Αφιέρωμα
στον Χρ.Θεοδώρου
Όταν
από μικρό παιδί ζεις στο πετσί σου τη
σκληρή ως βάρβαρη καθημερινότητα του
χωριού σου, όταν από πιτσιρικάς κάτω
των 10 χρόνων γνωρίζεις την ταλαιπώρια,
μέσα στον ήλιο ή την βροχή, και συ στο
καθημερινό δρομολόγιο, πότε ανεβασμένος
στα καπούλια του ήσυχου γαϊδουράκου –
μεταφορικού μέσου του γάλατος απ’ την
στρούγκα στο γαλατά – πότε με τα πόδια,
όπως συνέβαινε στον δρόμο της επιστροφής
για ολόκληρα χιλιόμετρα, λόγω του
φορτίου, τότε συνειδητοποιείς πως πρέπει
να αλλάξεις κάτι. Να καλυτερέψεις τη
ζωή σου. Να σταματήσει αυτό το χωρίς
σχεδόν κανένα όφελος μαρτύριο.
Όταν
από μικρό παιδί στερείσαι το φαΐ, το
ντύσιμο, το παιχνίδι και βολεύεσαι με
λίγο τραχανά ή γάλα, μόνιμα με το ίδιο
λιωμένο κοντό παντελονάκι που θα σε
συνοδεύει μέχρι και την τρίτη Γυμνασίου,
και η «σκλάβα» και το «κρυφτό» τελούν
υπό στέρηση, τότε μαθαίνεις καλύτερα
από οποιονδήποτε τι σημαίνει φτώχεια,
πως πρέπει να απαλλαγεί ο καθένας γιατί
έχει δικαίωμα στη ζωή και γι’ αυτό
πρέπει να παλέψει.
Όταν ο
πατέρας σου πουλάει το βιός του, το βιός
ολόκληρης της οικογένειας – που δεν
ήταν άλλο από πενήντα (50) γίδια, και τα
μισά στέρφα – και το κάνει για να στείλει
το παιδί του να μάθει γράμματα, «να μην
εμποδίσει το Χρ. στα γράμματα» σύμφωνα
με την άποψη – παρότρυνση του μακαρίτη
δασκάλου του, του Ν. Κατερινόπουλου, που
τον ξεχώριζε σαν ταλαντούχο μαθητή και
καλό χαρακτήρα.
Όταν
στην συνέχεια ολόκληρη η οικογένειά
του παίρνει το δρόμο της εσωτερικής
μετανάστευσης όχι για κάτι καλύτερο
αλλά για την ίδια την επιβίωσή της, μιας
και η γενέτειρα τα Βλυζιανά τότε (1960) με
το 90% των κατοίκων να ασχολούνται με την
κτηνοτροφία, δεν άφηνε κανένα περιθώριο
ελπίδας. Η οικογένεια εγκαθίσταται στη
γειτονική Μπαμπίνη (1964), όπου και
ασχολήθηκε με την καλλιέργεια καπνού.
Μισακά για αρκετά χρόνια, αντίξοες οι
συνθήκες. Όργωμα με το ζευγάρι, φύτεμα
με το πέταλο, αρμάθιασμα με το χέρι,
ξύλινες γκλίτσες, χωρίς νάιλα για
σκέπασμα για τις ξαφνικές καλοκαιρινές
μπόρες, που θα χάλαγαν το χρώμα του
καπνού κατά συνέπεια και κακό βαθμολόγιο,
λιγότερα έσοδα τη χρονιά. Τα έξοδα πολλά
για να θρέψουν την 6μελή οικογένεια.
Πολύ περισσότερο, που επιβαρύνεται η
κατάσταση με την πληρωμή ενοικίου για
το δεύτερο σπίτι, που θα διατηρούσε ο
Χρ προκειμένου να παρακολουθεί το
Καραμούζειο
Γυμνάσιο
Αστακού στο οποίο μπήκε με εξετάσεις.
Διάβασμα με τις ώρες, τα χρόνια περνάνε,
εξετάσεις ξανά για το Λύκειο, πιο πολύ
διάβασμα, χωρίς φροντιστήρια η προετοιμασία
για το πανεπιστήμιο. Χωρίς άλλη βοήθεια
παρά αυτή του δανεικού βιβλίου της
Γεωμετρίας του «Πέτρου Τόγκα» περνά
στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
στο Φυσικό τμήμα. Σκληρή – άφραγκη –
φοιτητική ζωή, εξίσου σκληρή με αυτή
του Γυμνασίου ή την παιδική. Το μόνο που
άλλαζε τώρα ήταν ότι ο στόχος πλησιαζόταν
όλο και περισσότερο, δίνοντάς του νέα
κουράγια, αφού σε πέντε το πολύ χρόνια
θα τελείωναν όλα με την απόχτηση του
πτυχίου, με τον διορισμό, με το καλύτερο
που θα ξεπρόβαλε μετά την πενταετία κι
όλα υποτασσόταν στο να μη χάνεται χρόνος,
καμιά έκπτωση στην προσπάθειά του για
την απόχτηση του πτυχίου και την επιστροφή
πρώτα και κύρια στην οικογένειά του
«αυτών όσων της όφειλε», όπως έλεγε ο
ίδιος, και την προσφορά του γενικότερα
στην κοινωνία.
Ο Χρ.είναι ο 2ος εξ αριστερών: foto Nίκος Μήτσης
Το πτυχίο
πάρθηκε, ο διορισμός αργούσε και το
φροντιστήριο έγινε έγνοια του 24 ώρες
το 24ωρο. Μόνιμος στόχος του η επιτυχία.
«Να περάσουν όλοι». «Να γράψουν καλά».
Να μπουν σε ανώτερες και ανώτατες σχολές,
όσο το δυνατόν περισσότεροι. Αν ήταν
δυνατόν όλοι!. Όταν λοιπόν σου συμβαίνουν
όλα αυτά και όχι μόνο, δεν μπορεί να μη
σε επηρεάσουν κι ανάλογα τον άνθρωπο,
να μη σε μπολιάσουν για τη συνέχεια, να
μην τα κουβαλάς στην ζωή σου, να μη σε
στιγματίσουν (!).
Τότε
λοιπόν μαθαίνεις για τα καλά τις δυσκολίες
τις ζωής, τα βάσανα και τις θυσίες της
φτωχής οικογένειας. Ατσαλώνεσαι όμως
προκειμένου να ανταπεξέλθεις την βάρβαρη
πραγματικότητα. Και ‘δω δίνεις νέες
εξετάσεις. Κι ο Χρήστος τις έδωσε. Και
αυτές με επιτυχία. Διαμορφώνεις ήθος
χαρακτήρα. Γίνεσαι Άνθρωπος. Το κυριότερο
όταν σου συμβαίνουν όλα αυτά, ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΣ.
Ποτέ του δεν ξέχασε πως το ρολόι που
πρωτοφόρεσε στο χέρι του το ‘βγαλε και
του το χάρισε ο συγχωριανός του Βασίλης
Στεργίου (κάτοικος Αγρινίου), βγάζοντάς
το απ’ το δικό του χέρι, όταν διαπίστωσε
πως ο Χρήστος και φοιτητής ακόμη δεν
είχε δικό του ρολόι και ρώταγε τι ώρα
ήταν. Αυτό το ‘λεγε και το ξανάλεγε.
Ο Χρ.
Δεν ξέχναγε. Αυτό έβγαινε πάντα μέσα
απ’ τις πράξεις του χωρίς κι αυτές να
γίνονται σ’ οποιονδήποτε γνωστές, αν
δεν τον ήξερες καλά, αν δεν τον ζούσες
από κοντά.
Δεν
ξέχασε όλα αυτά που είχαν ορθωθεί εμπόδιο
– δυσκολίες απ’ την νεανική του ακόμα
ηλικία και ήθελε να μην υπάρχει άνθρωπος
που θα ζούσε το ίδιο και σ’ αυτό ήθελε
να συμβάλλει και πρακτικά. Δεν ήθελε ο
Χρ. η φτώχεια να σταθεί εμπόδιο στην
δυνατότητα της εξέλιξης του άλλου, πολύ
περισσότερο όταν αυτός ο οποιοσδήποτε
άλλος, έπρεπε να αποχτήσει μόρφωση,
γνώση, να σπουδάσει, κι έτσι να γίνει
επιστήμονας, θα γινόταν άνθρωπος χρήσιμος
για την κοινωνία.
Επέμενε
πάντα, έστω και με το ζόρι, να προσπαθήσεις,
ξανά και ξανά - ανεξάρτητα και πέρα απ’
το αν δε τα καταφέρεις με την πρώτη –
και πάλι ξανά, μέχρι που «θα πετύχεις».
Συνήθιζε
να λέει πως «σήμερα μπορεί να πεινάς,
να …στερείσαι. Αύριο θα ‘ναι αλλιώς,
αν μάθεις γράμματα», και δεν είναι λίγα
τα παιδιά, μαθητές του τότε στο φροντιστήριο
στον Αστακό, το Αγρίνιο ή στο Γυμνάσιο
στο Αιγάλεω που κράτησαν τα λόγια του.
Δύσκολα πχ να ξεχάσουν οι μαθητές του,
τις συμβουλές ή αυτοί της τελευταίας
τάξης, που τους κράταγε καθημερινά με
τις ώρες επιπλέον των μαθημάτων τους,
προκειμένου να τους βοηθήσει για τις
πανελλήνιες εισαγωγικές εξετάσεις σε
ΑΕΙ και ΤΕΙ. Μοναδικό κέρδος η επιτυχία
τους που θα ‘ταν επιτυχία του σχολείου
τους! Ακόμη δυσκολότερο όμως να πιστέψουν
οι μαθητές του απ’ το Γυμνάσιο, το
φροντιστήριο, (ιδιωτικό ή μη), οι φίλοι
του, οι συνάδελφοι και συμφοιτητές του,
οι συγγενείς του πως αυτός ο Χρήστος θα
μας έφευγε τόσο νωρίς. Τόσο νέος. Μόλις
στα 35 του χρόνια Θα ‘φευγε τόσο βιαστικά
για το μεγάλο ταξίδι, χωρίς να προλάβει
να δει στα χέρια του τον νεογέννητο γιό
του, μόλις 15 ημερών μωρό, που με λαχτάρα
καρτερούσε. Ήταν τόσο βιαστικός… μόλις
που την ημέρα του αποχωρισμού, 9 Ιούνη
του 1986, ο γιος του θα προλάβαινε να
«κρατήσει» μόνο το όνομά του, από έναν
άνθρωπο που πολλά ήθελε να δώσει και
είχε τόσα να δώσει!!
Εμείς
όμως όλοι, όσοι τον ζήσαμε, όσοι τον
αγαπήσαμε, όσοι τον γνωρίσαμε κρατήσαμε
πολλά. Άλλος πολλά, άλλος λιγότερα. Οι
πιο πολλοί, οι περισσότεροι κρατήσαμε
το ποιον του χαρακτήρα του. Κι ο χαρακτήρας
του ήταν διαμάντι. Ήταν αυτός που
επιβάλλει μετά από τριάντα (30) και πλέον
χρόνια να γραφτούν αυτές οι αράδες. Ένα
μικρό αφιέρωμα για τον Χρ.
Η
προσωπική εμπειρία σαν γείτονας , φίλος
και συμπαραστάτης στις πολλαπλές
δυσκολίες που αντιμετώπιζα στην εφηβεία
μου ,όπως κάθε παιδί στην ηλικία μου
μακριά από τους γονείς αποτελούσε για
μένα ένα χρέος και έπρεπε να το κάνω.
Δεν άφησα τυχαία να περάσει τόσος καιρός.
Ομολογώ όμως πως μου είχε γίνει μόνιμος
εφιάλτης. Αντιστεκόμουν με σφιγμένα τα
δόντια και το κράταγα τόσα χρόνια μέσα
μου, μην παρασυρθώ απ’ το νωπό συναίσθημα
σαν φίλος, γείτονας και συχωριανός και
θεωρηθεί πως υπερβάλλω.
Θεωρώ
ηθική μου υποχρέωση στη μνήμη του να
του αποδώσω τιμή και θερμές ευχαριστίες
για όσα μου πρόσφερε σε γνώσεις και
χαρακτήρα στην κρίσιμη εκείνη ηλικία
που διαμορφωνόταν η μελλοντική μου ζωή
και πιστεύω πως οι απόψεις – ευχαριστίες
είναι και αλλονών, που εισέπραξαν απ’
τον ΧΡΗΣΤΟ, και θα ήθελαν να το ανταποδώσουν.
Ήρθε η στιγμή.
Εμείς
πάντα θα τον θυμόμαστε.
Σ.ΜΠ
«Να μην εμποδίσει το Χρηστο στα γράμματα» σύμφωνα με την άποψη – παρότρυνση του μακαρίτη δασκάλου του, του Ν. Κατερινόπουλου, που τον ξεχώριζε σαν ταλαντούχο μαθητή και καλό χαρακτήρα.Ετσι ακριβως .... ελεγε παντα η μανα τα λογια του ΔΑΣΚΑΛΟΥ κ λυγιζε ....Ποσο πολυ σ΄ ευχαριστω!!! καλε μου γειτονα Σπυρο!!!Ξερεις ποσο μας λειπει ...ξερω ποσο νοιαζοταν κ για σενα...Ο,μως ξερουμε κ μεις κ η οικογενεια του ΠΟΣΟ Αγαπητος Ανθρωπος- Επιστημονας- Φιλος κ Οικογενειαρχης υπηρξε κ αυτο ποναει ακομα πιο ΠΟΛΥ!!! Κ παλι σ'ευχαριστω.. Γ.Θ
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο σας , τον άνθρωπο που έκανε περήφανα δύό χωριά και κοντά σ¨αυτά όλο το Ξηρόμερο .ΔΕΝ τον ξεχνούμε εμείς του πολιτισμού,,του περιβάλλοντος,και των ανθρώπων που πάλεψαν και παλεύουν την μιζέρια τον φθόνο και το μίσος.
ΑπάντησηΔιαγραφή