Ο
θρυλικός κλέφτης Κατσαντώνης ήταν ένας
από τους διασημότερους αγωνιστές της
προεπαναστατικής περιόδου. Πατέρας του
ήταν ο Σαρακατσάνος αρχιτσέλιγκας
Γιάννης Μακρυγιάννης από το Βασταβέτσι
Ηπείρου. Η μητέρα του ονομαζόταν Αρετή
και καταγόταν από το Μάραθο Αγράφων...
Ο
Αντώνης γεννήθηκε γύρω στο 1770, αδέρφια
ήταν ο Κώστας Λεπενιώτης, ο Γιώργος
Χασιώτης και ο Χρήστος. Το όνομά του,
κατά μια εκδοχή, προέρχεται από το
Σαρακατσάνος, Κάτσιος Κάτσιο-Αντώνης.
Σύμφωνα
με την παράδοση, όταν παραχείμαζε η
οικογένειά του στη Λεπενού Ακαρνανίας,
καταγγέλθηκε από τον καραγκούνη Γιάγκο
στον Αλή Πασά ότι του έκλεβε πρόβατα
και τα έστελνε στους κλέφτες. Έτσι
συνελήφθη με τον πατέρα του και οδηγήθηκαν
στα Γιάννενα, όπου πλήρωσαν μεγάλο ποσό
και έμειναν ελεύθεροι. Όταν γύρισε πίσω
ο Κατσαντώνης πήρε το όπλο του, βγήκε
στο βουνό και όπου μπορούσε χτυπούσε
τους σπαήδες και φοροεισπράκτορες του
Αλή. Ο Αλής συνέλαβε τότε τον πατέρα
του, δήμευσε την περιουσία του και έκαψε
το σπίτι του. Τότε βγήκαν στο βουνό και
τα αδέλφια του. Τελικά ο πατέρας του
πέθανε στις φυλακές της Άρτας.
Μετά
από αυτό, το κλέφτικο σώμα του Κατσαντώνη
συνεχώς αυξανόταν. Ύστερα ενώθηκε
με τον θείο και νονό του Βασίλη Δίπλα,
ο οποίος αμέσως τον ξεχώρισε και του
παραχωρεί την αρχηγεία. Τα πρωτοπαλίκαρά
του Κατσαντώνη ήταν: ο Νίκος Μπουρδάρας
(ήταν συγγενής του), ο Παλαιογιώργος
(Ξηρόμερο), ο Βρυκόλακας (Ξηρόμερο), ο
Συριπέσιος (Ζαβέρδα), δύο με το όνομα
Ακρίδας (Βόνιτσα), ο Φραγκίστας και ο
Πάνος Κατσίκης. Το 1804 πήγε μαζί του ο
Δημοτσέλιος και την επομένη χρονιά και
ο Καραϊσκάκης. Ο Βαλαωρίτης, από
πληροφορίες συναγωνιστών του Κατσαντώνη,
τον περιγράφει ως εξής: «Τα όπλα του
ήταν πολυτελέστετα. Μαύρη εκ της τριβής
η φουστανέλλα του. Πανταχού του σώματός
του έλαμπεν αργυρός και χρυσός. Αναστήματος
μετρίου, το όμμα του ήτο κεραυνός. Μέλας,
μακρός και δασύς ο μύσταξ, οφρύες
νεφελώδεις, γλυκεία και αρμονική η φωνή
του».
Η
δράση του Κατσαντώνη άρχισε να φοβίζει
τον Αλή πασά και εκείνος του πρότεινε
να τον πάρει στη δούλεψή του, όμως ο
Κατσαντώνης του ζήτησε τριακόσιους
μισθούς (λουφέδες) -όσο ήταν και τ’
ασκέρι του- και ο Αλής δεν δέχτηκε. Έτσι
ο πόλεμος ανάμεσά τους συνεχίστηκε
σφοδρότατος από το Ξηρόμερο μέχρι τα
Άγραφα. Ο Αλής αναθέτει στον Γιουσούφ
Αράπη (1804), διορίζοντάς τον γενικό αρχηγό
με απόλυτη εξουσία ζωής και θανάτου
στους χριστιανούς, να τον βρει και να
τον σκοτώσει. Ο Αράπης έρχεται στο
Ξηρόμερο με 1.200 Αλβανούς Λιάπηδες,
στρατοπεδεύει στην Κατούνα να περιμένει
να κατέβουν οι Κατσαντωναίοι να
ξεχειμωνιάσουν. Από εκεί στέλνει τον
Κουτσούκ Μουσταφά μπέη με 150 Αρβανίτες
να συλλάβει όλους τους προεστούς και
τους προύχοντες του Ξηρομέρου και του
Βάλτου και να τους οδηγήσει στην Άρτα.
Όταν
ο Κατσαντώνης έμαθε τα καθέκαστα, αφού
οι προεστοί είχαν προλάβει να τον
ειδοποιήσουν, κατεβαίνει στην περιοχή
και παρακολουθεί από μακριά τους
Αρβανίτες που είχαν τους προεστούς,
περιμένοντας ευκαιρία να τους χτυπήσει.
Οι Αρβανίτες, φοβούμενοι αιφνίδια
επίθεση, μαζί με τους προεστούς είχαν
στρατολογήσει και 200 χωρικούς και τους
οδηγούσαν προς την Άρτα. Όταν πέρασαν
τα επικίνδυνα σημεία ο Κουτσούκ Μουσταφά
μπέης αφήνει τους χωρικούς να φύγουν.
Σε ένα στενό πέρασμα κοντά στην Κεχρινιά
ο Κατσαντώνης τους χτυπάει. Ύστερα από
μια ώρας αιματηρής μάχης σκοτώνονται
όλοι σχεδόν οι Αρβανίτες, μαζί και ο
αρχηγός τους. Μόνο 5 κατάφεραν να
γλυτώσουν. Αυτοί, τρεπόμενοι σε φυγή,
φώναζαν: "Δε χόρτασες, ωρέ Κατσαντώνη,
από Τούρκους, άφησέ μας να δώσουμε
χαμπέρι τι έγιναν οι συντρόφοι μας".
Από τους άντρες του Κατσαντώνη έπεσαν
3 και πληγώθηκαν 5, ενώ τραυματίστηκαν
και 2 προεστοί ελαφρά.
Σε
μια άλλη επιδρομή του Γιουσούφ Αράπη
τα παλικάρια του Κατσαντώνη άντεξαν σε
επίθεση Τούρκων στο Βούστρι επί τέσσερις
ώρες και με τα σπαθιά στα χέρια τους
αποδεκάτισαν. Εκεί σκοτώθηκε μόνο ένας
κλέφτης και πληγώθηκαν δύο. Η νίκη αυτή
έκανε τους σκλαβωμένους Έλληνες να
αναθαρρήσουν και τον Αράπη να φύγει για
τα Γιάννενα ντροπιασμένος. Το όνομα του
Κατσαντώνη έγινε πια θρύλος στο Βάλτο,
το Ξηρόμερο και τα Άγραφα και από στόμα
σε στόμα κυλάει μέχρι και τα Γιάννενα.
Τον
Γιουσούφ Αράπη ο Αλής τον αντικατέστησε
με τον Άγο Βάσιαρη Μουχουρντάρη
(σφραγιδοφύλακα), ο οποίος επιτέθηκε
στον Κατσαντώνη. Στη μάχη οι κλέφτης
νίκησαν, όμως σκοτώθηκε ο Β. Δίπλας. Σε
συμπλοκή το 1805 στην Κρύα Βρύση ο
Κατσαντώνης σκοτώνει με τα χέρια του
τον περίφημο Αλβανό στρατηγό Βελή Γκέκα.
Ο Βελή Γκέκας είχε ορκιστεί στον Αλή
ότι θα του έφερνε το κεφάλι του Κατσαντώνη.
Η
φήμη του Κατσαντώνη ήταν πια μεγάλη και
οι Ρώσοι του πρότειναν να καταταχθεί
στα τάγματά τους στα Επτάνησα, όμως ο
Κατσαντώνης δεν δέχτηκε λέγοντας ότι
η Ρωσία δεν έχει ανάγκη από αυτόν, ενώ
τα Άγραφα έχουν. Το 1807 (1 Ιουλίου) λαμβάνει
μέρος στη σύσκεψη κλεφτοαρματωλών στην
Λευκάδα, ύστερα από την πρόσκληση του
Καποδίστρια, και έδωσε τον όρκο για την
απελευθέρωση της Ελλάδας.
Τελικά
ο Αλή πασάς κατέφερε να εξοντώσει τον
ξακουστό κλέφτη όταν αυτός προσβλήθηκε
από ευλογιά και κρύφτηκε σε ένα σπήλαιο
της Ακαρνανίας με τους αδερφούς του
Χασιώτη, Λεπενιώτη και τέσσερις
συντρόφους. Εκεί τους εφοδίαζε ένας
βοσκός, όμως γρήγορα ο Αλής το έμαθε. Ο
Άγος Βάσιαρης κατεβαίνει από τα Γιάννενα
και συλλαμβάνει τον βοσκό, ο οποίος,
ύστερα από σκληρά βασανιστήρια, μαρτύρησε
τη σπηλιά που ήταν ο Κατσαντώνης.
Οι
Αρβανίτες του Βάσιαρη κύκλωσαν τη
σπηλιά. Όμως ο Χασιώτης άρπαξε στους
ώμους του τον Κατσαντώνη και διέφυγε.
Μετά από λίγο οι υπόλοιποι έκαναν έφοδο
με τα σπαθιά τους και διέφυγαν και αυτοί.
Ο Χασιώτης κουβαλούσε τον αδερφό του
στους ώμους του επί εφτά ώρες, ενώ από
πίσω τους κυνηγούσαν οι Αρβανίτες.
Τελικά τους κύκλωσαν σε μια χαράδρα
κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη
στο Παλιοκάτουνο Άρτας. Έτσι συμφώνησαν
να παραδοθούν. Ο Βάσιαρης τους οδήγησε
στα Γιάννενα. Ο Αλής προσπάθησε να μάθει
που είχε κρύψει ο Κατσαντώνης τα χρήματά
του, αφού στην σπηλιά ο Βάσιαρης δεν
βρήκε τίποτα. Όμως ο Κατσαντώνης δεν
απαντούσε και οι δύο αδελφοί οδηγήθηκαν
στον ιστορικό πλάτανο, όπου πέθαναν
ύστερα από βασανιστήρια και τη συντριβή
των οστών τους. Όσο διαρκούσε το μαρτύριο
ο Κατσαντώνης περιφρονητικά έλεγε στον
Αλή: «Έρμα γρόσα, έρμα γρόσα». Τα δύο
παλικάρια πέθαναν στον πλάτανο στα τέλη
Σεπτεμβρίου 1808.
Το
όνομά του Κατσαντώνη έμεινε θρύλος και
τραγουδήθηκε από τα χείλη του λαού όσο
κανενός άλλου κλέφτη. Είναι ο πιο
ξακουστός και ο πιο αντιπροσωπευτικός
τύπος του Ρουμελιώτη κλέφτη της
προεπαναστατικής περιόδου που έγινε ο
φόβος και ο τρόμος όλης της αρβανιτιάς
και του Αλή πασά. Η απώλειά του είχε
αρνητικά αποτελέσματα για το προεπαναστατικό
κίνημα στη Δυτική Ελλάδα.
Δημοτικό
του θανάτου του Κατσαντώνη
Έχετε
γεια ψηλά βουνά και σεις κρύες βρυσούλες
και
σεις Τζουμέρκα κι' Άγραφα, παλικαριών
λημέρια.
Αν
δείτε τη γυναίκα μου, αν δείτε και το
γιο μου
πείτε
τους πως με πιάσανε με προδοσιά και
δόλο.
Αρρωστημένο
μ' εύρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα
Σαν
το μωρό στην κούνια του, στα σπάργανα
δεμένο.
Σ.Ο.
https://akarnanika.blogspot.com/
Related Posts :