Δύο σημαντικά γεγονότα προς το τέλος του Φθινοπώρου του 1941 είχε επιφυλάξει για την Πατρίδα και κατ’ επέκταση και για μας τα παιδιά ο πρώτος χρόνος της Γερμανοϊταλικής κατοχής :
Το πρώτο ήταν ότι οι καμπάνες της Εθνικής Αντίστασης δεν είχαν σημάνει ακόμη , και ο Λαός ακέφαλος ήταν αφημένος στην τύχη του αυτός και το βιός του, που πιο πάνω περιγράψαμε.
Δεύτερον:
ο υποσιτισμός , είχε απλωθεί και στην ύπαιθρο, τουλάχιστον στις πολυμελείς οικογένειες , δείχνοντας τα δόντια του καθώς απλωνόταν καθημερινά όλο και σε μεγαλύτερα στρώματα Λαού που δεν είχαν ζωικό κεφάλαιο .
Τρίτον:
Στις ελλείψεις μας αυτές, προστέθηκε από τις αρχές Δεκεμβρίου και ο Σιβηρικός παράγοντας το κρύο , με πολλούς βαθμούς κάτω του μηδενός για μήνες , που μας αποστέρησε και αυτά ακόμη τα λάχανα. Όλες οι χέρσες εκτάσεις ένας μεγάλος παγετώνας. Ο θάνατος πήρε μεγάλες διαστάσεις και πρόωρα έφυγε πολύς γεροντικός κόσμος μαζί με ένα σωρό οικογενειάρχες φυματικούς . Όλα αυτά ανέβαζαν το δράμα του Λαού μας προς την κορύφωση της τραγωδίας του.
Παιδί ενδεκάχρονο ζούσα τη μοναξιά μου και την ανέχειά μου, καθώς στον υποσιτισμό της φαμελιάς μας , ενσωματωμένα και η ξυπολησιά , τα τριμμένα μάλλινα ρούχα , το σαπούνι της υγείας και τα τόσα άλλα , όλα μαζί ένα κουβάρι φθοράς δεμένο πάνω μας , που μαρτυρούσαν , παρατηρώντας την λιποβαρή υπόστασή μας με τα γυμνά πλευρά του σώματός μας που επιβεβαίωναν του λόγου το αληθές.
Τα παπούτσια μου αγορασμένα από το 1939 με είχαν εγκαταλείψει. Ήμουν εντελώς ξυπόλητος . Και όμως συνηθισμένοι σ’ αυτά , τα παραβλέπαμε και δεν δίναμε σημασία. Την προσοχή μας ,τραβούσε προσθαφαιρώντας τις ημέρες , η γιορτινή περίοδο των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και η προσμονή της απλοχεριάς των αγαθών κατά τις ευχάριστες οικογενειακές και συγγενικές στιγμές μετά τις εκκλησιαστικές υποχρεώσεις μας .
Όμως ρυθμιστής όλων των ανωτέρω , ήταν η «μεγάλη » σφαγή των καλοθρεμμένων με βελάνι χοίρων ( γουρουνιών) που έφταναν τις 120 οκάδες , τα οποία θα εξασφάλιζαν στις οικογένειες το κρέας και το λίπος για ένα μεγάλο διάστημα.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα , ο δάσκαλός μας Γεώργιος Τασούλης λόγω της κατάρρευσης του Κράτους , δεν ημπορούσε να παραμείνει διδάσκων το επόμενο χρόνο χωρίς χρήματα . Μας ειδοποίησε να φέρουμε όλοι από ένα σακούλι καλαμπόκι σε αντιστάθμισμα της αμοιβής του , για το πρόωρο ενδεικτικό που θα μας έδινε.
Δεν ανταποκρίθηκε ο πατέρας μου γιατί είμαστε 9 παιδιά στο έλεος της μεγάλης ανέχειας. Είχε πάρει την απόφασή του να με στείλει να συνεχίσω μετά τις διακοπές των εορτών το Γενάρη , στο σχολείο της Μαχαιράς στο διδάσκαλο Γεροπάνο . Θα έμενα όπως και έγινε στο εξάδελφό του Χρίστο Μπαρμπαρούση όπου εκεί είχαν πρόβατα και η διατροφή ήταν αρκετά βελτιωμένη. Πως όμως , να πήγαινα ξυπόλητος; Θα διασύρονταν το όνομα της οικογένειας . Ένας καβγάς τρικούβερτος άναψε στο ανδρόγυνο.
- Ε μαρέ Θωμά , πώς θα το στείλ ‘ς το πιδί στ’ Μαχαιρά ξ’πόλ’το; -
Δεν ντρέπεσαι γυναίκα, έχω χρήματα ; Πως θα τα πάρω αυτά τα παπούτσια; Αντάλλαξαν και άλλες κουβέντες πιο βαριές και μη ανακοινώσιμες.
Τόση ισχύ είχε η συμπεριφορά του «νοικοκύρη» , που η μάνα μου με πήρε αργότερα παράμερα και μου λέγει : - Πες του πατέρα σου Αλέξανδρε με καλό τρόπο , (γιατί εμένα δεν με ακούει) να σου φτιάξει πρόχειρα παπούτσια από το τομάρι του γουρουνιού που θα σφάξουμε τα Χριστούγεννα . Τώρα είναι η ευκαιρία! Δεν είχε βλέπεις το θάρρος να το πει εκείνη. Λίγο αργότερα θα βρεθεί η ευκαιρία και θα απευθυνθώ με τις λέξεις : - Πατέρα σε παρακαλώ , δεν μπορείς να μου φτιάξεις ένα ζευγάρι γουρνοθηλιές (γουρνοτσάρουχα) από καμιά άκρη από το τομάρι του γουρουνιού ; ( που θα σφάξουμε ) έχουν και άλλα παιδιά στο χωριό –Μωρέ παιδί μου , το έχουμε να φτιάσουμε το σαμάρι του γαϊδάρου που είναι πληγιασμένο ένα χρόνο χωρίς καλό σαμάρι. Έτσι κρίνονταν η προτεραιότητα τότε . – Δεν πειράζει πατέρα αν δεν φτάσει ας πάω έτσι. Μετά την εκδορά φώναξε τον επιστήθιο φίλο και κουμπάρο του Χρήστο Καραμπέκιο γνώστη αυτού του είδους της υπόδησης , και όλος χαρά πήγα στο σχολείο του Μαχαιρά με τα καινούργια γουρνοπάπουτσα .
Στις συναντήσεις μας , με τα παιδιά της ηλικίας μου, διαπίστωνα ότι σε τέτοιο σημείο είχε φτάσει η πείνα και η ανέχεια , ώστε και τα τομάρια από τις σφαγές των χοίρων το χειμώνα του 41 φαγώθηκαν κρυφά από τα ίδια τα παιδιά παρά τις απαγορεύσεις των γονιών ,που το προόριζαν όλοι να το χρησιμοποιήσουν στη σαγματοποιία για τα σαμάρια των ζώων που ήταν εντελώς απαραίτητο για να τα προφυλάσσει από τις πληγές και να προσδώσουν σταθερότητα και ισορροπία στα φορτία.
Να η διήγηση , του και σήμερα εν ζωή Παναγιώτη Μπιτσώρη. -
Είμαστε πολλά παιδιά και είχαν περάσει οι γιορτές. Βλέπαμε το γουρουνίσιο τομάρι κρεμασμένο παράμερα στην άκρη στο χαγιάτι και το φέρναμε γύρω- γύρω. Με το σουγιά κρυφά έκοψα μια μέρα από το τομάρι ένα μικρό κομματάκι και το έβαλα στα κάρβουνα . Σε λίγο μοσχοβόλησε από το λίπος του όλο το δωμάτιο . Το φαγητό του ήταν τόσο ωραίο. Ακολούθησαν και τα άλλα παιδιά αλλά την ώρα που οι γονείς έλειπαν σε δουλειές ως που τελείωσε.
Με τα γουρνοπάπουτσα, παρ’ όλες τις μικρο- πληγές που κάνουν στα πόδια και πιο πολύ στις φτέρνες, πέρασα μέχρι το 15 Αύγουστου του 1942. Οπότε ήρθε και για κείνα το τέλος. Συνόδευσα τη μάνα μου στο Λιγοβίτσι στη γιορτή της Μονής που είναι στο όνομα της Παναγίας. Αφήσαμε με άλλους συνεκδρομείς τα πράγματά μας σε μια ασφάκα , και μαζί με αυτά κρυφά στη ρίζα στο μέσον και τις γουρνοθηλιές μου , από προσταγή της μάνας μου : - Δεν πηγαίνουμε με τα ζγαρώνια στη Παναγία είναι ντροπή! Όταν επέστρεψα δεν τα βρήκα. Η μυρουδιά του λίπους που φέρνει η ζέστη του καλοκαιριού, είχε τραβήξει τους σκύλους οι οποίοι τα έφαγαν.
Γύρισα ξυπόλητος στο χωριό. Με μια ακόμη πιο εξευγενισμένη μορφή έκανα χρήση του δέρματος του χοίρου , στην πρώτη τάξη του Εαμικού Γυμνασίου Αστακού τον Σεπτέμβριο του 1944. Μόνο σόλες . Τα φόντια από μαλλί , ήσαν πλεγμένα με το βελονάκι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.