Η σάρκα του κρασιού: Γράφει ο ΠΑΛΗΓΕΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ


Γράφει ο ΠΑΛΗΓΕΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Κάθε που κατέβαινε στο κατώι, η Γούλαινα τήραε τις νταμιτζάνες αν έχουνε κρασί. Σαν κόντευε να σωθεί-είχανε κάμποσες νταμιτζάνες- έδινε διάτα στα παιδιά της να πάνε στο χωριό της τον Πρόδρομο*-στο σόϊ το πατρικό της- να τις ματαγιομώσουν. Το κρασί δεν έπρεπε να λείπε απ’ το σπίτι· τέτοια σειρά είχε βρει σαν ήρθε νύφη.


Σαν έβλεπε τις νταμιτζάνες με το κρασί να μισαδειάζουν η Γούλαινα, ένιωθε πως ο γέροντας ο πεθερός της ασκώνονταν απ’ τον τάφο του και κρυφωτήραε στο κατώι. Ο μακαρίτης, φόντε ήτανε ακόμα ορθός, είχε αφήκει ευκή και διάτα «κρασί, λάδ’κι αλεύρ’ να μην απουλείπουντι απ’ του κουνάκι μας».

Σαν ήρθε ώρα του γέροντα, πήγανε δυο συγγενείς κι έσκαψαν το λάκκο του, νάναι έτοιμος, να τονε βάλουνε σα διαβαστεί από παπά και ψάλτη. Οι συγγενείς που έσκαψαν ηύρανε κόκκαλα σκόρπια και τα μάζωξαν και τάβαλαν σε μια καναβάτσα να τα πλύνουν οι γυναίκες κι απέ να τα παραχώσουν πλάι στο κασόνι του γέροντα.

Οι νιότερες νυφάδες του γέροντα, άμαθες από θανατικά, άναψαν φωτιά στο φουρναριό να ζεστάνουνε νερό να πλύνουν τα κόκκαλα των πεθαμένων πούχανε λιώσει στον ίδιο λάκκο που ματάνοιξαν τώρα για το γέροντα κι είχανε ξεθαφτεί.

- Τι φκιάντι αυτού μουρές καλιακούδις, μι νερό θα πλύνουμι τα κόκκαλα; Είπε έξαλλη η παλιότερη νύφη, η πρωτοσυνυφάδα να πούμε, η Γούλαινα.

Έμειναν βουβές να τηράνε οι νιότερες νύφες την προεστή συννυφάδα τους και περίμεναν ορμήνια τι να κάμουν.

- Δε νουγάτι, δε ρουτάτι; τους είπε θυμωμένη η Γούλαινα.

Οι νιες νυφάδες, η Λίαινα κι η Χρίσταινα - απ’ άλλα χωριά κι οι δυο τους, στα χρόνια που είχανε μπει στο σπίτι της μάντρας κι είχανε πάρει άντρες τους γιους του γέροντα κι είχανε γένει νοικοκυρές, δεν είχανε θανατικό ως τότε να ξέρουνε σειρές κι εθίματα για το πως παστρεύουν τα ξεθαμένα κόκκαλα.

- Κρασί μουρές, κρασί φέρτι, να πλύνου τα κόκκλα τ’ς πιθιράς, τα κόκκλα τ’ ανδρός μ’, τα κόκκαλα τ’ πιδιού μ’ τ’ Βησσαράκια, κι άρχισε, να τρίβει το χώμα απ’ τα κόκκαλα και κλαίοντας με φωνή που κόβονταν να τραγουδάει το μοιρολόϊ,

«Βλέπεις εκείνο το βουνό το κορφανταριασμένο; Πόχει ανταρούλα στην κορφή και καταχνιά στον πάτο; Στον πάτο βόσκουν πρόβατα και στην κορφή τα γίδια Κι από την πίσω τη μεριά τρία ποτάμια ρένε Το ένα χωρίζ’ τ’ αντρόγυνα, τ’ άλλο χωρίζ’ τ’ αδέρφια, Το τρίτο το φαρμακερό γονέους απ’ τα παιδιά τους»

- Τι κάθιστι μουρές, φέρτι του κρασί! Διάταξε μεσ’ την οδύνη της η Γούλαινα.

- Δεν έχουμι κρασί, αποκρίθη μαζεμένη η Λίαινα, που της είχε το θάρρος.

- Τώρα θα τρυήσουμι, τώρα θα πατήσουμι σταφύλια, τώρα θα φκιάσουμι κρασί! Ήρθανε πίσω οι ψυχές και θα τις αφήκουμε δίχως κρασί; είπε φλογισμένη η Γούλαινα και κατέβηκε σβέλτα στο κατώϊ κι έφερε μια νταμιτζάνα πέντε οκάδες λευκό κρασί και τόχυσε σε μια λεκάνη.

Οι συννυφάδες της έφεραν τρεις άσπρες πετσέτες και τις έστρωσαν πλάι στη λεκάνη κι έκατσαν σιμά της κι έβαναν τα κόκκαλα του κάθε πεθαμένου χωριστά και σιγοντάριζαν στο μοιρολόϊ,

«Εψές, προψές επέρασα στα μνήματα, στη ράχη Κι ακούω ένα μνήμα να βογκά, να βαριαναστενάζει Στο πάτημά μου στάθηκα και το συχνορωτούσα: -Τι έχεις μνήμα μ’ και βογκάς και βαριαναστενάζεις; Μην είν’ το χώμα σου βαρύ κι η πέτρα σου μεγάλη; -Δεν είν’ το χώμα μου βαρύ κι η πέτρα μου μεγάλη, Αλλά πολύ μου πόνεσε για τον απάνω κόσμο».

Κίνησαν για τον Άη Γιάννη να ψάλει το γέροντα ο παπάς κι ο πρωτάγγονάς του ο πρωτοψάλτης. Όλάκερη η Μαχαλά* από κοντά, ‘πως το χούι τότες στα ξόδια, τρανοί, μεσόκοποι και νιοί. Εκεί κι οι φρεγάδες* να τηράνε να τρυγήσουνε ένα βλέμμα απ’ τα ψωμωμένα αγγόνια του γέροντα, ότι η ζωή από πάντα είχε σκοπό να τραβήξει την αράδιασή της με τους ζωντανούς και να σπείρει γενιές σα μπροστά, ‘πως έκαμε κι ο γέροντας στον καιρό του.

Εκεί στο ξόδι, μάτια ζαχαρομύδγαλα φανέρωναν τον έρωτα ξευγενισμένο κι ιερό, σαν αγιοσύνη, καθώς άγια η στιγμή που ξεκορμίζει η ψυχή του πεθαμένου, καθώς ξευγενισμένο κι ιερό το πένθος, καθώς τα νιάτα από φκιασιά τους ποθητά. Το μακρινό το βλέμμα το ερωτικό ανάμεσα στις φρεγάδες και τ’ αγγόνια του γέροντα, απάνω στη θανή του. Φαίνεται πως ο νεκρός βλογάει τη φλόγα της ζωής και της νιότης, ότι δε μπορεί παρά σε κάθε ξόδι να κινάνε νέοι έρωτες, ότι δίχως τον έρωτα κι ο νεκρός δε θάχε ζήσει· ότι δίχως το νεκρό, τον πάσα νεκρό, τώρα το γέροντα, δεν θάχε ο Θεός που ν’ ακουμπήσει.

* *

Κατέβασαν το κασόνι με το γέροντα στο μνήμα κι έβαλαν τα πλυμένα με κρασί κόκκαλα των παλιότερων πεθαμένων τυλιμένα στις άσπρες πετσέτες, της γυναικός του γέροντα πίσω απ’ το κεφάλι του, του γιού του στα δεξιά του και του άγγονά του στ’ αριστερά του. Η Γούλαινα τήραε τώρα να σμίξει την παλιά οδύνη και το φρέσκο πόνο, αλλά ξαλαφρωμένη απ’ το θυμό, σαν το κρασί που έπλυνε τα κόκκαλα να πέρασε στην καρδιά της.

- Άϊστι στου καλό σας κι να μι καρτιρίτι κι ιμένα, είπε στα κόκκαλα και στον πεθαμένο γέροντα πεθερό της η Γούλαινα κι έριξε ένα πλοχέρι χώμα στο μνήμα, να κατευοδώσει. Μας χώρ’σι ου παπάς κι του φκιάρ’ αλλά θα ματασμίξουμι, απόσωσε το στερνό χαιρετισμό της κι έκαμε λίγο πίσω.

Οι άλλοι τη μιμήθηκαν κι έριξαν χώμα με τα πλοχέρια τους στον τάφο κι κίνησαν με ζάλο βαρύ για το σπίτι. Λίγες δρασκελιές η ζωή, έλεγαν χαμηλόφωνα οι γυναίκες· οι άντρες κάπνιζαν τα τσιμπούκια τους και προχώραγαν βουβοί.

Γύρισαν στο σπίτι όπου του γέροντα το ξόδι κι έκατσαν σταυροπόδι ένα γύρο οι γενιές, ο αδερφός του, τα παιδιά του, οι ανιψιοί του και τ’ πιανούμενα αγγόνια του.

Η Γούλαινα με τις συνυφάδες της μπήκανε στο κατώι.

- Να πάρτι κι του ιπίλοιπου κρασί, δυο νταμ’τζάνις ίδιου απ’ αυτό πόπλυνα τα κόκκαλα, τόχι φυλαμένο ο γέροντας, ότ’ είχι νιώσ’ του ταξίδι τ’. Να πάρτι κι τα καρβέλια κι τα ταλάρια* μι τ’ς ελιές κι του τυρί κι ανεβήτι στ’ ανόι.

Οι συννυφάδες αμίλητες έστρωσαν τάβλα κι έβαλαν κρασί στους άντρες. Φάνηκε κι η Γούλαινα.

- Να μι σ’μπαθάτι αφιντάδις, του κουνάκι μ’ ξέμ’νι απ’ άντρα μι ίσκιου, ιγώ σ’κώνου του βάρους τώρα. Φάτι κι πιείτι κι σχουρέστι. Ως τα σαράντα, π’ θα ματαξουρ’στείτι, κρατ’θέιτι, παραπέρα γλιντίστι κι χαρείτι.

- Θιός σχουρέστουνι, είπε ο αδερφός του γέροντα κι έβαλε στα χείλη του την κούπα με το κρασί

- Θιός σχουρέστουνι, είπανε και τα παιδιά του

- Θιός σχουρέστουνι, επανέλαβαν κι οι επίλοιποι άντρες

Όλοι πήρανε τις κούπες τους δίχως να τις ασκώσουν ψηλά και τις έφεραν στα στόματά τους και γεύτηκαν του γέροντα το κέρασμα, κι ένιωσαν μαντήλι ανεμισμένο το φευγιό του.

Πύλινες κούπες κρασιού

Οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά αναμέρισαν στ’ άλλο δωμάτιο, να φάνε ψωμί κι ελιές. Κρασί δεν έπιναν οι γυναίκες, εξόν απ’ τη Γούλαινα που βούταε το ψωμί της σ’ ένα πιάτο με λίγο κρασί και το γεύονταν, ότι, έλεε, κράταε τη σάρκα ζωντανή.

Ο γέροντας τάχε μερασμένα στα τέσσερα παιδιά του – η θυγατέρα του είχε κλεφτεί και τόσκασε μ’ ένανε που τη λόϊασε* και φλόγισε την καρδιά της. Της είχε παραγγείλει τότες, «ούτ’ ζ’κηδεία μ’ δε σι θέλου», μα της έδωκε συμπάθιο σαν ξεθύμανε το γινάτι του με το πρώτο της γεννητούρι-θυμήθηκε και τις δικές του φλόγες κάποτε. Της είχε δώκει πράματα-γιδοπρόβατα διαλεμένα. Εκεί τώρα, πίσω απ’ τις νυφαδιές νεκρολοεί κι αυτή τον πατέρα της. Δεν ήτανε τότες συμβόλαια και διαθήκες, ο λόγος ήτανε διάτα και νόμος- και παράπονα δεν έμειναν πίσω απ’ το ξόδι του, όλα καλά καμωμένα, όλα παστρικά. « Ότ’ είχα σας του μέρασα σουστά· μιράδ’ από μυαλό δεν έχου, όσου κρατάει του κεφάλ’ σας, μ’ αυτό θα πουρέψ’τι»*.

Πίνοντας κρασί λύθηκαν κι οι γλώσσες κι άρχισε το κουβεντολόϊ, οι άντρες και παίνευαν το γέροντα κι είπανε για τα χούϊα του, τις καλοσύνες και τις παραξενιές του και ξόμπλιαζαν τον πεθαμένο όλοι γύρω απ’ την τάβλα, να παρηγορήσουν και τ’ αγγόνια του που ήταν απαρηγόρητα, ότι τον είχαν ίσκιο. Κάποιοι γελώντας παράσταιναν το γέροντα, πως έκανε τα χέρια του σα σαλάγαε τα πράματα, σα φασάριζε με δαύτα και τα χούϊαζε, πως έκανε να τα βλαστημήσει και πάλε μαζώνονταν, «προυσκυνώ τουν Άγιου, προυσκυνώ», έλεε αντίς για βλαστήμι. Άλλοι παράσταιναν πως έστριβε τις μουστάκες του, πως έβανε στραβά το φέσι του, πως έσιαζε το ντουλαμά του, πως πίστρωνε τη φουστανέλα του τις Κυριακάδες στον καφενέ, πως μάζωνε τις σκάλτσες του, πως τίναζε τα τσαρούχια του στο χορό. Μνημόνεψαν κι οι ανιψιοί του το γέροντα, πως έκρυβε το δάκρυ του άμα λύγαε η καρδιά του, πως έκανε σαν έπινε κρασί και φχαριστιώταν, πως έπιανε το τραγούδι,

« γλιντάτι νέοι του ντουνιά, γιατί ου κιρός διαβαίνει, γιατί όποιους μπει στη μαύρη γη, πουτές δε ματαβγαίνι»

- Τέλιψι η τάβλα, άϊστι στου καλό σας, να ζήσ’τι καλά μι τ’ς φαμιλιές, είπε απότομα η Γούλαινα, ότι σκιάχτηκε μη και πιωμένοι πάρουνε τραγούδια της τάβλας, όπως κάτι άλλοι παλιότερα που μεθοκόπησαν μετά το κήδεμα του πεθαμένου τους, σε διπλανό χωριό κι έστησαν γλέντι τρικούβερτο κι έμειναν μολόημα και δε ματαβήκανε απ’ τα στόματα του κόσμου.

Οι άντρες σαούριασαν, ότι τόχανε παρακάνει με τα χωρατά, μα ήτανε και το κρασί νόστιμο κι ήθελαν να τ’ αποσώσουν.

- Έχ’ δίκιου η Γούλινα, είπε ο στερνός αδερφός του μακαρίτη, άι πιείτι του κρασί σας να πάμι καλιά μας, θα πιείτι σα μπρουστά κι στου θ’κό μ’ του σχώριου, συμπλήρωσε, ότι καταλάβαινε πως δε βρίσκεται καλοπίχερα* νόστιμο κρασί κι ακόμα και σε ξόδι οι άντρες το λαχταράνε.

Του καλό κρασί του λαχταράνι ζουντανοί κι πιθαμέν’, έλεε ολοένα ο γέροντας ο μακαρίτης· είχε γνοιαστεί νάχει γιομάτες νταμιτζάνες, να τον σχωρέσουν με τη γέψη του οι παραπίσω και πλιότερο να θυμηθούνε τις ορμήνιες του. Είχε αφήκει ευκή και διάτα «κρασί, λάδ’κι αλεύρ’ να μην απουλείπουντι απ’ του κουνάκι μας».

* * *

Σαν είχε νιώσει τις στερνές στιγμές του ο γέροντας αποθύμησε μια κούπα κρασί, να βρέξει τ’ αχείλι του, ν’ απλώσει τη ρέμβη του πέρα στα χρόνια· μια κούπα κρασί έφτανε ν’ φέρει μια βόλτα την καρδιά του στις στράτες της ζωής του.

- Νόμ’ νια κούπα κρασί ν’φαδιά*, έκραξε ο γέροντας τη Γούλαινα

- Είσ’ ανήμπουρος, δεν κάν’, τ’ απλοήθη εκείνη

- Μόρχιτι πως θα γιρέψου σήμιρα, νια κούπα κρασί κι θα γένου πιδρίκ’, τη βεβαίωσε.

Τούβαλε κρασί ως τη μέση της κούπας η Γούλαινα, μη χυθεί στα σκεπάσματά του και τον ανασήκωσε στο προσκέφαλό του-ανάκατα τ’ ανάρια μαλλιά του τα χιονάτα, χιονάτα και τα γένια του.

- Πιάσι αφέντ’, του είπε και τούβαλε την κούπα στο χέρι.

Έσιασε τα μουστάκια του κι έπιασε την κούπα και την άγγιξε στ’ αχείλι του ο γέροντας κι άσκωσε γλυκά τα μάτια του κι άπλωσε τη σκέψη του ογδόντα δυο χρόνους πίσω, βήμα-βήμα τις γενιές, μάτια-μάτια τις αγάπες, αγκάθι-αγκάθι τις μεγάλες μοναξιές· το κρασί νότισε τη γλώσσα του κι η γλώσσα του έβγαλε φωνή, φωνή σίγαλη, σκεδόν ξέπνοη, γλυκιά, κυματιστή, τραγουδιάρα, όλο νόστο,

«Παλιά μου χρόνια κι κιροί, χρόνια μου πιρασμένα, ουρέ, δε τα ματαγυρίσιτι, νάρθουν τα νιάτα πίσω, να γένου δικαουχτώ χρουνώ…».

Γιομάτα νοτιά τα μάτια του γέροντα και σύγκορμος ανατριχάδα, ότι ανάστησε το πρώτο φίλημα στην αγαπητικιά του, τη γυναίκα του, φόντε ήτανε δέκα οχτώ χρονώ. Στα δεκαοχτώ του τη φίλησε- ψίχα μικρότερη εκείνη-, αδ’ εκεί τη γκάστρωσε, αδ’ εκεί την αγάπησε, άρον- άρον τους πάντρεψαν, ότι φούσκωνε η κοιλιά της· δεκαεννιά γίνηκε πατέρας, σαράντα εφτά παππούλης, πενήντα εννιά άφησε γένια του χαμού για το λεβέντη πρωτογιό του.

Μια δεύτερη καταψιά* και έφτασε στην καταχνιά, φόντε είχε γιο να πολεμάει στη Σεβαστούπολη και στην Οδησσό – μια σταλιά παιδί αχαμνό τόχανε στείλει λέει με την Αντάτ να κιοτέψουνε τους μπολσεβίκους- κι απέ τους άλλους γιούς να πολεμάνε στην Προύσα, στο Σαγγάριο, στη Σμύρνη, να σκιάξουνε τον Κεμάλ – ούτε που τόχε βάλει ο νους του ν’ ακούσει τέτοια τόπια. Φώτισε το πρόσωπό του, ότι θυμήθηκε πως ένα- ένα τα σερκά του γύρισαν απ’ τους πόλεμους ακέρια και γερά.

Σκοτείνιασε το βλέμμα του ότι όσοι δεν έστειλαν παιδιά στον πόλεμο ή τάστειλαν μια βόλτα στην Αθήνα, πήρανε απ’ την πατρίδα βιος και λάκκες*, ένα σωρό υποστατικά κι αυτός έμεινα με τα πετσούρια* και τ’ ασφακερά*. Όμως ματαφώτισε το πρόσωπό του, καθώς αναμνήστικε πως έβγαινε στον καφενέ καμαρωτός, ότι είχε παιδιά αντρομένα πούχανε πάει στους πόλεμους. Δε κάτεχε τη χρεία του πόλεμου ούτε τονε θέλησε ποτές του, μα τη χρεία της Ελλάδας την είχε αψηλά. Όχι ότι είναι καλός ο τόπος της· ο ίδιος στα κακοτράχαλα περπάτησε, μα την Ελλάδα την καταλάβαινε να την έχουνε αντάμα κι αξεχώριστα, όλοι που χαμπαριάζουνε τη ίδια γλώσσα τη Ρωμαίικη. Εξόν αυτά, άλλα δεν ήξερε για την Ελλάδα, γραφή κι ανάγνωση δεν κάτεχε και λογαριασμό έκανε στον αέρα και στα χοντρά -όχι στα λιανά, χωριάτικα, πως το λένε;

Διάβηκε τον κόσμο πεζός και καβαλάρης. Σε σούστα δεν είχε σκαλώσει, το Βραχώρι τ’ αγνάντευε απ’ τις ράχες και τις κορφές, δεν είχε αξιωθεί να πάει. Μια βολά είχε πάει στο παζάρι του Καρβασαρά να ψωνίσει αλατζάδες* για τ’ αγγόνια του και την αφεντιά του-η πιο αλάργα στράτα του-εκεί πρώτη και στερνή φορά είδε θάλασσα, δεν τ’ άρεσε, τόπο στέρεο με κλαριά ήθελε, ν’ απλώνεις το χέρι να γεύεσαι, χωράφι να σπέρνεις και να φυτρώνει ψωμί, λόγγο για να βοσκάνε γίδια.

Τήραξε απ’ το παραθύρι, να ιδεί τη μάντρα και την κούλια*, να ιδεί το σοκάκι και τη γειτονιά, να ιδεί τη ζωή. Μέτρησε τον εαυτό και λογάριασε που ένιωσε άξιος άντρας άμα νόησε τα φυσικά και τα χούϊα τ’ανθρώπου, ένιωσε αφέντης μόλις μπόρεσε να σχωράει τα φταιξίματα και να βάνει το θυμό στην πάντα, ένιωσε τη γνώση για τη ζωή τώρα, απά στη στερνή του θέρμη.

Έβρεξε ψίχα τα χείλη να σχωρεθεί ατός του, ότι σαν άντρας δε είπε σε δικούς και φίλους κουβέντες αγαπητικές- δε λένε τέτοια οι άντρες- μα ένιωθε πως αγάπησε δυνατά, τάχα πόσοι ένιωσαν την αγάπη του; Κι αυτοί που τον απόλαψαν κάποτε αψύ και τζόρα*, κατάλαβαν τάχα, πως ήταν έτσι το χούϊ του κι όχι η καρδιά του; Ήξερε, δεν έκαμε όσα ήθελε κι έκαμε κάμποσα που δεν ήθελε, με ποια παλάντζα να τα ζυϊάσει*.

Κατέβασε μια τρανή καταψιά κρασί ακόμα ο γέροντας κι άρχισε να κουβεντιάζει με τη μάνα του, τον πατέρα του, τ’ αδέρφια του, το γιό του, τη γυναίκα του κι μ’ ολουνούς τους γκαρδιακούς πούχανε διαβεί· έχθρητες δεν ηύρε στις συλλοές* του, όχι ότι δεν έκαμε και τέτοιες. Όμως μοναχά με γκαρδιακούς του κάτω κόσμου έπιασε λακριντί*· είχε πια διαλέξει μεριά, είχε αποφασίσει τον άλλο κόσμο, μα είχε λίγο κρασί ακόμα στην κούπα του, πα να πει είχε ακόμα νια στάλα νοστιμιά ο απάνω κόσμος.

Δοκίμασε ακόμα μια καταψιά ο γέροντας κι αχνογέλασε τηρώντας αψηλά το ματέρι που βάσταε τη σκεπή. Συλλοΐστηκε τον εαυτό του από τότες που πρωτογυαλίστηκε* στο νερό του πηγαδιού ίσαμε με δω. Θάμασε πως διαβαίνουν οι γενιές και ρένε σαν το κρασί, σαν τα φιλιά και τις αγάπες, σαν τον τρύγο των ματιών ανάμεσα στις φρεγάδες και τους νιους, ότι η αράδιαση του ντουνιά έχει άσωτο μάκρος, μα πάλε συλλοΐστηκε πως ο πάσα ένας έχει και το ξόδι του. «Κρασί για τα κόκκαλα κι λάδ’ για του καντήλ’» είπε κι η κούπα έφυγε απ’ το χέρι του και το κρασί κύλησε στο πάτωμα και ζωγράφισε ένα σκούρο δάκρυ. Ο γέροντας είχε αποφασίσει τον άλλο κόσμο. Πάλε θα ματάπινε κρασί, άμα τα κόκκαλά του ματάβλεπαν τον ήλιο.

* Πρόδρομος=Χωριό του Ξηρομέρου(Ακαρνανία)

*Μαχαλά(η) από το Μαχαλάς=Φυτείες Ξηρομέρου Ακαρνανίας(άλλαξε όνομα στα 1954)

*Φρεγάδες=Όμορφες κοπέλες

*Τη λόϊασε= τη λόγιασε, την ξεμυάλισε

*« Ότ’ είχα σας του μέρασα σουστά· μιράδ’ από μυαλό δεν έχου, όσου κρατάει του κεφάλ’ σας, μ’ αυτό θα πουρέψ’τι»* = Ότι είχα σας το μοίρασα σωστά· μερίδιο από μυαλό δεν έχω(να σας δώσω), όσο (μυαλό) έχει το κεφάλι σας, μ’ αυτό θα πορευτείτε(στη ζωή).

*Ταλάρια (τα), (ο τάλαρος)= μικρό ξύλινο βαρέλι, ζωσμένο με λαμαρινένια στεφάνια.

* θα πιείτι σα μπρουστά κι στου θ’κό μ’ του σχώριου=θα πιείτε προσεχώς(όταν πεθάνω), για να με συγχωρέσετε.

*Καλοπίχερα=εύκολα

*Ν’φαδιά=νύφη, γυναίκα του γιού, ή του αδερφού ή του ξάδερφου

*γιρέψου(γερέψω)= θα (ξανα)γίνω γερός

*Καταψιά=γουλιά

*Λάκκες(η λάκκα)= επίπεδη καλλιεργήσιμη έκταση, πεδιάδα

*Πετσούρια(το πετσούρι)= μικρή λουρίδα γης, φλούδα γης(Ν. Γκάτσος)

*Ασφακερά=τόποι γεμάτοι ασφάκα

*Κούλια= μικρός πυργίσκος υπερυψωμένος στο σημείο της μάντρας όπου η αυλόπορτα(το σπίτι, η αυλή κι ο κήπος ήταν περιμαντρωμένα με πέτρινη μάντρα χτισμένη με λάσπη κι ασβέστη).

*Τζόρας= ξεροκέφαλος, αγύριστο κεφάλι.

*Ζυϊάσει=ζυγιάσει, ζυγίσει

*Συλλοές=συλλογισμούς

*Λακριντί=κουβέντα, πολυλογία, φλυαρία

*Πρωτογυαλίστηκε= Πρωτοκαθρεφτίστηκε, πρωτόειδε τη μορφή του προσώπου του.

 ΠΗΓΗ:facebook

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.

.....................................................................................................................