Οι καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα είδαν τις τιμές του να εκτοξεύονται σε πρωτόγνωρα και δυσθεώρητα ύψη ενώ πολλοί συμπολίτες μας δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς.
Περί τις 350 διακοπές ρεύματος πραγματοποιούν, σε καθημερινή βάση, οι εταιρείες πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας, σε καταναλωτές, που αδυνατούν να αποπληρώσουν την αξία του ρεύματος, που καταναλώνουν.
Ταυτόχρονα αυξήθηκαν υπερβολικά οι τιμές των αγαθών και κυρίως των σιτηρών και των παραγώγων τους , όπως και των ζωοτροφών, αφού η χώρα μας σε μεγάλο βαθμό προμηθεύεται φυσικό αέριο , σιτηρά και ζωοτροφές από τις δύο εμπόλεμες χώρες, Ουκρανία και Ρωσία. Ο πληθωρισμός, μετά από πολλά χρόνια, σκαρφάλωσε τον Απρίλιο στο 9,4%, ως αποτέλεσμα των αυξήσεων σε ενέργεια και σε αγαθά πρώτης ανάγκης.
Η παγκόσμια Τράπεζα, σε πρόσφατη εκτίμησή της αναφέρει ότι ‘’το σοκ από την ακρίβεια σε τρόφιμα και καύσιμα δεν θα λήξει πριν το 2025’’.
Η πολεμική εμπλοκή δύο χωρών , πολύ κοντά στη γειτονιά μας, και οι συνέπειες αυτού του πολέμου αναδεικνύουν με τον πιο εμφατικό τρόπο την ανάγκη η χώρα να είναι όσο το δυνατόν πιο αυτάρκης, αν θέλει να επιβιώσει και να μην αντιμετωπίσει ο πληθυσμός της καταστάσεις απόλυτης φτώχειας, ή και λιμού, σε ακόμα δυσκολότερες συνθήκες, που κανείς πλέον, δεν μπορεί να τις αποκλείσει.
Η Ελλάδα, αυτάρκης στο πρόσφατο παρελθόν- τουλάχιστον σε ότι αφορά την παραγωγή τροφίμων για τις ανάγκες του λαού της- έπαυσε να είναι από τη στιγμή που ακολούθησε, αναγκαστικά, τις επιταγές της ΕΕ και τους κανόνες και δεσμεύσεις της παγκοσμιοποίησης.
Πολιτικές και πρακτικές που εστιάζουν στο κόστος και μόνο του προϊόντος, ωσάν αυτό να είναι το μόνο ζητούμενο, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο.
Οι θιασώτες των πολιτικών αυτών αδιαφορούν και μένουν ασυγκίνητοι για το τι θα συμβεί σε μία χώρα, που δεν παράγει τα απαραίτητα για τον λαό της, σε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης, όπως η παρούσα, ή σε περίπτωση πχ περιβαλλοντικών καταστροφών από φυσικά φαινόμενα, όπως πλημμύρες, πυρκαγιές και ξηρασία.
Φαινόμενα, που όλο και πιο συχνά –ιδιαίτερα αυτό της λειψυδρίας- εμφανίζονται απειλητικά τα τελευταία χρόνια, σε παγκόσμιο επίπεδο .
Σε τέτοιες περιπτώσεις, πόση βαρύτητα μπορεί να έχει το μοναδικό κριτήριο, που τίθεται από την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κανόνων της παγκοσμιοποίησης, και που δεν είναι άλλο από το χαμηλό κόστος των αγαθών ;
Μια πολιτική που εφαρμόζεται τα τελευταία 30 χρόνια και είχε αποτέλεσμα, σε ότι αφορά την Ελλάδα από αυτάρκης που ήταν, να εισάγει, σχεδόν, όλα τα βασικά αγροτικά προϊόντα, από γειτονικές ή άλλες, τρίτες χώρες, που έχουν χαμηλό κόστος παραγωγής, σε σχέση με το αντίστοιχο ελληνικό.
Σιτάρια, καλαμπόκι, ζάχαρη, όσπρια, λαχανικά και φρούτα, κρέατα και τυριά, αλλά και καπνά εισάγονται αφειδώς, τη στιγμή που η ελληνική παραγωγή περιορίστηκε επικίνδυνα, γιατί οι έλληνες παραγωγοί αδυνατούν να ανταγωνιστούν τους συναδέλφους των άλλων χωρών, λόγω υψηλού κόστους παραγωγής, που ως ένα μεγάλο βαθμό είναι και αποτέλεσμα του ισχυρού ευρώ, ή γιατί η ΕΕ επέβαλε την μείωση, ή την παύση ορισμένων καλλιεργειών.
Και αυτό τη στιγμή, που οι συνθήκες παραγωγής τους είναι ιδανικές στην Ελλάδα λόγω των ευνοϊκών κλιματολογικών συνθηκών και εδαφολογικών δυνατοτήτων.
Ο πάλαι ποτέ σιτοβολώνας, ο μοναδικός στο είδος του Θεσσαλικός κάμπος αντιμετωπίζει το φάσμα της ερημοποίησης, λόγω λειψυδρίας. Την ίδια στιγμή τα νερά του Αχελώου χάνονται ανεκμετάλλευτα στο Ιόνιο Πέλαγος.
Δεν κατέστη δυνατόν μέχρι σήμερα να εξευρεθεί λύση ώστε οι τεράστιες ποσότητες νερού να διαχειρίζονται με λελογισμένο τρόπο διασφαλίζοντας ότι και τα υδροηλεκτρικά έργα Μεσοχώρας και Συκιάς θα λειτουργήσουν, και ο Θεσσαλικός κάμπος θα αρδεύεται και οι απαραίτητες ποσότητες νερού θα διοχετεύονται στα υπόλοιπα φράγματα (Κρεμαστών, Καστρακίου, Στράτου) και από εκεί να ακολουθούν την πορεία της κοίτης του ποταμού.
Είναι όλα αυτά εφικτά ; Προφανώς και είναι. Αρκεί να υπάρξουν οι κατάλληλες μελέτες από γνώστες του αντικειμένου και η δημιουργία των απαραίτητων έργων και , φυσικά, η σωστή διαχείριση του υδάτινου όγκου, ώστε να διασφαλίζονται οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις και να μη διαταραχθεί το οικοσύστημα.
Αυτό, όμως, δεν μπορεί να συμβεί, παρά μόνο αν το όλο θέμα ξεφύγει από την μικροπολιτική και κομματική αντιπαράθεση και εάν αντιμετωπισθεί ως έργο εθνικού και όχι τοπικού χαρακτήρα και ενδιαφέροντος.
Η επίλυση και μόνο του ζητήματος αυτού, που παραμένει σε εκκρεμότητα τα τελευταία 40 χρόνια, θα μπορούσε να εξασφαλίσει ηλεκτρική παραγωγή, ίση με το 7% των αναγκών της χώρας και απόλυτη κάλυψη των αναγκών της σε σιτηρά, ζωοτροφές βαμβάκι και άλλα προϊόντα, τα οποία σήμερα έχουν υπερτιμηθεί, ενώ ορατός είναι ο κίνδυνος σημαντικών ελλείψεων, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται ακόμα και για την επιβίωση του ελληνικού λαού.
Σε ότι αφορά στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι όχι μόνο αυτάρκης, αλλά να διοχετεύει ρεύμα και σε άλλες χώρες, αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη. Όμως, η υστέρηση στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και το απαρχαιωμένο δίκτυο διανομής, στερούν αυτή τη στιγμή και για τα επόμενα χρόνια τη δυνατότητα η Ελλάδα να απεξαρτητοποιηθεί, σε μεγάλο βαθμό ,από το εισαγόμενο φυσικό αέριο και το πετρέλαιο.
Όλα αυτά είναι θέμα σοβαρού σχεδιασμού, αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία καταδεικνύει πόσο αδήριτη είναι η ανάγκη να ακολουθηθεί πολιτική αυτάρκειας όχι μόνο στο τομέα της ενέργειας και των αγροτικών προϊόντων και τροφίμων αλλά και σε άλλους τομείς, όπως πχ της Άμυνας. Μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί να είναι υπόθεση ενός κόμματος, ή μιας κυβέρνησης, αλλά όλου του πολιτικού συστήματος αφού η επάρκεια διασφαλίζει τη βιωσιμότητα μιας χώρας και του λαού της.