Μοδίστρες και μοδιστρούλες στο Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας.Γράφει η Δρ Μαρία Ν. Αγγέλη

 

Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου. Πρόβα με τη μοδίστρα.


Μοδίστρες και μοδιστρούλες στο Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας.

«…που έχει μάτια έξυπνα/είναι και μοδιστρούλα…»

Στις χρυσοχέρες γυναίκες της επαρχίας…



Γράφει η Δρ Μαρία Ν. Αγγέλη

e-mail: agelimaria@yahoo.gr


Οι γυναίκες στην παραδοσιακή κοινωνία, εκτός από τις αγροτικές εργασίες και τις άλλες υποχρεώσεις, μαθαίνουν και διάφορες τέχνες για να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειας σε ένδυση, καθώς και σε ρουχισμό του σπιτιού. Η ανάγκη για να εξασφαλίσουν τα ενδύματα των μελών της οικογένειας τις οδηγεί και στην ραπτική τέχνη. Γίνονται μοδίστρες. Η λέξη μοδίστρα προέρχεται από τη γαλλική modiste. H Γαλλία ήταν πάντα πρωτοπόρα στη ραπτική, θεωρείται η χώρα της «υψηλής ραπτικής». H τεχνική γνώση και εμπειρία των νέων κοριτσιών αποκτιέται κοντά σε άλλες γυναίκες μοδίστρες. Μαθητεύουν για κάποιο χρονικό διάστημα, συνήθως χωρίς να πληρώνουν, προσφέροντας αντί πληρωμής την εργασία τους σε εύκολες τεχνικές του ραψίματος, αλλά και σε άλλες δουλειές του νοικοκυριού.


Aναφέρονται και περιπτώσεις που «δασκάλες», έτσι αποκαλούσαν οι μαθήτριες τις έμπειρες μοδίστρες, πήγαιναν στα χωριά και δίδασκαν τη μοδιστρική τέχνη σε κορίτσια. Αμείβονταν κάθε μήνα από την οικογένεια των μαθητριών.



Τα περισσότερα κορίτσια μάθαιναν να ράβουν τα δικά τους ρούχα και της οικογένειας. Δεν ασχολούνταν επαγγελματικά με τη μοδιστρική. «Μάθαιναν να γυρίζουν ένα στρίφωμα», «Να ράβουν ένα κουμπί», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά. Ήταν απλές «μοδιστρούλες». Το υποκοριστικό δηλώνει όχι μόνο το νεαρό της ηλικίας, αλλά και ότι οι συγκεκριμένες ράβουν μόνο τα βασικά ρούχα της οικογένειας και όχι «ξένα». Η μοδιστρική τέχνη ήταν προσόν για τις ανύπανδρες κοπέλες. Το μοδιστράδικο στήνεται σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού ή έξω στην αυλή όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Οι γυρολόγοι έμποροι προμηθεύουν τα χωριά τα «τόπια» με τα υφάσματα. Σε κάποιες περιπτώσεις αγοράζουν υφάσματα από τα κοντινά εμπορικά κέντρα.

«Η μηχανή είναι νοικοκυρά!», ήταν μια μεταφορική φράση που έλεγαν στο χωριό. Μπορούσε η γυναίκα να ράβει καινούργια αλλά και να μετατρέπει, να μεταποιεί παλιά ρούχα σε καινούργια, για να ξαναφορεθούν από άλλα άτομα του σπιτιού. Επίσης μπορούσε να συντηρεί τα φθαρμένα ενδύματα με κάθε τρόπο. «Με τη μηχανή μπάλωνα την οικογένειά μου, τα παιδιά μου!», λέει με χαρά μια απλή μοδίστρα του χωριού μου. Έραβαν τα ενδύματα αλλά και άλλα είδη νοικοκυριού. Κουρτίνες, μαξιλάρια, τζακοποδιές, καλύμματα για καρέκλες κ.ά.

Κάποιες γυναίκες δραστηριοποιούνταν και επαγγελματικά ως μοδίστρες. Έραβαν ρούχα άλλων γυναικών κυρίως, και συμπλήρωναν έτσι τα έσοδα της οικογένειάς τους. Η εξάσκηση αυτής της τέχνης γίνεται πάλι στη σφαίρα του οικιακού χώρου και προσδίδει αξία στη γυναίκα ως χρυσοχέρα… Οι μοδίστρες στο χωριό πέτυχαν την αυτοεκτίμηση και την κοινωνική αποδοχή…

Σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού στήνεται το «εργαστήρι της μοδίστρας». Ένα τραπέζι, ένας καθρέφτης και η μηχανή ήταν τα σημαντικότερα εργαλεία. Υπήρχαν φυσικά και δευτερεύοντα, αλλά απαραίτητα εργαλεία, όπως: χάρακες, ένας πήχης, ξύλινο μέτρο, κιμωλία ραπτικής, ένα καλοτροχισμένο ψαλίδι, καρφίτσες, βελόνια, πελότα, δαχτυλήθρες, κουβαρίστρες,  μασουρίστρες, «ψιλολόγια ένα σωρό»… Η «πελότα» ήταν ένα πάνινο «εργαλείο» που φιλοξενούσε τις καρφίτσες για να μη χάνονται, αλλά και να μην τις έχουν στο στόμα οι μοδίστρες με κίνδυνο να τις… καταπιούν. Η «μεζούρα» ήταν εργαλείο για να παίρνει η μοδίστρα τα μέτρα των πελατισσών και να κάνει το μέτρημα των υφασμάτων όταν τα έκοβε. Απαραίτητο ήταν και ένα τετράδιο ή μπλοκάκι, για να σημειώνει η μοδίστρα τα «μέτρα» της κάθε πελάτισσας. Επίσης και ένα σίδερο για να σιδερώνεται καλά το ρούχο πριν την παράδοσή του. Ακριβότερο εργαλείο ήταν η ραπτομηχανή! Κυρίως η περίφημη Singer. Οι ραπτομηχανές Singer κυριαρχούν στην αγορά από το 1850 ως σήμερα και είναι ο «ζωντανός» θρύλος του είδους.

Ας ακούσουμε μια υπέργηρη μοδίστρα από τον Πρόδρομο Ξηρομέρου:

« Έμαθα μοδίστρα φόντε ήμνα ανύπαντρη ακόμα. Μοδίστρα έμαθα στο χωριό μ’ στον Πρόδρομο. Εδώ πάηνα στ’ Περσεφώνη Κοκόνα. Και μετά πήγα στ’ Αγρίνιο, στο μόδιστρο τον κύριο Γιώργο. Έραβε γυναικεία ρούχα, ήταν μόδιστρος, δε θυμάμαι το επώνυμό τ’. Μετά αυτός πήγε στην Αθήνα. Μετά έραβα στο χωριό μ’.

Απ’ τ’ Αγρίνιο ήθελα να πάρω μηχανή. Πάνε στ Πάτρα κι μ’ φέρνε μια «Μινέρβα». Εγώ πουλλή στενοχώρια. Ήθελα «Σίγκερ», να μ’ πάρνε. Πού νάξερανε αυτήνοι [οι άνδρες της οικογένειας].

Ήμαστανε πέντε κορίτσα. Εγώ ήμνα η μεσαία. Έραβα μέρα νύχτα, είχα πολλές γυναίκες απ’ όλα τα χωριά έρχοντανε.

Έραβανε φουστάνια, μέχρι νυφικά. Έραβανε, τ’ Αγράμπελου τούχα ούλου! Έρχοντανε σε μένα. Τ’ Αγράμπελου τότε ήτανε πίσω απ’ τον ήλιο τότε. Φόραγανε ότ’ νάτανε. Δε νόγαγανε. Τώρα μετά αρχίνισανε να ντένονται.

Μετά έραβα κι παντελόνια αντρικά, κι πκάμισα, τι νάκανα;

Καλά πληρώνομτανε. Το σπίτ μας ήτανε γιομάτο λεφτά. Παντρεύκαμε πήραμε 25.000 προίκα η καθεμία και από ένα χωράφ’!. Άλλοι δεν είχανε λεφτά τότε.

Μετά παντρεύκα κι είμαι συνυφάδα με τ’ Σοφία [Λαϊνά]. Ήμαστανε σαν αδερφάδες.

Έφκιασα τς άντρες, τον άντρα μ’ κι τα κουνιάδια μ’ παντελόνια, πκάμισα, απ’ όλα. Ποδιές έραβα, φόραγανε ποδιές οι γυναίκες τότε.

Βλάχιες, νοικοκυρόβλαχες έρχοντανε κι έραβανε. Είχα πελατεία.

Απ’ τα λεφτά μ’ ψώνιζα σεντόνια, πετσέτες, για το σπίτι μ’. Η Σοφία ύφαινε. Ένα δκό τ’ς , ένα δκό μ’. Εγώ έραβα. Η πεθερά μ’ έφκιανε το φαί. Ήτανε καλή γυναίκα.

Υφάσματα έπαιρναμει απ’ τ’ Αγρίνιο. Είχα και πολλά κουρίτσα, έρχοντανε εδώ να τα μάθω μοδίστρες. Χρύσω Σταματάκη λέγομτανε ηγώ. Ήμτανε τίμια και καλή κι με τίμαγαν όλοι εμένα!

Τ’ μηχνή νέχω σε ναι γωνιά στο μαγαζί. [στο Καφεπαντοπωλείο που είχε]. Ήμτανε πλεονέχτσα κι δούλεψα πολύ, στα καπνά, στα πρόβατα κι μοδίστρα.

Τώρα είμαι 93- 94 χρονών! Δε ράβω τώρα». (Προφορική αφήγηση της Χρύσως Λαϊνά, 09-04-2023).


Η μοδίστρα βρισκόταν πολύ κοντά στην πελάτισσα. Ακουμπούσε, άγγιζε το σώμα της και γνώριζε τις ατέλειες και τα σημεία που έπρεπε να αναδείξει. Η ίδια μέσα από το επάγγελμά της αποκτά νέες και όμορφες συνήθειες. Υιοθετεί την περιποίηση, την καθαριότητα, καθώς και τρόπους καλής συμπεριφοράς που επιβάλλεται να ακολουθεί. Αυτές τις καλές συνήθειες μεταδίδει και σε πελάτισσες που την έχουν ως πρότυπο. Η πελάτισσα «αφήνεται στα χέρια» της άξιας μοδίστρας, προκειμένου να βελτιωθεί η εικόνα, η ομορφιά της. Η εμφάνιση και η ένδυση μιας γυναίκας έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση ενός καλού γάμου και γενικά στην ανάλογη αποδοχή της από την κοινωνία του χωριού ή της πόλης… Γενικά η καλαισθησία και η κομψότητα προκαλεί θετικά σχόλια.

Οι επαγγελματίες μοδίστρες είχαν πελάτισσες ευκατάστατες και μη. Για να ολοκληρώσουν ένα φόρεμα, ένα ταγιέρ κ.ά. απαιτούνταν τρεις πρόβες. Η πρόβα έπαιρνε και τον κοινωνικό χαρακτήρα της επίσκεψης. Η γυναίκα περίμενε με χαρά την έξοδο από το σπίτι της για πρόβα. Ήταν μια ευκαιρία εξόδου από τη μονοτονία των καθημερινών καθηκόντων. «Έχω πρόβα στη μοδίστρα μου», έλεγε, και με χαρά έβγαινε από το σπίτι. Συνήθως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας η μοδίστρα και η πελάτισσα συζητούσαν διάφορα θέματα της καθημερινότητας και διαμόρφωναν μια στενότερη σχέση. Αρκετές φορές η μοδίστρα έδινε «στυλιστικές» οδηγίες στην πελάτισσά της. Δηλαδή πώς θα φορέσει το φόρεμα, με τι παπούτσια, πανωφόρι κ.λπ. Σαν τις σημερινές στυλίστριες. Ακόμη και χρήσιμες συμβουλές συμπεριφοράς μπορούσε να δώσει στις νεαρές πελάτισσες…

Η τέχνη της μοδιστρικής απαιτεί υπομονή, προσοχή και αρκετές ώρες εργασίας. Σκυμμένη με τη βελόνα στο χέρι, το μέτρο και το ψαλίδι μετατρέπει ένα ύφασμα σε ένδυμα. Η καλή μοδίστρα κρίνεται από το αποτέλεσμα. «Κρένει το ρούχο τ’ς»! έλεγαν χαρακτηριστικά στο χωριό. Δηλαδή τα άψυχα υφάσματα στα χέρια της αποκτούν ψυχή και φωνή… Τα παραγόμενα ρούχα διαφήμιζαν την καλλιτεχνία της. Η καλή φήμη τις εξασφάλιζε νέες πελάτισσες και παραγγελίες. Και επομένως χρήμα στην οικογένειά της.

Η μοδίστρα κάλυπτε τις ανάγκες της οικογένειας σε ένδυση. Αξιοποιούσε αρκετές φορές παλιά ρούχα για τη δημιουργία νέων που θα φορούσαν τα μέλη του σπιτιού. Αυτή η μεταποίηση ήταν σημαντική κυρίως σε περιόδους φτώχειας και στέρησης βασικών αγαθών. Η μοδίστρα με την τέχνη της κάλυπτε τη φτώχεια!

Παραθέτω ένα ενδεικτικό παράδειγμα που μια απλή «μοδιστρούλα» κάλυψε τη γύμνια των αδελφιών της, κάλυψε τη φτώχεια της Κατοχής…

«Είχαμε κηδείες από την πείνα. Νταν, νταν, η καμπάνα κάθε μέρα.

Όταν πέθανε ο παππούς, η γιαγιά χτύπαγε το στήθος… Τότε τους πλένανε τους νεκρούς, τους σαβανώνανε. Έγινε τότε ένας διάλογος ανάμεσα στη νύφη και την πεθερά:

-Μάνα να τ’ βάλουμε το παντελόνι ή τ’ φουστανέλα;

-Θα τον βάλουμε ωραία με τ’ φουστανέλα τ’!

-Μάνα να μην τη βάλουμε. Να τ’ βάλουμε το παντελόνι το ντριλένιο.

Ένας καυγάς εκεί πέρα. Ακούει ο πατέρας μ’ από τ’ άλλο δωμάτιο. Τι γίνεται λέει; Τι σαμαντάς είναι αυτός;

Εκεί τότε συμφώνησε η γιαγιά να μην του βάλουν τη φουστανέλα. Να του φορέσουν το ντρίλινο παντελόνι.

Μερικές μέρες μετά, έλα δω Θεοδοσία μου, λέει η μάνα, πάρε το ξυραφάκι να ξηλώσεις τις ραφές της φουστανέλας με υπομονή. Δεν πειράχτηκε καθόλου το ύφασμα της φουστανέλας. Σαράντα πήχες ύφασμα! Μετά βάλανε το καζάνι και βράσανε βελανίδι και βάψανε το ύφασμα χακί, καρυδί ένα χρώμα.

Το βάψανε και φκιάσανε όλα τα παιδιά ένα δυο σώβρακα. Είχαμε μηχανή, μια γερμανικιά μηχανή και τα γάζωνε η αδερφή μου η Θεοδοσία. Δεν είχαμε εσώρουχα… Έπρεπε να ντύσει τόσα παιδιά. […].

Για πλύμα πηγαίνανε οι γυναίκες με τα καζάνια. Φόρτωναν στο γάιδαρο και νύχτα νύχτα πήγαιναν. Μόλις έβγαινε ο ήλιος ανέβαινε ο καπνός απ’ τα καζάνια στον ουρανό. Νερό υπήρχε τρεχούμενο το χειμώνα». (Προφορική αφήγηση του Αλέξανδρου Θ. Κυριαζή στη Μ. Αγγέλη).

Ο υπερήλικας, σήμερα, αφηγητής αφηγείται το περιστατικό και μάλιστα, διακωμωδεί στη συνέχεια τον «καυγά» ανάμεσα στην πεθερά και τη νύφη για τη φουστανέλα! Η νεαρή μάνα ήθελε να σωθεί η φουστανέλα, αλλά ούτε σκέψη βέβαια για τη φύλαξή της ως «οικογενειακό κειμήλιο». Η ανάγκη της ένδυσης των παιδιών παραγκώνιζε όποια άλλη ευαισθησία της μάνας…

Εδώ θα καταθέσω και τη δική μου βιωμένη εμπειρία σχετικά με τη μοδίστρα και την αξιοποίηση των παλιών ενδυμάτων στα νεότερα χρόνια:

Στο χωριό μου, το Μαχαιρά, μια πολύ καλή μοδίστρα στη γειτονιά μας ήταν η Αγγελική Παπαστάμου, σύζυγος του Σπύρου (Πίπη). Θυμάμαι, όταν ήμουνα μαθήτρια Δ Τάξης Δημοτικού, η μάνα μου είχε ξηλώσει ένα μπλε βελούδινο φουστάνι της και το πήγε στη θεια Αγγελική να ράψει ένα δικό μου για το Πάσχα. Πράγματι η χρυσοχέρα μοδίστρα έραψε ένα ωραίο φόρεμα. Στο γιακαδάκι πρόσθεσε λεπτή δαντέλα, καθώς και μπροστά στο στέρνο, για να το διακοσμήσει. Το φορούσα με «λουστρίνια» παπούτσια και λευκές κάλτσες. Μου άρεσε πολύ το βελούδινο φόρεμα και η μάνα χαιρόταν που το φόρεμά της, το οποίο της είχε ράψει η Αγγέλικα Μαυρογιώργου, δεν πήγε χαμένο. Το φορούσα εγώ και εκείνη με καμάρωνε… Και μάλιστα, είχε μάθει και το σχόλιο της «Στάθαινας» Μακρή, που με είχε δει μια Κυριακή στην εκκλησία, «τι ωραία που είναι ντυμένη αυτή η κοπέλα!». (Ρώτησε βέβαια στη συνέχεια «τίνος είναι;» και έμαθε την οικογένειά μου). Τα εύσημα απονέμονταν έμμεσα στη μάνα! Αυτή φρόντιζε το ντύσιμο και την υπόδηση των παιδιών της και ένιωθε μεγάλη ικανοποίηση γι’ αυτή την αξιοσύνη της…

Στο πέρασμα των χρόνων οι χειροκίνητες ή ποδοκίνητες μηχανές εγκαταλείφτηκαν και πήραν μια θέση στα λαογραφικά μουσεία ή σε μια γωνιά του σπιτιού ως κειμήλια. Οι νέες ηλεκτροκίνητες μηχανές πήραν τη θέση τους στο μοδιστράδικο μέχρι να τεθούν σε αργία κι αυτές…

Στη δεκαετία του 1970 τα έτοιμα ρούχα από τις βιοτεχνίες σήμαναν και την αρχή του τέλους για τις μοδίστρες και τη μοδιστρική. Στα πλησιέστερα αστικά κέντρα, Αστακός, Αγρίνιο κ.ά., είχαν ανοίξει καταστήματα ετοίμων ενδυμάτων και έτσι το επάγγελμα της μοδίστρας έφθινε σταδιακά. Με χαρά, μικροί και μεγάλοι αγόραζαν τα έτοιμα ενδύματα, κυρίως σε περιόδους γιορτών. Οι πελάτισσες στις μοδίστρες αραίωναν.

Το παραδοσιακό αυτό επάγγελμα άρχισε πάλι να επανακάμπτει κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, από το 2010 και μετά. Αυτό παρατηρήθηκε περισσότερο στα αστικά κέντρα. Ιδιαίτερα οι μοδίστρες ανέλαβαν την επιδιόρθωση και συντήρηση ρούχων. Στα χωριά τα νέα κορίτσια δεν ενδιαφέρονταν για να μάθουν τη μοδιστρική τέχνη, η οποία άλλωστε ήταν σε πορεία παρακμής.


Κεντητική στη ραπτομηχανή: Κάποιες γυναίκες κεντούν στη μηχανή συνήθως τα προικιά τους ή των κοριτσιών τους. Μερικές δραστηριοποιούνται και επαγγελματικά αναλαμβάνοντας να κεντήσουν την προίκα άλλων κοριτσιών.

Είναι υπέροχα τα κεντημένα στη μηχανή σεντόνια και τραπεζομάντηλα κυρίως, αλλά και σεμέν και καρέ και κουρτίνες που αξιοποιούνται στη διακόσμηση του χώρου. Αληθινά έργα τέχνης!

Πλεκτική τέχνη: Εκτός από τη ραπτική τέχνη οι γυναίκες γνώριζαν και την πλεκτική. Από μικρές μάθαιναν να πλέκουν με τις βελόνες κυρίως ρούχα ένδυσης, όπως μάλλινες φανέλες, ζακέτες, πουλόβερ, φορέματα, τσουράπια, φασκιές κ.ά. Ρούχα τα οποία εκείνη την εποχή ήταν δύσκολο να τα προμηθευτούν από την αγορά.

Ας «ακούσουμε» μια υπέργηρη ξηρομερίτισσα που θυμάται τα νυχτέρια πλεξίματος:

«Δεν κοιμόμαστανε! Τ’ νύχτα έπρεπε να φκιάσουμε τα τσουράπια, τς φανέλες για τα άντρες, φουστάνια δικά μας. Εγώ έφκιασα φόρεμα πλεχτό με σχέδιο, ωραίο… Τη νύχτα με τη λάμπα έπλεκαμε…». ( Προφορική αφήγηση της Πανωραίας Θεοφίλη 29-05-22).

Θυμάμαι τις μάλλινες φανέλες που φορούσε ο πατέρας μου, σχεδόν μέχρι τα γεράματά του. Κυρίως στα χρόνια της τσοπάνικης ζωής τις φορούσε χειμώνα καλοκαίρι. Απορούσα πώς τις άντεχε καλοκαιριάτικα. Υποστήριζε, ότι αυτές είναι πιο υγιεινές από τις βαμβακερές και τον προστάτευαν από τα κρυολογήματα του χειμώνα και τον ιδρώτα του καλοκαιριού… Αυτή ήταν και η γενικότερη αντίληψη τότε, κυρίως για τους τσοπάνηδες που ήταν στην ύπαιθρο όλες τις εποχές.

Το χειμώνα φορούσε και πλεχτές μάλλινες κάλτσες, τα λεγόμενα «τσουράπια». Οι κάλτσες αυτές πλέκονταν με ειδικές βελόνες, «τσουραποβέλονες», για να χρησιμοποιήσω μια λησμονημένη ξηρομερίτικη λέξη. Μετά βάφονταν με μαύρη μπογιά. Οι φανέλες δεν βάφονταν. Διατηρούσαν το φυσικό χρώμα του μαλλιού των προβάτων.

Σχετικά με τις μάλλινες φανέλες ο συγγραφέας Δερμιτζάκης σημειώνει:

«Οι μάλλινες φανέλες προφύλασσαν από τα κρυολογήματα και τις φορούσαν υποχρεωτικά όλοι όσοι είχαν πάθει πλευρίτιδα, μια αρρώστια που την πάθαιναν συχνά εκείνη την εποχή. Τελικά οι φανέλες αυτές μάλλον ζημιά τους έκαναν παρά καλό. Δεν τολμούσαν να τις βγάλουν το καλοκαίρι, γιατί τις είχαν, λέει, συνηθίσει, και καθώς ίδρωναν και ξέδρωναν, όλοι άρπαζαν στο τέλος βρογχικά. Εμείς τα παιδιά είχαμε γλυτώσει από αυτές, γιατί αρνούμασταν να τις φορέσουμε, επειδή ήταν, λέει, γεροντίστικες… (Δερμιτζάκης, 1995: 66)».

Εκτός από το πλέξιμο με τις βελόνες οι γυναίκες γνώριζαν και το πλέξιμο με το βελονάκι, κυρίως ειδών που αξιοποιούσαν στη διακόσμηση του οικιακού χώρου.

Θυμάμαι στο χωριό, στα νεότερα χρόνια, τις υπερήλικες γυναίκες της γειτονιάς, τη θεια Καλλιόπη, τη θεια Μυγδάλω, τη θεια «Στράταινα», τη Θεια Κίρκη και άλλες, να κάθονται παρέα, με το βελονάκι στο χέρι, και να πίνουν τον απογευματινό καφέ. Έπλεκαν ακόμη δαντέλες για τα κορίτσια και τις εγγόνες τους… Είχαν συνηθίσει με ένα εργόχειρο στο χέρι. Να μην σταματούν τα χέρια. Ίσως αυτό το πλέξιμο ήταν και ψυχοθεραπεία γι’ αυτές τις ίδιες, σε συνδυασμό βέβαια με την όμορφη συντροφιά. Γραφικές εικόνες που δεν παρατηρούνται πια… Τα εργόχειρα αυτά τα παραμέρισε η μόδα της εποχής. Κάποιες γυναίκες τα φυλάσσουν στα ντουλάπια ως οικογενειακά κειμήλια. Κάποιες ίσως τα θεώρησαν «περιττά» και ως άχρηστα τα πέταξαν. Όταν βλέπω σε πάγκους λαϊκών και παζαριών, σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και στο εξωτερικό, τέτοια πλεκτά και κεντήματα, γυναικών έργα, νιώθω λύπη που πετάχτηκαν, αλλά και χαρά που κάποιες νέες γυναίκες τα αγοράζουν και τους δίνουν μια νέα ζωή…

Θα κλείσω με ένα συγκινητικό ποίημα της Μαίρης Πέστροβα:

Περιμένω την μοδίστρα μου.

Μόνο αυτή ξέρει το μήκος του χεριού μου

Και ανάλογα ράβει πάνω του το μανίκι.

Αν και την παρακάλεσα να αρχίζει να το κονταίνει

Αφού όσο πάει, συρρικνώνεται.



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.

.....................................................................................................................