Ο Άρης Μπιτσώρης με το παρακάτω ποίημα σατιρίζει με τον δικό του υπέροχο τρόπο, όταν τριάντα δύο χρόνια πριν πήγε για γαμπρός στο σπίτι της Δέσποινας στη Θεσσαλονίκη.
Χαρείτε το
Όταν γερνά ο άνθρωπος πίσω το νου γυρίζει
και τα ανεξιχνίαστα απ’ την αρχή σκαλίζει.
Τριάντα δύο χρόνια πριν -ήτανε καλοκαίρι-
την προηγούμενη άνοιξη της ζήτησα το χέρι,
της Δέσποινας, κι ήρθα ξανά πίσω στη Σαλονίκη∙
γεύματα, δείπνα, πρωινά, ζεστός καφές στο μπρίκι.
Μου στρώσανε και μου ’δωσαν της προίκας το σεντόνι
μα ήτανε πολύ κοντό, μου ’φτανε ως το γόνυ.
Το μήκος δε σχολίασα, τότε, του σεντονιού μου
άλλωστε μόνο στο κεχρί είχα εγώ το νου μου.
Όμως εγκαταστάθηκα σώγαμπρος το χειμώνα
κι από το γίκο ρίξανε το πάπλωμα στο στρώμα.
Πάω λοιπόν να σκεπαστώ τα πόδια μείναν έξω,
διπλά τσουράπια φόρεσα το κρύο να αντέξω.
Το γίκο ανακάτεψα, όλα το ίδιο μέτρο,
τα μπινελίκια ακούστηκαν μέχρι τον Άγιο Πέτρο.
Μου δικαιολογήθηκαν πως το πατρόν είναι ένα
τάχα όλες οι πόντιες έτσι τα ’χουν ραμμένα.
Χρόνια πολλά περάσανε ώσπου να αλλαχτούνε,
τα πόδια μου με υπέρδιπλα πλέον να σκεπαστούνε.
Μα άργησε στη θέση του να έρθει το μυαλό μου∙
σαν Πόντιος την έπαθα γαμώ το κέρατό μου.
Για κάποιον πόντιο κοντό τα ’χαν προορισμένα∙
σεντόνια και παπλώματα στα μέτρα του ραμμένα.
Τώρα, αν συναντώ κοντούς θαρρώ πως με κοιτάνε
και πίσω από την πλάτη μου νομίζω πως γελάνε.
Για κοίτα, τόσα τέρμινα μετά τον Ησαΐα
που ήρθε και καρφώθηκε σφήνα η αμφιβολία.
Και ψάχνω ψύλλους στ’ άχυρα εις τας δυσμάς του βίου.
Μετά την απομάκρυνση όμως εκ του ταμείου
ουδέν αναγνωρίζεται λάθος, ούτε και πλάνη∙
τουτέστιν αφού μού ’βαλε η πόντια στεφάνι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.