Γράφει: Ο Παληγεώργος Γεώργιος
Κι έπιαναν οι βροχές τέτοιον
καιρό και βάσταγαν μέρες πολλές οι νοτιές... Κι ήτανε βολετό τότες να
ξεκρεμαστούνε και να λυθούνε τα βαντάκια του καπνού, ότι είχανε μαλακώσει κι
δεν ήτανε φόβος να τριφτούνε... Και γιόμωνε η αποθήκη ή και το σπίτι ξαπλωμένες
αρμάθες, να φυλλαριστούνε, να διαλεχτούνε, να ταιριαστούνε κι απέ να φτιαστούνε
στη μέγγενα τα δέματα. Στο μεταξύ ο νοικοκύρης κράταε κάμποσες αρμάθες για
λόγου του, για κάπνισμα ... Κι όλονε το χειμώνα η έγνοια ήτανε μη και πάρουν
πλιότερη απ' το πρέπο νότιση τα δέματα του καπνού και πιάσουνε μούχλα και
μυρουδιά και μείνει ο καπνός απούλητος... Κι άκοπα τα γύριζαν και τ' αέριζαν τα
δέματα. Κι ήτανε η πίκρα του καπνού, τότες μαθές, χρονικοίς στα σπίτια...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.