Η ΛΗΣΤΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΞΗΡΟΜΕΡΟ ΣΠΥΡΟΣ ΝΤΕΛΗΣ (από Αετό Ξηρομέρου) Γράφει ο Γεώργιος Σπ. Γρίνος

 


Η ΛΗΣΤΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΞΗΡΟΜΕΡΟ

 ΣΠΥΡΟΣ ΝΤΕΛΗΣ

(από Αετό Ξηρομέρου)

 

Η ληστοκρατία ως φαινόμενο στον Ελλαδικό χώρο κράτησε περίπου έναν αιώνα και σύμφωνα με τους μελετητές χωρίζεται σε τρεις (3) περιόδους: η πρώτη 1835-1870, καλύπτει τη διακυβέρνηση του Όθωνα, όπου έχουμε την εμφάνιση και εξάπλωσή της, η δεύτερη 1870-1920, η οποία χαρακτηρίζεται από την παγιωμένη μορφή του φαινομένου και η τρίτη 1920-1936, όπου έχουμε νέα έξαρση και οριστική εξάλειψή της. Τα αίτια του φαινομένου θα πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο που δημιουργήθηκε το Ελληνικό κράτος μετά την επανάσταση του 1821. Δημιουργήθηκε μικρό γεωγραφικό κράτος που τέθηκε αμέσως υπό την κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων και κυβερνήθηκε απολυταρχικά από τον βασιλιά Όθωνα, ο οποίος απόσχισε από τον Ελληνικό στρατό χιλιάδες αγωνιστές, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από μη απελευθερωμένες περιοχές και συνεπώς δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω. Επίσης η καλλιεργήσιμη γη εξακολουθούσε να παραμένει στα χέρια λίγων, που είχαν συμπεριφορά κοτζαμπάσηδων και ο απλός λαός ζούσε σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας. Αυτοί λοιπόν οι νικητές στα πεδία των μαχών κατά τη διάρκεια της επανάστασης, βρέθηκαν «ηττημένοι» στην ίδια τους τη χώρα και μη μπορώντας να αντέξουν τη φτώχεια, την καταπίεση και συχνά τις περιπτώσεις προσωπικών προσβολών, έβγαιναν στα βουνά και γινόταν ληστές. 


Ο Άγγλος ιστορικός Eric HobsBawn (1912-2012) στο έργο του «ΛΗΣΤΕΣ», εισήγαγε για τέτοιους ανθρώπους τον όρο κοινωνικός ληστής, και τον διακρίνει από τον κοινό ληστή. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι όσο απομακρυνόμαστε από τα χρόνια της επανάστασης, η διάκριση μεταξύ κοινωνικού και απλού ληστή γίνεται ολοένα και πιο δυσδιάκριτη. Τελικά το φαινόμενο της ληστοκρατίας τερματίστηκε οριστικά από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη δεκαετία του 1930. Περίφημοι ληστές ήταν ο λήσταρχος Νταβέλης, ο Αρβανιτάκης, ο Θωμάς Γκαντόρας, ο Φώτης Γιαγκούλας, οι Ρεντζαίοι και άλλοι. Στην περιοχή του Ξηρομέρου κατά την πρώτη περίοδο της ληστοκρατίας έδρασε ο ληστής Σπύρος Ντελής, ο οποίος ανήκε στη δεύτερη κατηγορία, τους κοινούς ληστές. Ο Σπύρος Ντελής καταγόταν από τον Αετό Ξηρομέρου Αιτωλ/νίας και ήταν «ανήρ σπανίας καλλονής προσώπου, αγαλμάτινης ευρυθμίας σώματος και χάριτος πολλής, ηλικίας δε νεοτάτης, ετών περίπου 33», σύμφωνα με περιγραφή του στην εφημερίδα «ΑΙΩΝ», φύλλο 2560/1870. Ο Ντελής έγινε ληστής περί το έτος 1864, αφού προηγουμένως είχε υποπέσει σε διάφορα πλημμελήματα και είχε προσαχθεί αρκετές φορές ενώπιον των δικαστηρίων, κατηγορούμενος κυρίως για φιλονικίες και σωματικές βλάβες, αλλά τελικά είχε κηρυχθεί αθώος. Η φύση του, όπως θα καταδειχθεί και παρακάτω ήταν αιμοχαρής και από νεαρή ηλικία εξωθήθηκε στο «επάγγελμα» του ληστή, το οποίο τον οδήγησε τελικά και στο οικτρό τέλος, το οποίο έλαβε χώρα στο δάσος της Μάνινας. Τέλος, το οποίο και ο ίδιος θεωρούσε προδιαγεγραμμένο. Πριν ακόμη ακολουθήσει τη ληστρική ζωή, αρκετοί ήταν αυτοί που τον συμβούλευαν, να «ησυχάσει» και να μην εκτρέπεται σε έκνομες πράξεις. «Α!», απαντούσε, «Ειξεύρω, ότι καμιά ρεματιά θα βρωμήση το κορμί μου». Οι αφορμές δεν έλειψαν, για να θεραπεύσει τον πόθο του προς τη ληστεία. Το έτος 1864, δύο στρατιώτες  μεταβατικοί, μπήκαν στο σπίτι  του, στον Αετό, και αφού βρήκαν τη χήρα νύφη του μόνη στο σπίτι,  προς την οποία φαίνεται ότι είχαν φερθεί απρεπώς, την ανάγκασαν να τους μαγειρέψει φαγητό. Όταν επέστρεψε ο Ντελής και αντίκρισε τη σκηνή, με τους στρατιώτες στο σπίτι του και τη νύφη του να μαγειρεύει γι αυτούς, υποπτεύθηκε το τι είχε συμβεί και αφού λογομάχησε μαζί τους για την προηγηθείσα συμπεριφορά τους, τους σκότωσε αμέσως. Φυγοδικώντας για το διπλό αυτό φόνο, έγινε ληστής και έγραψε δραματικότατες σελίδες στα ληστρικά χρονικά. Μερικά από τα ανδραγαθήματά του, παρατίθενται παρακάτω:

 Ερωτευθείς την ωραία θυγατέρα κάποιου ευκατάστατου κατοίκου, από το χωριό Χρυσοβίτσα Ξηρομέρου, με το επώνυμο Μάνθος, τη ζήτησε σε γάμο από το πατέρα της, πλην όμως ο τελευταίος αρνήθηκε. Η άρνηση αυτή όμως δεν ήταν λόγος, να παραιτηθεί ο Ντελής της επιθυμίας του. Έτσι, αποφάσισε να την αρπάξει δια της βίας. Ο πατέρας της, γνωρίζοντας τις συνέπειες της άρνησής του, και τον άνθρωπο με τον οποίο τα είχε βάλει, προσπαθούσε να πάρει κάθε αναγκαία προφύλαξη, προκειμένου να αποφύγει την εκδικητική συμπεριφορά του αρχιληστή, ο οποίος επινόησε το εξής σχέδιο για να την απαγάγει. Δύο άνθρωποι του Ντελή κατόρθωσαν να εισέλθουν στην οικία του Μάνθου, όταν αυτός έλειπε και κρύφθηκαν σ΄αυτή. Όταν επανήλθε ο Μάνθος με τη θυγατέρα του και τους ανθρώπους του και χωρίς να υποπτευτεί τίποτα, έκλεισε τη πόρτα της οικίας του από το εσωτερικό της. Όταν κοιμήθηκαν όλοι, οι άνθρωποι του Ντελή, άνοιξαν την πόρτα από το εσωτερικό της, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον Ντελή και στους άντρες του που βρίσκονταν κρυμμένοι τριγύρω, να εισέλθουν στο σπίτι. Ο Ντελής, αφού σκότωσε τον πατέρα και όλους όσους βρίσκονταν  εντός της οικίας, οκτώ τον αριθμό, απήγαγε την θυγατέρα και αποχωρώντας έβαλε φωτιά. Όταν απομακρύνθηκε λίγο, η απαχθείσα κόρη, βλέποντας την πυρκαγιά στο σπίτι και αναλογιζόμενη, ότι ο πατέρας της και οι συγγενείς της δολοφονήθηκαν και καίγονταν, όρμησε εναντίον του Ντελή και αφού του άρπαξε το πιστόλι από το σελάχι του, το έστρεψε προς το μέρος του για να τον πυροβολήσει. Αδύναμη και άπειρη όμως  όπως ήταν, δεν τα κατάφερε. Παρότι όμως απέτυχε, ο Ντελής δεν δίστασε ούτε στιγμή να τη μαχαιρώσει και να τη σκοτώσει.

Θεωρώντας, ότι έπρεπε να εμπνεύσει τον φόβο και τον τρόμο, ώστε να καταστεί δύσκολη τη σύλληψή του, τιμώρησε σκληρότατα δύο κατοίκους του χωριού Μπαμπίνη Ξηρομέρου (με το επώνυμο Τασούλης και Πιπερίγκος), οι οποίοι επιχείρησαν  να συνδράμουν τη Χωροφυλακή στο έργο της. Συγκεκριμένα, ο αποσπασματάρχης της Χωροφυλακής Κατούνας έπεισε τους παραπάνω να συνεργαστούν μαζί του, οι οποίοι και οι ίδιοι είχαν κάτι προφανώς εναντίον του Ντελή, προκειμένου να επιτευχθεί η σύλληψή του. Συμφώνησε λοιπόν μαζί τους, να καλέσουν τον Ντελή στο κατάλυμά τους  για φαγητό και ταυτόχρονα να ειδοποιήσουν και τον ίδιο, ώστε να τον συλλάβει άοπλο. Πράγματι οι Τασούλης και Πιπερίγκος κάλεσαν τον Ντελή σε δείπνο για την επόμενη μέρα και ταυτόχρονα έστειλαν γράμμα στον αποσπασματάρχη με άνθρωπο της εμπιστοσύνης τους ( Φ. Μπενέκο).  Αυτός όμως, παρότι τον συμβούλευσαν να μην ακολουθήσει τη συνήθη διαδρομή, προκειμένου να μην κινήσει την υποψία του Ντελή,  έπραξε το αντίθετο. Κατά το χρόνο εκείνο ο Ντελής με τους άντρες του βρισκόταν στη θέση «ΝΤΑΠΙΑ» στον Αη Γιώργη Μπαμπίνης. Βλέποντας ο Ντελής από μακριά τον γραμματοκομιστή να διαβαίνει στη θέση «ΣΤΕΡΝΑ», καχύποπτος όπως ήταν και πονηρός, τον σταμάτησε και αφού τον έψαξε, βρήκε την επιστολή. Έβγαλε τότε από το σελάχι του μολύβι (γνώριζε γραφή), αντέγραψε την επιστολή, που προοριζόταν για τον αποσπασματάρχη, ενώ το πρωτότυπο το έδωσε στον γραμματοκομιστή για να το παραδώσει στον αποσπασματάρχη, με την απειλή, ότι θα τον έσφαζε την επομένη, εάν αποκάλυπτε στους αποστολείς ή τον αποσπασματάρχη, ότι είχε συλληφθεί από τον ίδιο και ότι είχε λάβει γνώση του μηνύματος. Ο αποσπασματάρχης μετέβη τη νύχτα στο κατάλυμα των Τασούλη και Πιπερίγκο, αλλά όπως ήταν φυσικό δεν βρήκε τον Ντελή φιλοξενούμενο. Μετά από 15 ημέρες ο Ντελής προσκάλεσε σε φαγητό τους Τασούλη και Πιπερίγκο και αυτοί, χωρίς να υποπτευθούν,  τι είχε προηγηθεί, αποδέχτηκαν την πρόσκληση και μετέβησαν στη «ΝΤΑΠΙΑ», όπου ο Ντελής είχε ψήσει ένα αρνί. Αφού έφαγαν και ήπιαν και κρασί, ο Ντελής τους είπε, ότι είχε έναν μικρό λογαριασμό μαζί τους. Έβγαλε από το θυλάκιό του το σημείωμα που είχε αντιγράψει και τους το επέδειξε. Χωρίς να επιτρέψει οποιαδήποτε εξήγηση και δικαιολογία, διέταξε να τους δέσουν και στη συνέχεια τους έριξε ζωντανούς στην «ΑΚΟΛΗ» (βάραθρο αγνώστου βάθους την εποχή εκείνη), που βρίσκεται δυτικά και σε απόσταση  500 μέτρων περίπου από το κάστρο των αρχαίων Φοιτιών, προς την περιοχή του Αετού, τιμωρώντας τους με αυτό το  φριχτό και απάνθρωπο τρόπο. Τέτοιες παρόμοιες πράξεις ενέπνευσαν τον τρόμο σε όλα τα μέρη, στα οποία δρούσε και τα οποία λυμαινόταν ο σκληρός αρχιληστής.

Άλλο περιστατικό, το οποίο καταδεικνύει τον χαρακτήρα, τις αντιλήψεις, αλλά και το δέος που προκαλούσε ο Ντελής, ακόμη  και στους εχθρούς και στους διώκτες του, είναι και το ακόλουθο: Διψασμένος κάποια μέρα ο Ντελής έφτασε σε ένα πηγάδι και μη μπορώντας να αντλήσει νερό, αναγκάστηκε να κατέβει στο βάθος του πηγαδιού, προκειμένου να ικανοποιήσει τη δίψα του, αφήνοντας όμως το δίκαννο τουφέκι του στο στόμιο του πηγαδιού. Ενώ ο Ντελής βρισκόταν στο βάθος του πηγαδιού, έφτασε στο σημείο εκείνο, κάποιος, που ο Ντελής του είχε σκοτώσει τον πατέρα, τον αδελφό του και τον ανηψιό του. Όταν αυτός έσκυψε να δει ποιος ήταν μέσα στο πηγάδι, αναγνώρισε τον Ντελή, αλλά παρότι είχε τη δυνατότητα να τον σκοτώσει, είτε με το όπλο του ίδιου του ληστή που ήταν έξω από το πηγάδι, είτε κυλώντας μια πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού, μόλις άκουσε τη φωνή και τις φοβέρες του ληστή που βρισκόταν στον πυθμένα του πηγαδιού, υποχώρησε, με αποτέλεσμα να δώσει την ευκαιρία στον τελευταίο, να ανέβει και να εξέλθει σώος. Αμέσως ο Ντελής τον συνέλαβε και τον ρώτησε, γιατί δεν τον σκότωσε, αφού του είχε δοθεί η ευκαιρία. Αυτός απάντησε, ότι δεν κάνει τέτοιες πράξεις, θεωρώντας και πιστεύοντας, ότι με αυτόν τον τρόπο θα κέρδιζε τη συμπάθεια και την εκτίμηση του αρχιληστή. Αλλά ο Ντελής, όχι μόνο τον επέπληξε, διότι, ενώ όφειλε να εκδικηθεί για τον φόνο των συγγενών του και ενώ του είχε δοθεί η  ευκαιρία, αυτός έμεινε με σταυρωμένα χέρια, αλλά επιπλέον τον ξυλοκόπησε ανηλεώς, για τον ασθενή  χαρακτήρα του και για την παραμέληση του καθήκοντός του προς τους δολοφονηθέντες συγγενείς του.

 Το μήνα Δεκέμβριο 1865 ο λόρδος  Tohn William Nicholaw Hervey (1841-1902) μαζί με τους Henry Strutt και  Mr Coore, πλέοντας γύρω από την Ελλάδα, είχαν μια απροσδόκητη περιπέτεια. Σύμφωνα με τον ανταποκριτή της εφημερίδας «The Time» (4-12-1865) οι ευγενείς αυτοί κύριοι αναχώρησαν από την Ιθάκη για ένα εβδομαδιαίο κυνήγι στην Ακαρνανία. Διερμηνείς, οδηγοί και Επτανήσιοι τους διαβεβαίωσαν, ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Φτάνοντας στην Ακαρνανία, προσορμίστηκαν στον Μαραθιά Αστακού, αποβιβάστηκαν στη στεριά και στη συνέχεια στο βουνό «ΒΕΛΟΥΤΣΑ» για κυνήγι ελαφιών. Επιστρέφοντας όμως στο πλοίο, συνελήφθηκαν από τους αρχιληστές Ντελή και Κουτσογιάννο, οι οποίοι μαζί με τους συλληφθέντες εισήλθαν στο πλοίο και αφού οι ληστές αφήρεσαν διάφορα πολύτιμα  είδη (δακτυλίδια, ρολόγια, όπλα κλπ) ελευθέρωσαν τους δύο και κράτησαν τον τρίτο ως όμηρο, ζητώντας για την εξαγορά του τρεις χιλιάδες λίρες στερλίνες. Οι ελευθερωθέντες μετέβησαν αμέσως στην Πάτρα και επέστρεψαν με ένα πολεμικό ατμόπλοιο, φέρνοντας τα λύτρα  (τρεις χιλιάδες λίρες). Επειδή όμως μεταξύ των λύτρων ήταν και τραπεζικά γραμμάτια ποσού είκοσι χιλιάδων δραχμών, οι ληστές δεν τα δέχτηκαν και χρειάστηκε να πλεύσει το Αγγλικό πλοίο στην Ιθάκη, για να ανταλλάξει τα γραμμάτια με λίρες. Και μόνο τότε ελευθερώθηκε και ο κρατηθείς  ως όμηρος. Για τη σύλληψη και ομηρία του λόρδου  Tohn William Nicholaw Hervey και των  Henry Strutt και  Mr Coore από τον Ντελή και την παρέα του, προκλήθηκε διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας.

Κατά το διάστημα της ληστρικής του  δράσης, ο Ντελής δεν περιορίστηκε σε αμιγώς πράξεις ληστείας, με σκοπό το οικονομικό όφελος, αλλά προέβη και σε στυγνές δολοφονίες και μάλιστα με απίστευτη ευκολία και χωρίς ελάχιστο δισταγμό. Σε τριάντα οχτώ  ανέρχονται οι δολοφονημένοι από τον Ντελή, ως καταδότες του. Μεταξύ των φονευθέντων περιλαμβάνονται και πολλοί στενότατοι συγγενείς  του, τους οποίους έσφαξε ανηλεώς, γιατί υποπτευόταν, ότι τον είχαν προδώσει στις Αρχές. Στο τέλος έσφαξε ακόμη και τη νύφη του, για την οποία το 1864 είχε φονεύσει τους δύο στρατιώτες, προβάλλοντας ως λόγο του φόνου της την φιλανθρωπία. Τη φόνευσε, όπως είπε, για να την απαλλάξει από τα πειράγματα και τις ενοχλήσεις των μεταβατικών. Ο Ντελής συνοδευόταν πάντοτε και από κάποια γυναίκα, η οποία ήταν ενδεδυμένη ως ληστής. Κατά το διάστημα της ληστρικής του ζωής είχε απαγάγει τη Βασίλω Κουτσογιάννου από τον Αετό Ξηρομέρου, (αδελφή του παππού εκ μητρός του πατέρα μου), με την οποία συζούσε, χωρίς να είναι γνωστό, εάν τελικά είχε τελέσει και γάμο μαζί της. Τα αδέλφια της Δημ. Κουτσογιάννος κ.λ.π., προσβεβλημένοι από την απαγωγή της αδελφής, ήταν και αυτοί μεταξύ των διωκτών του αρχιληστή. Ωστόσο λέγεται, ότι ο ληστής διατηρούσε κάποια επικοινωνία με τον πατέρα της απαχθείσης.

Παρά τον τρόμο όμως και τον φόβο που είχε προκαλέσει, με την αδίστακτη και αιμοσταγή συμπεριφορά του ακόμη και στους διώκτες του και τα μέτρα προφύλαξης που έπαιρνε, το τέλος του δεν άργησε να έλθει. Όπως εξάλλου και ο ίδιος είχε προβλέψει, πριν ακόμη ξεκινήσει το ληστρικό του βίο, «…σε κάποια ρεματιά θα βρωμίσει το κορμί μου». Ήδη με το από 23 Απριλίου 1865 Β.Δ (Φ.Ε.Κ. 27/8-5- 1865) και λόγω της  επικινδυνότητάς του είχε αναβαθμιστεί και καταταχθεί στην Α΄ τάξη των ληστών και είχε επικηρυχτεί για την «αποτελεσματική κατάδειξή του».  Με το ίδιο Βασιλικό Διάταγμα είχαν καταταχθεί στην Α΄ τάξη των ληστών και οι  γνωστοί ληστές της Αιτωλοακαρνανίας Λιαροκάπης και Πατσαούρας. Στις 31/5/1870 και περί ώρα 12.00΄ ο Γεώργιος Μάντζαρης από τη Σκουρτού και ο Ευάγγελος Ιωαν. Γιαννούλης ή Λαινάς από τον  Πρόδρομο Ξηρομέρου, επικεφαλής περιπολίας τριακοσίων και πλέον Ξηρομεριτών, πέτυχαν τον αρχιληστή Σπύρο Ντελή με τη συμμορία του, αποτελούμενη από έξι (6) άνδρες στη θέση  «Αγ. Νικόλαος» της περιοχής « Μάνινα». Σκότωσαν τον ίδιο και τέσσερις (4) άνδρες του, ο έκτος διέφυγε πληγωμένος.

Με τον θάνατο του Ντελή και της συμμορίας του δόθηκε ένα από τα πιο καίρια πλήγματα κατά της ληστείας και ιδίως στην περιοχή του Ξηρομέρου, δεδομένου ότι ο αρχιληστής Ντελής υπήρξε ίσως ο ωμότερος και πονηρότερος όλων των ληστών.

Μετά τον θάνατό του Ντελή, αρκετοί ήταν αυτοί που αναρωτήθηκαν, για το τι απέγιναν τα λάφυρα που αυτός αποκόμισε από τις ληστείες και κυρίως τι απέγιναν  οι λίρες από τη σύλληψη των Άγγλων ομήρων. Μεταξύ αυτών που αναζήτησαν τα λάφυρα ήταν και τα αδέλφια της Βασίλως, οι οποίοι και επειδή  είχαν την αίσθηση, ότι υπήρχε κάποια επικοινωνία μεταξύ του πατέρα τους και του ληστή, υπέθεσαν ότι ο πατέρας τους κάτι θα γνώριζε, για το μέρος που ήταν κρυμμένα. Ο τελευταίος όμως κατά το χρόνο εκείνο, είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο και αδυνατούσε να τους κατευθύνει για το ακριβές μέρος και πέθανε χωρίς να αποκαλυφθεί η κρύπτη. Όσο δε ο Ντελής βρισκόταν στη ζωή, δεν αποκάλυπτε προφανώς την κρύπτη, αφενός μεν για την εμπιστοσύνη που του είχε δείξει ο ληστής, αφετέρου δε γιατί σε αντίθετη περίπτωση γνώριζε τον τρόπο αντίδρασης του  Ντελή.  Τελικά, όπως λέγεται, τις λίρες τις βρήκαν ηπειρώτες μάστορες κατά τη διάνοιξη θεμελίων προσθήκης οικοδομής,  δίπλα στο πατρικό σπίτι  της Βασίλως Κουτσογιάννου, οι οποίοι όταν τις βρήκαν, έφυγαν νύχτα. Η επιλογή του σημείου, στο οποίο ο Ντελής είχε κρύψει τα λάφυρα των ληστειών του, αποδεικνύει εκτός των άλλων και την πονηρία και ευστροφία του, αφού κανείς δεν θα υποπτευόταν, ότι θα τα έκρυβε στα θεμέλια του σπιτιού των διωκτών του.

Δεν είναι επισήμως γνωστό, εάν ο Ντελής άφησε απογόνους. Τελευταία έλαβα την πληροφορία, ότι στο Τρίκορφο   Ναυπακτίας υπάρχουν οικογένειες με το επώνυμο Δελημάρης, οι οποίοι σύμφωνα με την παράδοση των προγόνων τους, έλκουν την καταγωγή τους από τον Ντελή. Σύμφωνα με προφορική  μαρτυρία του Δημ. Δελημάρη,  μετά το θάνατο του Ντελή, η χήρα του (από νόμιμο ή μη γάμο) μαζί με τον δεκατετράχρονο γιό της κατέφυγε στην περιοχή του Τρικόρφου. Το παιδί όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε με κάποια Μαρία από το  Λιδορίκι και επειδή δεν ήθελε, για ευνόητους λόγους, να φέρει το επώνυμο Ντελής, το άλλαξε, προσθέτοντας στο Ντελής και το μικρό όνομα της συζύγου του, οπότε προέκυψε Ντελημάρης και στη συνέχεια Δελημάρης.

Μπαμπίνη Ξηρομέρου  Αύγουστος  2024

Γεώργιος Σπ. Γρίνος

ΠΗΓΕΣ

1.wikipedia, https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BB%CE%B7%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1

2. Εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 2560/1870 , Εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ, φύλλο της 5/5/1870, Αλληλογραφία Σταθμού Χωροφυλακής Αστακού, από το Αρχείο του Χρήστου Δημ. Τρυφιάτη

3. Προφορικές μαρτυρίες: α.  Σπυρίδων Δημ. Γρίνος, β. Γεώργιος Σπ. Τασούλης, γ. Σεραφείμ Δημ. Κουτσογιάννος, δ. Δημ. Δελημάρης.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.

.....................................................................................................................