Η σάρκα του κρασιού: Γράφει ο ΠΑΛΗΓΕΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Γράφει ο ΠΑΛΗΓΕΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κάθε
που κατέβαινε στο κατώι, η Γούλαινα τήραε τις νταμιτζάνες αν έχουνε κρασί. Σαν
κόντευε να σωθεί-είχανε κάμποσες νταμιτζάνες- έδινε διάτα στα παιδιά της να
πάνε στο χωριό της τον Πρόδρομο*-στο σόϊ το πατρικό της- να τις ματαγιομώσουν.
Το κρασί δεν έπρεπε να λείπε απ’ το σπίτι· τέτοια σειρά είχε βρει σαν ήρθε
νύφη.
Σαν έβλεπε τις νταμιτζάνες με το κρασί να μισαδειάζουν η Γούλαινα, ένιωθε πως ο γέροντας ο πεθερός της ασκώνονταν απ’ τον τάφο του και κρυφωτήραε στο κατώι. Ο μακαρίτης, φόντε ήτανε ακόμα ορθός, είχε αφήκει ευκή και διάτα «κρασί, λάδ’κι αλεύρ’ να μην απουλείπουντι απ’ του κουνάκι μας».Σαν ήρθε ώρα του γέροντα, πήγανε δυο συγγενείς κι έσκαψαν το λάκκο του, νάναι έτοιμος, να τονε βάλουνε σα διαβαστεί από παπά και ψάλτη. Οι συγγενείς που έσκαψαν ηύρανε κόκκαλα σκόρπια και τα μάζωξαν και τάβαλαν σε μια καναβάτσα να τα πλύνουν οι γυναίκες κι απέ να τα παραχώσουν πλάι στο κασόνι του γέροντα.Οι νιότερες νυφάδες του γέροντα, άμαθες από θανατικά, άναψα…
διαβαστε περισσοτερα
Σαν έβλεπε τις νταμιτζάνες με το κρασί να μισαδειάζουν η Γούλαινα, ένιωθε πως ο γέροντας ο πεθερός της ασκώνονταν απ’ τον τάφο του και κρυφωτήραε στο κατώι. Ο μακαρίτης, φόντε ήτανε ακόμα ορθός, είχε αφήκει ευκή και διάτα «κρασί, λάδ’κι αλεύρ’ να μην απουλείπουντι απ’ του κουνάκι μας».Σαν ήρθε ώρα του γέροντα, πήγανε δυο συγγενείς κι έσκαψαν το λάκκο του, νάναι έτοιμος, να τονε βάλουνε σα διαβαστεί από παπά και ψάλτη. Οι συγγενείς που έσκαψαν ηύρανε κόκκαλα σκόρπια και τα μάζωξαν και τάβαλαν σε μια καναβάτσα να τα πλύνουν οι γυναίκες κι απέ να τα παραχώσουν πλάι στο κασόνι του γέροντα.Οι νιότερες νυφάδες του γέροντα, άμαθες από θανατικά, άναψα…