Ποιος ήταν ο Ετεοκλής (Του κακού μας καιρού η συνέχεια.) :Της Αγγελικής Ζαχαριά




   Χειμώνα έχουμε και τι πιο φυσικό και αναμενόμενο ενός κακού καιρού και άλλοι πολλοί να έπονται. Έτσι, η Διδώ έφυγε, ο Ετεοκλής έρχεται. Ποιος ήταν, όμως,
 ο ονοματοδότης της νέας κακοκαιρίας; Βασιλόπουλο της Θήβας ήταν και, για να ρίξουμε φως στα έργα και τις ημέρες της τραγικής του ζωής, θα πρέπει να περιπλανηθούμε για λίγο στο μικρό σύμπαν της μυθολογίας μας.
 Ξεκινάμε, λοιπόν.


   Ο Λάιος, βασιλιάς της Θήβας και σύζυγος της Ιοκάστης, επειδή ο καιρός περνούσε και δεν είχε αποκτήσει διάδοχο, πήγε στο μαντείο του Φοίβου, για να μάθει την αιτία. Και ο θεός αντί για άλλη απάντηση τον συμβούλευσε να μην κάνει παιδιά, γιατί το παιδί που θα γεννούσε θα σκότωνε τον ίδιο και όλο του το σπίτι θα κολυμπούσε στο αίμα. Εκείνος, όμως, τυφλωμένος από ηδονή και πόθο, πλάγιασε με την Ιοκάστη και παρακούοντας το θέλημα του θεού τής έσπειρε παιδί. Μόλις αυτό γεννήθηκε, του τρύπησαν τους αστραγάλους και το έδωσαν σε ένα βοσκό να το αφήσει στον Κιθαιρώνα. Εκείνος όμως το λυπήθηκε και το παρέδωσε σε έναν Κορίνθιο ομότεχνό του, που βοσκούσε εκεί κοντά τα προβατά του. Αυτός  πήρε το παιδί και το παρέδωσε στο άκληρο βασιλικό ζευγάρι της Κορίνθου, τον Πόλυβο και τη Μερόπη, που το υιοθέτησαν και το αγάπησαν σαν δικό τους παιδί. Το ονόμασαν Οιδίποδα από το οίδημα, το πρήξιμο των  ποδιών του. Το παιδί σαν έγινε παλικάρι και άκουσε από κάποιον πως δεν ήταν παιδί του Πόλυβου, πήγε στο ναό του Φοίβου να μάθει για τους γονιούς του. Το μαντείο τού λέει ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα πλαγιάσει με τη μητέρα του. Και αυτός για να μην βγει αληθινός ο χρησμός, δεν επιστρέφει στην Κόρινθο, αλλά βαδίζει προς τη Θήβα. Τον ίδιο καιρό πήγε και ο Λάιος στο θεό, για να ρωτήσει αν ζούσε το παιδί του, που κάποτε είχε παρατήσει στον Κιθαιρώνα. Οι δύο τους ανταμώθηκαν σε ένα τρίστρατο στη Φωκίδα. Ο αμαξάς τού Λάιου πρόσταξε τον πεζό Οιδίποδα να μεριάσει, για να προχωρήσει η βασιλική άμαξα. Και λόγο το λόγο, καθώς τα άλογα του βασιλιά με τις οπλές τους μάτωναν τα  πόδια του, ο γιος σκοτώνει τον πατέρα του. Και αφήνοντας πίσω του σκοτωμένο το Λάιο, βρίσκει στο δρόμο του το φοβερό τέρας, τη Σφίγγα, που με ανθρώπινη φωνή τραγουδούσε το αίνιγμά της. «Τι είναι αυτό που έχει φωνή και το πρωί είναι τετράποδο, το μεσημέρι δίποδο και το βράδυ τρίποδο;». Ο Οιδίποδας εύκολα έδωσε τη λύση. Απάντησε ότι ήταν ο άνθρωπος, που περπατά στη βρεφική ηλικία στα τέσσερα, στη νεανική και ώριμη περίοδο της ζωής του στα δύο πόδια, ενώ στη γεροντική ηλικία βαδίζει χρησιμοποιώντας μπαστούνι. Το έπαθλο για το λύτη του αινίγματος ήταν ο θρόνος της Θήβας. Ετσι, ο Οιδίποδας παίρνει γυναίκα του την Ιοκάστη, τη χήρα του Λάιου, που ήταν και μητέρα του, και μαζί της έκανε τέσσερα παιδιά. Τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, την Αντιγόνη και την Ισμήνη.
   Όταν μετά από χρόνια ο Οιδίποδας έμαθε την αλήθεια, τρυπάει τα μάτια του με τις πόρπες της γυναίκας του, που αυτοκτόνησε μόλις διαπίστωσε ότι ο άντρας της ήταν ο ίδιος ο γιος της.
   Τα αγόρια του κλείδωσαν τον πατέρα τους στο παλάτι, για να ξεχαστεί με τον καιρό το διπλό ανοσιούργημά του. Τον άφησαν να ζει σέρνοντας τα γέρικα πόδια του
μέσα σε κλειστά δωμάτια και πλαγιασμένο σε ένα κρεβάτι. Γι’αυτό κι εκείνος τους καταράστηκε να μην τον διαδεχτούν στην εξουσία, αλλά να τους χωρίσει μίσος θανάσιμο και να πάνε σκοτωμένοι ο ένας από το χέρι του άλλου.
   Στην αρχή ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης άφησαν την εξουσία στο θείο τους Κρέοντα, τον αδελφό της μητέρας τους. Αργότερα, όμως, αποφάσισαν να πάρουν οι ίδιοι στα χέρια τους την εξουσία και συμφώνησαν να βασιλεύουν εναλλακτικά από ένα χρόνο ο καθένας. Πρώτος ανέβηκε στο θρόνο ο Ετεοκλής, που ήταν ο μεγαλύτερος. Σαν ήρθε όμως το  πλήρωμα του χρόνου, αρνήθηκε να παραδώσει την εξουσία στον εδερφό του και τον διώχνει από τη Θήβα. Και ο Πολυνείκης έρχεται στο Άργος, παντρεύεται την κόρη του βασιλιά Άδραστου και με αργίτικο στρατό βαδίζει εναντίον της Θήβας, για να πάρει από τον Ετεοκλή την εξουσία και το μερτικό  του από την πατρική περιουσία.
   Ο Ετεοκλής οργάνωσε την άμυνα της πόλης, τοποθετώντας στις πύλες του τείχους απέναντι στα επίλεκτα τμήματα του εχθρού με τους φοβερούς αρχηγούς τους τα επτά δικά του επίλεκτα τμήματα με επτά δικούς του πολέμαρχους, που θα μπορούσαν άξια να αναμετρηθούν με τους επτά αρχηγούς του εχθρού. Τα δύο αδέρφια στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο, εχθρός απέναντι στον εχθρό. Η Ιοκάστη, τραγική μάνα, κάνει μια στερνή προσπάθεια να συμφιλιώσει τα παιδιά της. Τα παρακάλια της, όμως, άνοιξαν τρύπες στο νερό. Ο Ετεοκλής απέκλεισε κατηγορηματικά κάθε πιθανότητα να στερηθεί το θρόνο του παραχωρώντας τον, έστω και εναλλακτικά, στον αδερφό του. Όταν και το τελευταίο κερί για συμφιλίωση έσβησε, το δίχτυ του φόβου για την τύχη των πολιτών τύλιξε τη Θήβα. Και τότε οι πολιορκημένοι χτύπησαν την πόρτα του μάντη Τειρεσία. Τα λόγια του ήταν καρφιά και βέλη για την καρδιά του Κρέοντα. Ο μάντης φανέρωσε την άγρια βούληση του θεού Άρη. Για να σωθεί η Θήβα, ο Κρέοντας θα έπρεπε να θυσιάσει με τα ίδια του τα χέρια τον πρωτότοκο γιο του Μενοικέα. Ο μάντης εξήγησε στους Θηβαίους πως ο θυμός του Άρη έρχεται από πολύ παλιά, όταν ο Κάδμος είχε σκοτώσει το δράκοντα,  που ήταν του Άρη, και είχε σπείρει τα δόντια του στη γη και από αυτά γεννήθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι της Θήβας, οι Σπαρτοί. Ο Άρης δεν συγχώρεσε ποτέ στους Θηβαίους ότι ο Κάδμος, ο ιδρυτής της πόλης τους, είχε σκοτώσει το δικό του δράκοντα, και τώρα για να μαλακώσουν το θυμό του, τους ζητά να του θυσιάσουν τον πρωτότοκο γιο τού βασιλιά τους. Η θυσία του παλικαριού θα γινόταν στο μέρος, όπου άλλοτε είχε τη φωλιά του ο δράκος. Το αίμα του θυσιασμένου παιδιού θα πότιζε τη γη, που είχε πιάσει παιδιά από τα δόντια του δράκοντα και το δικό του αίμα. Ετσι θα γινόταν ο εξαγνισμός της πόλης και θα σωζόταν από τους πολιορκητές. Πιο σκληρός και από σαϊτιά ήταν ο λόγος του Τειρεσία για τον Κρέοντα. Χίλιες φορές να του είχε ζητήσει τη δική του θυσία ο θεός. Ο Μενοικέας μπροστά στη σωτηρία της χώρας του νίκησε το δισταγμό και αποφάσισε να κάνει το χρέος του. Ανέβηκε στις επάλξεις του τείχους και γκρεμίστηκε πάνω από το σημείο, όπου άλλοτε ήταν η σπηλιά του δράκοντα.
   Παρά τη θυσία όμως, η κατάσταση ήταν αβέβαιη και για τις δύο παρατάξεις. Γι’αυτό τα δύο αδέρφια συμφώνησαν να χτυπηθούν οι δυο τους. Και ήταν η απόφασή τους αυτή μοιραία, αφού οι δύο μονομάχοι σκοτώθηκαν την ίδια στιγμή, χτυπημένοι ο ένας από το ξίφος του άλλου.
   Και τότε η χαροκαμένη μάνα με θολωμένο το μυαλό από το μεγάλο πόνο, καθώς βλέπει μπροστά στα μάτια της σφαγμένα τα παιδιά της από τα ίδια τους τα χέρια, αρπάζει ένα από τα σπαθιά του σκοτωμού τους και κάνει την απαίσια πράξη. Χώνει στο λαιμό της το ξίφος και καθώς σωριάζεται στο χώμα, τα αγκαλιάζει και αφήνει την τελευταία της πνοή. 


Share on Google Plus

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.

check page rank
.....................................................................................................................