Εικόνα: Από δεξιά Ν. Μήτσης, Γ. Γρίνος, Μ. Αγγέλη, Κ. Μπαμπούρης, Δ. Στεργίου.
O Νίκος Μήτσης, ο ξηρομερίτης ιστοριογράφος, προσθέτει ένα ακόμη βιβλίο στην τοπική βιβλιογραφία.
Τίτλος: ΗΠΕΙΡΟΣΟΥΛΙΩΤΕΣ ΣΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ (1823-1845)
Υπότιτλος: ΕΠΟΙΚΗΣΗ ΣΤΟ ΒΡΑΧΩΡΙ, ΣΤΗ ΝΑΥΠΑΚΤΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΞΗΡΟΜΕΡΟ
Εκδόσεις: ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Μετά από πολύχρονη και επίπονη έρευνα, με ερευνητικό πάθος, ο Νίκος Μήτσης καταφέρνει να παρουσιάσει με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία της περιπλάνησης των Σουλιωτών στα 1823-1845 και την τελική εγκατάσταση εποίκησή τους στην Αιτωλοακαρνανία…
Ως γείτονες με την Αιτωλοακαρνανία, οι Ηπειροσουλιώτες, προτίμησαν να κατοικήσουν σ’ αυτή, κυρίως στο εύφορο Βραχώρι (Αγρίνιο), καθώς και στα χωριά και τις επαρχίες γύρω από αυτό, με την ελπίδα φυσικά της επιστροφής κάποια στιγμή στην ποθητή τους πατρίδα, το Σούλι της Θεσπρωτίας.
Πρόκειται για ένα πόνημα που, όπως σημειώνει ο συγγραφέας στον πρόλογό του, παραδίδει ως «ελάχιστο φόρο τιμής στους καθ’ όλα αγαπητούς απογόνους των Ηπειροσουλιωτών, που σήμερα κατοικοεδρεύουν στο Αγρίνιο, στο Μεσολόγγι, στη Ναύπακτο, στη Βόνιτσα και στο Ξηρόμερο, ώστε να γνωρίσουν από κοντά και μόνοι τους την ιστορική αγωνιστική δράση των προγόνων τους και την ιστορία της περιπλάνησής τους μετά την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους» (σελ. 13).
Συγχαρητήρια στον συγγραφέα Νίκο Μήτση!
Συγχαρητήρια στον Δήμο Ξηρομέρου και στην Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Ξηρομέρου που συνδιοργάνωσαν την αποψινή εκδήλωση!
Στις σελίδες αυτού του βιβλίου ο Ν.Μ. καταγράφει, όπως αναφέραμε, διεξοδικά την Οδύσσεια του εποικισμού των Σουλιωτών… Αξιοποιεί πρωτογενείς ιστορικές πηγές των Γενικών Αρχείων του Κράτους (Γ.Α.Κ.), των Αρχείων της Εθνικής Παλιγγενεσίας (Α.Ε.Π.), καθώς και τη σχετική βιβλιογραφία.
Οι Σουλιώτες εκπατρίστηκαν, όπως είναι γνωστό, στις 15/28 Δεκεμβρίου 1803 για την Κέρκυρα. Έμειναν εκεί επί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια και γύρισαν στο Σούλι στις 6/19 Δεκεμβρίου 1820. Δεν μπόρεσαν, όμως, ούτε δύο χρόνια να χαρούν, γιατί, με πολύ πόνο, το 1822 αναγκάστηκαν να αποχωριστούν οριστικά τη γλυκιά τους πατρίδα.
« Έφυγαν ξανά οι Σουλιώτες απ’ την πατρίδα τους και για πάντα απ’ αυτήν τέλος Αυγούστου του 1822, υφιστάμενοι αναντίρρητα, μία ανείπωτη ταλαιπωρία, περιπλανώμενοι από τόπο σε τόπο όπως: Κεφαλλονιά – Κέρκυρα – Λευκάδα - Κάλαμος - Μεγανήσι - Αιτωλοακαρνανία, γενόμενοι πολλές φορές βορά υποσχέσεων από την επίσημη διοίκηση για εποίκηση και μόνιμη εγκατάστασή τους σε ελληνικό έδαφος, στην αρχή για το Νεόκαστρο Πυλίας Μεσσηνίας, ακολούθως για το Ζαπάντι Αγρινίου, μετά για το Λάλα Ηλείας, την Επίδαυρο Αργολίδας και τέλος ξανά -ως Ηπειροσουλιώτες πλέον- στο Ζαπάντι Αγρινίου, στο Αγρίνιο, στο Μεσολόγγι, στη Ναύπακτο και γενικότερα στη Βόνιτσα και στο Ξηρόμερο», γράφει στην πρώτη ενότητα ο Ν. Μήτσης (σελ. 17).
Οι αντιπρόσωποι των Σουλιωτών, με συχνές αναφορές, ανακινούσαν το ζήτημα της εποίκησής τους στην Αιτωλοακαρνανία, αλλά και σε περιοχές της Πελοποννήσου. Το θέμα όμως από αναβολή σε αναβολή έμενε σε εκκρεμότητα για δεκαετίες…
Σε μια παρουσίαση δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε σε όλες τις περιπλανήσεις, προσπάθειες, υποσχέσεις, αναβολές, διαψεύσεις, απογοητεύσεις… δεκαετιών, μέχρι την τελική εγκατάσταση – εποίκηση των Σουλιωτών στην Αιτωλοακαρνανία.
Θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε κάποιες περιπτώσεις:
i).Στα 1823, οι Σουλιώτες ήρθαν από τα Ιόνια νησιά στη Δυτική Ελλάδα, οι περισσότεροι με τις οικογένειές τους. Τότε, η Κυβέρνηση θεώρησε ορθό να τους παραχωρήσει εθνική γη, δηλαδή γη που ανήκε πριν στο τουρκικό δημόσιο ή σε τούρκους ιδιοκτήτες, για να εγκατασταθούν μόνιμα, να έχουν νέα πατρίδα, όχι πολύ μακριά από την παλιά και να αποτελούν έτσι για τους Αιτωλοακαρνάνες ασπίδα δυνατή κατά των εχθρικών επιδρομών από τα μεγάλα στρατόπεδα που ήταν στην Ήπειρο.
Πραγματικά, έπειτα από σχετικές αιτήσεις του αρχηγού των όπλων στη Δυτική Ελλάδα Μάρκου Μπότσαρη, το Εκτελεστικό Σώμα ανταποκρίθηκε, να δοθεί στους Σουλιώτες το χωριό Ζαπάντι, της επαρχίας Βλοχού, κοντά στην τότε πρωτεύουσα της Αιτωλοακαρνανίας το Βραχώρι (Αγρίνιο).
Διαβάζουμε ένα απόσπασμα της απόφασης του Εκτελεστικού, η οποία σταλθηκε προς το Βουλευτικό:
«Προς τον Εκλαμπρότατον πρόεδρον του Βουλευτικού
[…] Το Εκτελεστικόν κρίνει και δίκαιον και ωφέλιμον δια την Ελλάδα και αναγκαίον να δοθή εις αυτούς το χωρίον και όλος ο τόπος του Ζαπαντίου κατά τον Βλοχόν της Δυτικής Ελλάδος δια να κατοικήσωσι, δίκαιον μεν, διότι έχασαν την πατρίδα των μαχόμενοι υπέρ της Ελλάδος.
Και η Ελλάς οφείλει να δώση εις αυτούς τόπον δια να κατοικήσωσι και καλλιεργούντες την γην να τρέφονται. Ωφέλιμον, διότι μάχιμοι όντες χρησιμεύουσι κατά του εχθρού, και μάλιστα όταν έχωσι σκοπόν το να φυλάξωσι την νέαν πατρίδα των.
Αναγκαίον δε, διότι οι άνθρωποι ούτοι απελπιζόμενοι και μη έχοντες πόρον ζωής, επόμενον είναι να ανησυχούν και να ταράττουν των άλλων την ησυχίαν…» (σελ. 22).
Έρχεται, μετά από έξι ημέρες, η έγκριση του προβουλεύματος του Εκτελεστικού Σώματος, από το Βουλευτικό Σώμα. Εγκρίνει να χορηγηθεί στο Ζαπάντι, «το ήμισυ του εθνικού τόπου».
Διαβάζουμε απόσπασμα της απόφασης του Βουλευτικού:
«Ο Πρόεδρος του Βουλευτικού
Προς τον Εκλαμπρότατον Πρόεδρον του Εκτελεστικού
[…] Όταν υπάγει ο Έπαρχος του Μεσολογγίου εις τον τόπον του, να επισκεφθή και θεωρήση τον τόπον εκεί διαχωρίσας τον ιδιόκτητον από τον εθνικόν, εις αποφυγήν συγχύσεως των εκεί εγχωρίων, να παραχωρήσει το ήμισυ του εθνικού τόπου κατ΄ εκείνο το μέρος και αν τούτο δεν εξαρκέση εις εξοικονόμησιν όλων των Σουλιωτών φαμιλιών, να τους δοθή και από τα πλησιέστερα μέρη ανάλογον μέρος της ελλείψεως…» (σελ. 24-25).
Παρατηρούμε ότι, ενώ με το προβούλευμα το Εκτελεστικό έκρινε δίκαιο και ωφέλιμο και αναγκαίο να δοθεί στους Σουλιώτες «το χωρίον και όλος ο τόπος» στο Ζαπάντι, το Βουλευτικό τροποποίησε και παραχώρησε «το ήμισυ του εθνικού τόπου» κι αν δεν επαρκέσει, σημείωνε, «να τους δοθεί και από τα πλησιέστερα μέρη το ανάλογον μέρος της ελλείψεως».
Την επόμενη μέρα όμως υπέβαλαν αναφορά διαμαρτυρίας και Αιτωλοακαρνάνες οπλαρχηγοί και παραστάτες, βρισκόμενοι επίσης στην Τρίπολη, για να μην παραχωρηθεί στους Σουλιώτες γη στο χωριό Ζαπάντι.
Στην επιστολή τους οι διαμαρτυρόμενοι παραστάτες, μεταξύ των άλλων, γράφουν τα εξής:
«…ότι το πράγμα τούτο δεν συμφέρει κατ’ ουδένα τρόπον να γένη, προβάλλοντες τόσα και τόσα κακά επακόλουθα οπού μέλλουν και διατρέξουν και ότι πρέπει δια όλα τα δίκαια να προτιμηθώσιν οι εντόπιοι εις εκείνα τα χώματα τα οποία τα έχουν βάψει με τόσα αίματα και οπού μέσα εις αυτά τα χωράφια είναι τόσα μνημεία και κόκαλα των εκεί εντοπίων θαμμένα…» (σελ. 26).
Ο κυριότερος υποκινητής των διαμαρτυρομένων παραστατών ήταν ο Γιαννάκης Ράγκος, σημειώνει ο Μήτσης.
Έτσι, άρχισε το ζήτημα του Ζαπαντιού που έμελλε να κρατήσει χρόνια. «Ένα ζήτημα που δημιούργησε η απληστία ορισμένων καπεταναίων...», παρατηρεί ο επίσης ξηρομερίτης ιστοριογράφος, Γεράσιμος Παπατρέχας. «Πίσω από τις μεγαλοστομίες κρυβόταν το δικό τους συμφέρον και όχι της “παλιόκαπας”. Υπήρχε εθνική γη όχι μόνο για την αποκατάσταση των Σουλιωτών, αλλά και όλων των Αιτωλοακαρνάνων ακτημόνων ή με ελάχιστο κλήρο καλλιεργητών. Κύριος υποκινητής ήταν, στη φάση αυτή, ο Γιαννάκης Ράγκος και αργότερα ανέλαβε το ρόλο αυτό ο άλλος Γιαννάκης, ο Στάικος».
Γεγονός είναι ότι η εγκεκριμένη από το Βουλευτικό απόφαση του Εκτελεστικού να δοθεί στους Σουλιώτες εθνική γη στο Ζαπάντι, έμεινε εντελώς ανεκτέλεστη…
ii)Στα 1825 οι Σουλιώτες επανέρχονται με επιστολή τους προς τη Διοίκηση στο θέμα της εποίκησης τους και απαιτητικά, ζητούν ξανά όλο το Ζαπάντι του Βλοχού, αλλά και μέρος του Βραχωρίου:
«Προς την Σεβ. Διοίκησιν
[…]Τώρα παρακαλούμεν την Σεβ. Διοίκησιν εκ τρίτου να μας διορίση όλο το Ζαπάντι και μέρος του Βραχωρίου, επειδή και το Ζαπάντι μόνον δεν αρκεί αναλόγως εις τον αριθμόν των φαμελιών μας….» (σελ. 34).
Δεν ήταν δυνατόν όμως να συζητούνται εποικιστικά ζητήματα στα σοβαρά το 1825. Πρώτον εξ αιτίας του εμφυλίου πολέμου (1824-1825), και δεύτερον γιατί ξέσπασαν μαζί οι δύο εκστρατείες των Ιμπραήμ και Κιουταχή, που απειλούσαν να καταπνίξουν την Επανάσταση. Στη Δυτική Ελλάδα την περίοδο εκείνη όχι μόνον τα Σουλιώτικα, μα ούτε τα γηγενή γυναικόπαιδα μπορούσαν να κρυφτούν στις εστίες τους. Στοιβάζονταν, όπως αναφέρει ο Δ. Μιτάκης, στις σπηλιές και τις αποκλείστρες των Ακαρνανικών βουνών (Μπούμιστος, Περγαντί, Βελούτσα), στο Μεσολόγγι, στο Αιτωλικό, στον Κάλαμο, στο Λεσίνι, στον Πεταλά, στην Οξυά και αλλού…
iii)1828-1830. Στην εκστρατεία του Ρίχαρντ Τσώρτς για ανακατάληψη της Δυτ. Ελλάδας οι Σουλιώτες συμμετείχαν ενεργά υπό τον Τσώρτς στα στρατόπεδα: Δραγαμέστο, Μύτικα, Ζαβέρδα, Βόνιτσα και Μακρυνόρος. Και άλλα Σουλιώτικα στρατεύματα με τον Κίτσο Τζαβέλα απελευθέρωσαν την Ναύπακτο (11 Απριλίου 1829).
Η Ναύπακτος, αυτή την εποχή, προσφέρεται ως μοναδική ευκαιρία για εποίκηση των Σουλιωτών. Από τότε τα καλύτερα σπίτια των πλουσίων Μπέηδων της Ναυπάκτου και αρκετά μεγάλα αγροτικά κτήματα έγιναν ιδιοκτησίες των πιο σημαντικών Σουλιώτικων οικογενειών. Οι ντόπιοι αγωνιστές της επαρχίας Ναυπακτίας πήραν τα λιγότερα.
Οι υπόλοιποι Σουλιώτες όμως εξακολουθούν να είναι ανέστιοι. Οι πληρεξούσιοι βουλευτές τους Κώστας Μπότζαρης και Αθ. Φωτομάρας, με επιστολή τους, ζητούν ξανά νόμιμη παραχώρηση εθνικής γης, «εις οποιονδήποτε μέρος». Ο Καποδίστριας ανταποκρίθηκε θετικά στην επιστολή αυτή, και έδωσε σχετικές οδηγίες στον Πληρεξούσιο Τοποτηρητή Στερεάς Ελλάδος, Αυγουστίνο Καποδίστρια να χειριστεί το θέμα δεόντως. Το πρόβλημα όμως δεν λύθηκε…
iiii) Περνάμε στα 1834.
Με βασιλικά διατάγματα του 1834 με τα οποία αποκαθίστανται οι Καραγκούνηδες και Σαρακατσάνοι αλλά και λοιποί σκηνίτες στην Ακαρνανία, άρχισαν να καταγράφονται επισήμως και οι Σουλιώτικες οικογένειες στο Βραχώρι, Ναύπακτο, Μεσολόγγι και το Ξηρόμερο. [Βλαχ. Γ/ 7].
Έτσι έχουμε πρώτη επίσημη καταγραφή των Ηπειροσουλιωτών που κατοικούσαν σε Ναύπακτο και Αγρίνιο. Aντίγραφα των καταλόγων βρίσκονται σήμερα στα ΓΑΚ.
iv) Εδώ θα επιχειρήσουμε ένα χρονικό άλμα και θα πάμε στα 1844.
Στις 6 Αυγούστου 1844 ο Κίτσος Τζαβέλας γίνεται υπουργός των στρατιωτικών στην κυβέρνηση του Κωλέτη [6 Αυγ. 1844 – Μάρτιος 1847]. Η τύχη του εποικιστικού των Ηπειροσουλιωτών βρίσκεται πλέον σε καλά χέρια με υπουργό στρατιωτικών τον πρωτοσουλιώτη και γνωστό για τους αγώνες του στο εποικιστικό, Κίτσο Τζαβέλα.
Έτσι το 1845 αρχίζουν να μοιράζονται οικόπεδα σε απόμαχους δικαιούχους αξιωματικούς αλλά και άλλων επαγγελμάτων. Στη διανομή αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι Ηπειροσουλιώτες του Αγρινίου.
Σε σχετικό προς το υπ. Εσωτερικών έγγραφό του, ο τότε υπουργός των στρατιωτικών, Κίτσος Τζαβέλας, εφιστά προς τους αρμοδίους την προσοχή τους, για το σχέδιο πόλεως του Αγρινίου.
v).Για το ενδιάμεσο διάστημα από το 1845 ως 1851, ο Μήτσης γράφει, ότι δεν έχουμε σχετικά στοιχεία. «Στα 1851 το πρόβλημα διανομής εθνικής γης λαμβάνει έξαρση και οι Σουλιώτες έφεραν το ατέρμονο τούτο θέμα στα βουλευτικά Σώματα», σημειώνει ο συγγραφέας, «αποστέλλοντας αναφορά διαμαρτυρίας υπογεγραμμένη από αρκετούς Σουλιώτες που συνάμα είναι όλοι τους και δημότες του Δήμου Αγρινίου [Βλαχ. Γ/7/αριθ. 145]» (σελ. 174).
Οι Σουλιώτες του Αγρινίου στις δίκαιες προσπάθειές τους για λύση του εποικιστικού προβλήματος, αντιμετώπισαν σφοδρές αντιδράσεις από τους ντόπιους παράγοντες, παρατηρεί ο Μήτσης. Ένας εξ αυτών των ισχυρών παραγόντων που αντιδρούσε κατά του εποικισμού των Σουλιωτών στο Βραχώρι ήταν ο Ιωάννης Γ. Στάικος, που ενεργούσε με τον συμπέθερό του Γαρδικιώτη Γρίβα.
Επίσης, την ίδια εποχή, Δεκέμβριος 1851, 51 επώνυμοι Αγρινιώτες με αναφορά τους προς την Γερουσία, καταγράφουν και την άλλη άποψη από αυτή του Επαρχιακού Συμβουλίου Τριχωνίδας για τους εν Βραχωρίω Σουλιώτες, δηλώνοντας και τα εξής:
«… Άνθρωπος ιδιοτελής, από άλλους σκοπούς και ατομικά μίση κινούμενος ο υποστράτηγος και Γερουσιαστής Ιω. Στάικος απεφάσισεν όλαις δυνάμεσιν να εμποδίση τον εν Αγρινίω συνοικισμόν των Ηπειροσουλιωτών και εναντίον της διαθέσεως του τόπου προσπαθεί να φέρη οιαδήποτε προσκόματα…» (σελ. 191-192).
vi) Μετά από τη συνοπτική αναφορά μας στην Οδύσσεια των Ηπειροσουλιωτών, ας έρθουμε στο σήμερα:
Σήμερα στο Αγρίνιο και ευρύτερα, υπάρχουν αρκετές οικογένειες, απόγονοι (κατιόντες) των Ηπειροσουλιωτών αγωνιστών της εθνικής Παλιγγενεσίας (1821-1827). Διακρίνονται στα γράμματα και τις τέχνες, στο εμπόριο και στην οικονομία της πόλης, και συμβάλλουν στην ανάπτυξη του Αγρινίου. Το ίδιο ισχύει και για άλλες περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας, όπου ανθεί το Ηπειροσουλιώτικο στοιχείο…
Απόγονοι Σουλιωτών στο Ξηρόμερο, όπως γράφει ο Μήτσης, κατοικούν ως επί το πλείστον στα χωριά: Βόνιτσα, Νέα Καμαρίνα, Μοναστηράκι, Θύριο, Πάλαιρος, Πλαγιά, Περατιά, Μύτικας, Κανδήλα, Αρχοντοχώρι, Κομποτή, Κατούνα, Φυτείες, Μπαμπίνη, Βλυζιανά, Αστακός, Ρίγανη, Λεσίνι, Πεντάλοφο, Κατοχή κ.λπ.
Κλείνοντας, να τονίσουμε ότι o N. Mήτσης παραδίδει ένα σημαντικό ιστορικό βιβλίο, πολύ χρήσιμο για τους νέους ερευνητές της ιστορίας!
Ένα βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον για τους φιλίστορες αναγνώστες και κυρίως για τους απογόνους των Ηπειροσουλιωτών στους οποίους αναφέρεται.
Ο συγγραφέας, δικαιολογημένα, δηλώνει υπερήφανος για τη Σουλιώτικη καταγωγή του, από την περιοχή Λάκα Σούλι… Νομίζω, ότι και οι Ηπειροσουλιώτες θα νιώθουν ικανοποίηση για την προσφορά του…
Αγαπητέ Νίκο, καλοτάξιδο και αυτό το βιβλίο σου! Περιμένουμε το επόμενο…
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν κείμενο εκφωνήθηκε από τη γράφουσα κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Ν. Μήτση στον Αστακό Ξηρομέρου. Η παρουσίαση έγινε στις 16 Αυγούστου 2023, ώρα 20:30, στη νέα πλατεία του Αστακού. Για τον συγγραφέα μίλησε ο δικηγόρος Γ. Γρίνος. Συντονιστής της εκδήλωσης ήταν ο Κ. Μπαμπούρης, Πρόεδρος του Ν.Π.Δ.Δ. ΔΗΜΟΥ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.