foto: mpampini IN
Η γιαγιά μου έφυγε από τη ζωή το 2008.Λεγόταν Σωτηρία Μασαλή -Ρηγάλου. Καταγόταν από την Μπαμπίνη Ξηρομέρου.
Όταν έγινε είκοσι ενός χρόνων αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Της έκανε πρόσκληση ο αδερφός της ο Θανάσης γιατί μόνο έτσι να πάει ως μετανάστρια στη Γερμανία. Έφυγε οικειοθελώς γιατί τα οικονομικά της οικογένειας ήταν πολύ άσχημα.
Όπως μου είπε η γιαγιά μου και η μητέρα μου, ο φόβος και η αγωνία ήταν τα δύο συναισθήματα που κυριαρχούσαν όταν θα ξεκινούσε για το ταξίδι .Αν και οι συγγενείς της διαφωνούσαν με αυτή την απόφαση η ίδια ήταν πεπεισμένη να ταξιδέψει.
Όπως μου είπε η γιαγιά μου και η μητέρα μου, ο φόβος και η αγωνία ήταν τα δύο συναισθήματα που κυριαρχούσαν όταν θα ξεκινούσε για το ταξίδι .Αν και οι συγγενείς της διαφωνούσαν με αυτή την απόφαση η ίδια ήταν πεπεισμένη να ταξιδέψει.
Έφυγε μόνη της και στη Γερμανία την περίμεναν τα δύο αδέλφια της ο Σπύρος και ο Θανάσης. Αυτοί δούλευαν σε εργοστάσιο επεξεργασίας δέρματος και εκεί θα εργαζόταν και η ίδια.
Μάλιστα θυμάμαι ένα περιστατικό που μου είχε εξιστορήσει και χαμογελούσε αναπολώντας. Ο παππούς μου ο Θανάσης της είχε πει ότι θα την περίμενε στο σταθμό των τρένων όταν θα έφτανε. Όμως κατά την άφιξή της εξεπλάγη γιατί δεν ήταν κανένα γνωστό της πρόσωπο εκεί , μόνη σε μια ξένη χώρα χωρίς να μπορεί να μιλήσει με κανέναν. Ξαφνικά την πλησίασε ένας κύριος, της μίλησε στα ελληνικά και την ρώτησε πως την λένε. Εκείνη απάντησε διστακτικά και φοβισμένα. Ο κύριος της εξήγησε πως ήταν απεσταλμένος του αδελφού της για να την πάει σε αυτόν, αφού ο ίδιος δεν μπορούσε να βρεθεί εκεί , εκείνη τη στιγμή. Τελικά αφού δεν είχε άλλη επιλογή φοβισμένη και γεμάτη αγωνία αποφάσισε να τον ακολουθήσει .Πράγματι ην οδήγησε στον αδερφό της.
Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε εκεί ήταν η γερμανική γλώσσα και η δυσκολία επικοινωνίας με τους ανθρώπους γύρω της. Εργάστηκε αμέσως στο ίδιο εργοστάσιο με τα αδέρφια της και σιγά σιγά άρχισε να μιλά τα γερμανικά. Η αλήθεια είναι ότι αντιμετώπισε ρατσισμό όχι μόνο από τους ντόπιους αλλά και από ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων που της φέρονταν υποτιμητικά.
Στο εργοστάσιο που εργαζόταν είχε πολύ καλή αμοιβή. Δεν ξέρω ακριβώς πόσα χρήματα έπαιρνε αλλά αυτό που μου είχε τονίσει ήταν ότι πληρωνόταν σε Μάρκα τα οποία είχαν μεγάλη αξία στην Ελλάδα, Είχε αναπτύξει καλές σχέσεις με τους ομογενείς, έβγαιναν όλοι μαζί και γλεντούσαν ή μαζεύονταν σε σπίτια. Μέχρι τότε ζούσε με τα αδέρφια της.
Έπειτα από δύο χρόνια ήρθε στην Ελλάδα διακοπές. Μετά από προξενιό, όπως συνηθιζόταν τότε, και με ενός μήνα αρραβώνα παντρεύτηκε τον παππού μου(Δημήτρη-Τάκη Ρηγάλο), ο οποίος εργαζόταν και αυτός στη Γερμανία. Όταν επέτρεψαν στη Γερμανία ζούσαν σε ένα δωμάτιο που τους είχε παραχωρήσει ο εργοδότης τους, χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο. Η γιαγιά μου όταν γέννησε τον θείο μου(Χριστόδουλο-Λάκη) , αναγκάστηκε να τον αφήσει στα πεθερικά της , στην Ελλάδα για δύο χρόνια. Οι γονείς νοσταλγούσαν το γιο τους και την πατρίδα τους και περνούσαν δύσκολα .Η επικοινωνία με την Ελλάδα γινόταν με γράμματα και card postal αφού στο χωριό τότε δεν υπήρχε τηλέφωνο.
Το ταξίδι από την Ελλάδα στη Γερμανία διαρκούσε περίπου τρεις ημέρες, Έφταναν με λεωφορείο στην Πάτρα, έπαιρναν από εκεί το πλοίο για την Ιταλία και τέλος το τρένο για τη Γερμανία. Έμεναν στην Στουτγάρδη όπου και γεννήθηκε η μητέρα μου(Γεωργία). Ήταν δύσκολο γι’ αυτούς να μεγαλώσουν τα παιδιά τους , αφού και οι δύο εργάζονταν στο εργοστάσιο, κάποια στιγμή βέβαια κανόνισαν τις βάρδιες τους με τέτοιο τρόπο ώστε ο ένας γονιός να μένει με τα παιδιά.
Η ζωή στη Γερμανία δεν είχε καμιά σχέση με αυτή του χωριού, Ήταν προσεγμένη η ενδυμασία τους και καθώς έλεγε ο παππούς μου που πέθανε το 2009, κάθε πρωί έκανε μπάνιο, ξυριζόταν και φρόντιζε η συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους να είναι πάντα σωστή. Αξίζει να αναφέρω ότι ο παππούς μου είχε μεγάλη αδυναμία στο καζίνο. Κατάφερε όμως μαζί με τη γιαγιά μου από το μηδέν να φτιάξουν μια μικρή περιουσία.
Οι συνθήκες ζωής στη Γερμανία ήταν καλές αλλά αποφάσισαν να γυρίσουν το 1976 ύστερα από δώδεκα χρόνια για λόγους υγείας και αφού κατάφεραν εδώ στην Ελλάδα να φτιάξουν το δικό τους σπίτι .
Τέλος αυτό που θυμάται έντονα η μητέρα μου από τον παππού μου είναι ότι συχνά της έλεγε : ''Μια ζωή δική σου, μια μέρα δική μου στη Γερμανία'', εννοώντας ότι είχε χορτάσει από εμπειρίες ζωής.
Μάλιστα θυμάμαι ένα περιστατικό που μου είχε εξιστορήσει και χαμογελούσε αναπολώντας. Ο παππούς μου ο Θανάσης της είχε πει ότι θα την περίμενε στο σταθμό των τρένων όταν θα έφτανε. Όμως κατά την άφιξή της εξεπλάγη γιατί δεν ήταν κανένα γνωστό της πρόσωπο εκεί , μόνη σε μια ξένη χώρα χωρίς να μπορεί να μιλήσει με κανέναν. Ξαφνικά την πλησίασε ένας κύριος, της μίλησε στα ελληνικά και την ρώτησε πως την λένε. Εκείνη απάντησε διστακτικά και φοβισμένα. Ο κύριος της εξήγησε πως ήταν απεσταλμένος του αδελφού της για να την πάει σε αυτόν, αφού ο ίδιος δεν μπορούσε να βρεθεί εκεί , εκείνη τη στιγμή. Τελικά αφού δεν είχε άλλη επιλογή φοβισμένη και γεμάτη αγωνία αποφάσισε να τον ακολουθήσει .Πράγματι ην οδήγησε στον αδερφό της.
Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε εκεί ήταν η γερμανική γλώσσα και η δυσκολία επικοινωνίας με τους ανθρώπους γύρω της. Εργάστηκε αμέσως στο ίδιο εργοστάσιο με τα αδέρφια της και σιγά σιγά άρχισε να μιλά τα γερμανικά. Η αλήθεια είναι ότι αντιμετώπισε ρατσισμό όχι μόνο από τους ντόπιους αλλά και από ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων που της φέρονταν υποτιμητικά.
Στο εργοστάσιο που εργαζόταν είχε πολύ καλή αμοιβή. Δεν ξέρω ακριβώς πόσα χρήματα έπαιρνε αλλά αυτό που μου είχε τονίσει ήταν ότι πληρωνόταν σε Μάρκα τα οποία είχαν μεγάλη αξία στην Ελλάδα, Είχε αναπτύξει καλές σχέσεις με τους ομογενείς, έβγαιναν όλοι μαζί και γλεντούσαν ή μαζεύονταν σε σπίτια. Μέχρι τότε ζούσε με τα αδέρφια της.
Έπειτα από δύο χρόνια ήρθε στην Ελλάδα διακοπές. Μετά από προξενιό, όπως συνηθιζόταν τότε, και με ενός μήνα αρραβώνα παντρεύτηκε τον παππού μου(Δημήτρη-Τάκη Ρηγάλο), ο οποίος εργαζόταν και αυτός στη Γερμανία. Όταν επέτρεψαν στη Γερμανία ζούσαν σε ένα δωμάτιο που τους είχε παραχωρήσει ο εργοδότης τους, χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο. Η γιαγιά μου όταν γέννησε τον θείο μου(Χριστόδουλο-Λάκη) , αναγκάστηκε να τον αφήσει στα πεθερικά της , στην Ελλάδα για δύο χρόνια. Οι γονείς νοσταλγούσαν το γιο τους και την πατρίδα τους και περνούσαν δύσκολα .Η επικοινωνία με την Ελλάδα γινόταν με γράμματα και card postal αφού στο χωριό τότε δεν υπήρχε τηλέφωνο.
Το ταξίδι από την Ελλάδα στη Γερμανία διαρκούσε περίπου τρεις ημέρες, Έφταναν με λεωφορείο στην Πάτρα, έπαιρναν από εκεί το πλοίο για την Ιταλία και τέλος το τρένο για τη Γερμανία. Έμεναν στην Στουτγάρδη όπου και γεννήθηκε η μητέρα μου(Γεωργία). Ήταν δύσκολο γι’ αυτούς να μεγαλώσουν τα παιδιά τους , αφού και οι δύο εργάζονταν στο εργοστάσιο, κάποια στιγμή βέβαια κανόνισαν τις βάρδιες τους με τέτοιο τρόπο ώστε ο ένας γονιός να μένει με τα παιδιά.
Η ζωή στη Γερμανία δεν είχε καμιά σχέση με αυτή του χωριού, Ήταν προσεγμένη η ενδυμασία τους και καθώς έλεγε ο παππούς μου που πέθανε το 2009, κάθε πρωί έκανε μπάνιο, ξυριζόταν και φρόντιζε η συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους να είναι πάντα σωστή. Αξίζει να αναφέρω ότι ο παππούς μου είχε μεγάλη αδυναμία στο καζίνο. Κατάφερε όμως μαζί με τη γιαγιά μου από το μηδέν να φτιάξουν μια μικρή περιουσία.
Οι συνθήκες ζωής στη Γερμανία ήταν καλές αλλά αποφάσισαν να γυρίσουν το 1976 ύστερα από δώδεκα χρόνια για λόγους υγείας και αφού κατάφεραν εδώ στην Ελλάδα να φτιάξουν το δικό τους σπίτι .
Τέλος αυτό που θυμάται έντονα η μητέρα μου από τον παππού μου είναι ότι συχνά της έλεγε : ''Μια ζωή δική σου, μια μέρα δική μου στη Γερμανία'', εννοώντας ότι είχε χορτάσει από εμπειρίες ζωής.
Σαλαγιάννης Δημήτρης ,Mαθητής
Η Πολιτιστική ομάδα του 2ου Γυμνασίου Αγρινίου Κοσμάς ο Αιτωλός
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.