Οι κοινωνίες διψάνε για νερό και εκείνοι διψάνε μόνο για κέρδος

 


Σε μια συγκυρία όπου η χώρα στεγνώνει και τα φράγματα αδειάζουν, η κυβέρνηση επιλέγει να απαντήσει όχι με σχέδιο, αλλά με προσχήματα. Οι πρόσφατες εξαγγελίες του πρωθυπουργού για ένα νέο “εθνικό σχέδιο διαχείρισης νερού” δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από το τελευταίο επεισόδιο σε μια μεθοδική στρατηγική απαξίωσης και ιδιωτικοποίησης.


Πρόκειται για μια γραμμή πολιτικής που έχει χαραχθεί από πολύ νωρίς. Ήδη από το 2020 η κυβέρνηση είχε διακηρύξει την πρόθεσή της να «αναδιαρθρώσει» τον τομέα ύδρευσης, δημιουργώντας ένα σχήμα κεντρικού ελέγχου και ρυθμιστικής εποπτείας, που στην πράξη υποκαθιστά το δημόσιο χαρακτήρα του νερού με μια αγορά ελεγχόμενης πρόσβασης. Αυτή η πρόθεση αποτυπώθηκε σε σειρά ενεργειών: στην κατάργηση της Ειδικής Γραμματείας Υδάτων, δηλαδή του βασικού μηχανισμού σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικής για τους υδατικούς πόρους και στην άρνηση να στηριχθεί η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για συνταγματική κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα του νερού και της ενέργειας. 

Παράλληλα, μεθοδευμένα και συστηματικά, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο: αφέθηκαν χωρίς δυνατότητα προσλήψεων, υποχρεώθηκαν να λειτουργούν με αυξημένα ενεργειακά κόστη, στερήθηκαν κρίσιμες χρηματοδοτήσεις. Κανένα σοβαρό έργο αναβάθμισης ή εκσυγχρονισμού των υποδομών τους δεν προχώρησε, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν διαθέσιμα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός τεχνητού αδιεξόδου, το οποίο τώρα χρησιμοποιείται ως άλλοθι για να προχωρήσει η λεγόμενη «κεντρικοποίηση».

Η πρόταση της κυβέρνησης για συγχώνευση σχεδόν 700 τοπικών φορέων ύδρευσης σε μόλις τρεις υπερ-εταιρείες (ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ και μία ακόμη) δεν αντιμετωπίζει κανένα από τα πραγματικά προβλήματα της υδατικής πολιτικής. Αντίθετα, δημιουργεί ένα συγκεντρωτικό και αδιαφανές σχήμα, το οποίο καθιστά τη διαχείριση του νερού αντικείμενο τεχνικο-οικονομικής εκμετάλλευσης, απομακρυσμένο από τον δημοκρατικό έλεγχο και τις τοπικές ανάγκες. Το σενάριο αυτό, που βαφτίζεται «εθνικό σχέδιο 30ετίας», δεν συνοδεύεται από καμία ουσιαστική ανάλυση κόστους, καμία πρόβλεψη για το πώς θα διασφαλιστεί η καθολική πρόσβαση σε ποιοτικό νερό, καμία δέσμευση για τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στον σχεδιασμό.

Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την πίεση της λειψυδρίας για να προωθήσει ένα μοντέλο διαχείρισης που ανοίγει τον δρόμο στις ΣΔΙΤ και στην εμπορευματοποίηση του νερού. Και το κάνει με όρους αδιαφάνειας, συγκεντρωτισμού και θεσμικής αποδόμησης του ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Η εμπειρία όμως — όχι θεωρητική, αλλά χειροπιαστή, διεθνής και σύγχρονη —δείχνει ξεκάθαρα πού οδηγεί ο δρόμος της ιδιωτικοποίησης:

Στη Γαλλία, το Παρίσι, μετά από δεκαετίες ιδιωτικής διαχείρισης από πολυεθνικές (Veolia και Suez), επέστρεψε τη διαχείριση του νερού στο δημόσιο έλεγχο. Το αποτέλεσμα ήταν μείωση στα τιμολόγια, μεγαλύτερη διαφάνεια και επενδύσεις με κοινωνικό πρόσημο.

Στη Γερμανία, το Βερολίνο ανέκτησε τον δημόσιο έλεγχο του δικτύου ύδρευσης το 2013, μετά από μαζικές κινητοποιήσεις και δημοψήφισμα. Το παράδειγμα του Βερολίνου έγινε σύμβολο του κινήματος “remunicipalisation” σε όλη την Ευρώπη.

Στη Βαρκελώνη, μετά από χρόνια με υψηλές τιμές και έλλειψη διαφάνειας από τον ιδιώτη πάροχο, δημιουργήθηκε δημόσια μη κερδοσκοπική εταιρεία, με στόχο όχι το κέρδος αλλά την καθολική πρόσβαση και την περιβαλλοντική προστασία.

Ακόμα και στις ΗΠΑ, δεκάδες πόλεις, όπως η Ατλάντα και η Ινδιανάπολη, ανέκτησαν τον έλεγχο των δικτύων τους όταν διαπίστωσαν ότι οι ιδιωτικές συμβάσεις οδηγούσαν σε χειρότερη ποιότητα υπηρεσιών και αυξήσεις στους λογαριασμούς.

Συνεπώς, δεν πρόκειται για “ιδεολογική εμμονή”, ούτε για “φοβία απέναντι στον εκσυγχρονισμό”. Πρόκειται για πείρα δεκάδων πόλεων και κοινωνιών που έζησαν στο πετσί τους τι σημαίνει να μετατρέπεται το νερό σε προϊόν — και αποφάσισαν να το πάρουν πίσω.

Η χώρα μας χρειάζεται να προστατεύσει το αυτονόητο:

– Ότι το νερό δεν μπορεί να υπόκειται σε λογικές κόστους-οφέλους.

– Ότι η πρόσβαση σε καθαρό νερό είναι ανθρώπινο δικαίωμα, όχι προνόμιο για όσους μπορούν να πληρώσουν.

– Ότι η διαχείριση ενός τόσο κρίσιμου φυσικού πόρου πρέπει να γίνεται με δημόσιο έλεγχο, διαφάνεια, κοινωνική λογοδοσία και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.

Η λειψυδρία δεν αντιμετωπίζεται με ιδιωτικοποιήσεις. Αντιμετωπίζεται με ενίσχυση των δημόσιων φορέων, σοβαρό σχεδιασμό για την εξοικονόμηση και ανακύκλωση του νερού, με δημόσιες επενδύσεις σε δίκτυα και υποδομές, με περιβαλλοντική ευθύνη.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε τον αντίθετο δρόμο: απαξίωση, κεντρικοποίηση, εξαγγελίες χωρίς κόστος, χωρίς σχέδιο, χωρίς κοινωνική νομιμοποίηση.


Share on Google Plus

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.

check page rank
.....................................................................................................................