσω   να  μου  δώσεις  ένα  καπάκι  αλεύρι   να  τους  φτιάξω  λίγο  χυλό  να  τα  περάσω  απόψε  είναι  εννιά  παιδιά , και  τα  δάκρυα  βρύση  , φανερώνοντας  αμέσως  το  καπάκι  που  έκρυβε  στην ποδιά  της.    -  Μπα  Κούλα  μου  δεν  έχω  ούτε  σπυρί.  Δεν  σου  το  κράταγα. Μόλις  μπορέσω θα  σε εξυπηρετήσω.  Ενδεκάχρονο  παιδί  ταπεινώθηκα  δίπλα  στη  μητέρα  μου γιατί  εγώ  γνώριζα  αν  είχε  ή  δεν  είχε αλεύρι   . Και  γράφω  πόσο  αχρείος  γίνεται  ο άνθρωπος σε  ώρες που πρέπει  να δείχνει  αλληλέγγυος  τουλάχιστο  με  τα  παιδιά . Η  επιστροφή στο  σπίτι με  το  αδειανό  καπάκι  είναι  το  έπαθλο  που  κουβάλησα  κοντά  μου φεύγοντας από  το  χωριό  μου  μέχρι  σήμερα  να  στέκει τοποθετημένο  στην  κορυφή  της  μνήμης  μου . Βρήκαμε  όμως επιστρέφοντας  ένα  μεγάλο  καρβέλι ψωμί  που είχε  εν  των μεταξύ  φέρει   από την  Κεχρινιά του  Βάλτου   η   κουμπάρα  μας  που της  είχαμε  βαπτίσει  δυο  παιδιά.   Ίσως  να  το  είχε ζητήσει  και  κείνη.                                   
                                                                                                                          – Παιδιά ,  φώναξε  η  μάνα . Λέω  να  φάμε  απόψε  λίγο  χυλό   απ’  το  καλαμποκάλευρο , να  έχουμε  το  καρβέλι  για  τα  Χριστούγεννα.  Θυμώσαμε  όλα.  Θέλαμε  να  το  φάμε  εδώ  και  τώρα.                                  
Η  παραμονή  των Χριστουγέννων  μας  βρίσκει  όλους  ευδιάθετους  χαρούμενους με γέλια  χαρές  που φέρνει  η ημέρα και  κάθε πικρό  μπαίνει  στην άκρη αν  και  τα  έσοδα  από  τα  κάλαντα  της  νύχτας που  είπαμε , ήταν  μηδενικά.  Σε  ένα  δυο  σπίτια  μας είπαν:  ανοίξτε  τα  χεράκια  σας.  Και  μας  έβαλαν στο  χέρι 1-2  γραμμάρια  ζάχαρη  για  να  γλυκαθούμε.   Ο  θείος  ήρθε  πρωί -πρωί και  μας  έσφαξε  το  γουρούνι μέσα  σε  κείνες  τις  προθανάτιες   στριγκλιές  του .  Το βάρος  του  ξεπέρασε  τις  100  οκάδες. Αυτό μας  κράτησε στη ζωή με  το  λίπος και το  κρέας  του  το  1942.   Η  παραμονή των Χριστουγέννων κατά  το έθιμο  ήταν  η  ημέρα  της  σφαγής  των  χοίρων  .  Οι  προ θανάτιες   φωνές  πριν  μπει  το μαχαίρι  φανέρωναν  και τον  τόπο  της  σφαγής. Κάθε  σπίτι  και  ένα  χοιρινό .   Το  κρέας  και  το  λίπος του η ζωή  της  φαμελιάς  .  Την επόμενη  ημέρα  των Χριστουγέννων   μετά  την εκδορά  οι  νοικοκυρές  θα  έλιωναν  σε  μεγάλα  καζάνια τα τεμαχισμένα  σε  μικρούς  κύβους  κομμάτια με  μικρό  υπόστρωμα  κρέατος , και έπαιρναν  τα  δύο  πρώτα  προϊόντα , το  λίπος  και  τις  τσιγαρίδες   .    Σε  παραπλήσιο  καζάνι  περνούσαν   από  ελαφρό  τσιγάρισμα  και   χοιρινό  κρέας  σε  μικρές μερίδες   τις οποίες τοποθετούσαν με το λίπος  σε   λαγήνια   για  να  περάσει  η  φαμελιά  ένα  κάποιο  ξέμακρο διάστημα  Άλλα  μέρη του  χοιρινού τα  έκαναν  παστά  στην  άλμη για  να προκύψουν  αργότερα  οι  γευστικές  κεφτέδες(  το  γεύμα  του Αγίου Βασιλείου ) και  οι  πεντανόστιμοι   σουβλιμάδες .  Μια  άλλη  μορφή  διατηρήσεως  του  χοιρινού  κρέατος  ήταν  και  το  «καπνιστό» στο  τζάκι.
 Η  αδυναμία  στον πατέρα  που δεν είχε  φανεί,  με  έκανε  να  τον  περιμένω  έξω  από  το  χωριό  αρκετή  ώρα πριν  το  δειλινό της  παραμονής . Ήρθε  με  γεμάτο  το  σακούλι  καλαμπόκι.  Το  βράδυ  γύρω  από  τις  θέσεις  μας  στο  σοφρά,  ρώτησε  τη  γιαγιά  - Έλουσες  τα  παιδιά ; Τα  άλλαξες ; Είναι  έτοιμα  για  την εκκλησία;  Μετά την καταφατική  της  απάντηση απευθύνθηκε  στη  μητέρα:  - Να  Βράζεις  λίγο    στάρι  εναλλάξ  με  το  καλαμπόκι , να  περάσουμε  για  λίγο  έτσι  να  μη  «χαλάσει » τα  παιδιά  το  χοιρινό  λίπος  και  έχουμε τρεχάματα . Γυρίζοντας  προς  το  μέρος  μου   λέγει:   -  Θέλεις  Αλέξανδρε  να  θυμηθούμε  τον Απόστολο  των Χριστουγέννων  ;      Απ’  έξω     - Όπως  θέλεις. -  Ότε  ουν  ήλθε  το  πλήρωμα  του  χρόνου,  εξαπέστειλε   ο  Θεός  τον  υιόν   αυτού……..  γενόμενον  υπο  γυναικός γενόμενον  υπό  Νόμον  ίνα  τους  υπο  νόμον  εξαγοράσει…….. Εισέπραξα  ένα  μπράβο  και  πηγαίνοντας  προς την κοινή αδελφική στρωμνή επανέλαβα μέσα μου το :  Η  Γέννησή  σου  Χριστέ  ο Θεός …… από  φόβο  μήπως  με  ρωτήσουν αύριο οι  γέροντες και  ο παππούς να  τους  το  πω  απ’ έξω.………
Αυτή ήταν  και η  τελευταία  ανάμνηση   υπό  την πατρική  επιμέλεια ,  και  κορυφαία  ανάμνηση  της  πείνας  του  1941 όπου  με  γυμνά  πόδια τη  νύχτα  των Χριστουγέννων απάγγειλα  υπό  το  βλέμμα  του  παντοκράτορα το Πιστεύω  εις  Έναν Θεόν…       Ευτυχισμένες    παιδικές  αναμνήσεις!!!   Όσο  ξεμακραίνεις  εσύ  από  αυτές ,  τόσο  αυτές   γίνονται ένα  με  το  χρόνο  που  σέρνεις  πίσω σου!!!  
               Αλέξανδρος  Κυριαζής
Σημείωση: Η παραπάνω φωτογραφία είναι από το αρχείο του αείμνηστου Δημοσθένη Κυριαζή που μας την είχε παραχωρήσει 
Share on Google Plus

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.

check page rank
.....................................................................................................................