Ο ΖΟΡΜΠΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ… (Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη, Δρ Κοινωνικής Λαογραφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων)


Ο ΖΟΡΜΠΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ…

Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη, Δρ Κοινωνικής Λαογραφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Eικόνα άρθρου: Νίκου Καζαντζάκη, Βίος και Πολιτεία Αλέξη Ζορμπά, Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, 2007.Φωτογραφία Μ. Αγγέλη
«Μη  γελάς, αφεντικό! Αν μια γυναίκα κοιμάται μοναχή, εμείς, όλοι οι άντρες, φταίμε. Όλοι θα ’χουμε την άλλη μέρα, στην κρίση του Θεού, να δώσουμε λόγο. Ο Θεός όλες τις αμαρτίες τις συγχωρνάει, είπαμε, κρατάει σφουγγάρι, ετούτη όμως δεν τη συγχωρνάει. Αλίμονο στον άντρα, αφεντικό, που μπορούσε να κοιμηθεί με γυναίκα και δεν το ’καμε. Αλίμονο στη γυναίκα που μπορούσε να κοιμηθεί με άντρα και δεν τόκαμε…». Ν. Καζαντζάκη, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Εκδόσεις Καζαντζάκη,2007, σελ. 118.
Στο έργο του Καζαντζάκη: Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, δυο γυναίκες παίζουν ρόλο πρωταγωνιστικό: Η μαντάμ Ορτάνς και η χήρα Σουρμελίνα. Υπάρχουν και άλλες σε ρόλο δεύτερο: Η Σοφίνκα, η Νούσα, η Λόλα, η Λουντμίλα και η Λιούμπα.
Στη συνέχεια θα αναφερθούμε λεπτομερέστερα στις γυναίκες  του έργου:


Ι.   ΜΑΝΤΑΜ ΟΡΤΑΝΣ
«Μια γυναικούλα κοντουλή, παχουλή, με ξέθωρα λιναρόξανθα μαλλιά, με γουρουνοτριχάτη ελιά στο πιγούνι,  πρόβαλε κάτω από τις λεύκες κουνιστή, στραβοπόδα, με ανοιχτές τις αγκάλες..». ( σελ. 40).
Η Ορτάνς. Στο πρόσωπό της σκιαγραφείται η εικόνα της παρακμής και της φθοράς. Η γυναίκα είχε μια πλούσια ερωτική ζωή στα νιάτα της. Το λαχταριστό κορμί της μύριζε κολώνια, βιολέτα, μόσχο  και πατσουλί. Κατέληξε στο γέρμα της ζωής της στην Κρήτη να αναπολεί  τα περασμένα μεγαλεία…
Η γυναίκα διατηρεί πανδοχείο σ’ ένα μικρό χωριό της Κρήτης. Ήταν μια ελεύθερη γυναίκα με μπρίο, χιούμορ, συναίσθημα, ανθρωπιά, τραγικότητα … Στα δωμάτιά της επέλεξαν να μείνουν οι δυο άνδρες, ο Καζαντζάκης και ο Ζορμπάς.O  Zορμπάς όχι μόνο γεύτηκε τα νόστιμα φαγητά της αλλά και τα μαδημένα κάλλη της. Ο Ζορμπάς τη φλέρταρε, την κολάκεψε ως γυναίκα, τη φρόντισε, την αγάπησε και της το έδειξε στην πράξη. Στο τέλος την αποχαιρέτησε έτσι, όπως εκείνη ήθελε. Η Ορτάνς φλέρταρε, απόλαυσε τον έρωτα μαζί του, γεύτηκε στα στερνά της την αγάπη και τη φροντίδα αυτού του άνδρα που της ταίριαζε και  τη σεβάστηκε…
«Κι ο Ζορμπάς, ο μεταμφιεσμένος πρίγκιπας, την καμάρωνε κι αυτός με γουρλωμένα μάτια, σα μακρινή συντρόφισσα, γριά καραβέλα, που κάπου πολέμησε κι αυτή, σε αλαργινές θάλασσες, νίκησε, νικήθηκε, πληγώθηκε, άνοιξαν οι μπουκαπόπορτες της,  έσπασαν τα κατάρτια της, σκίστηκαν τα πανιά της και τώρα γεμάτη χαραμάδες που τις καλαφάτισε με πούδρες, τραβήχτηκε στο ακρογιάλι ετούτο  και περίμενε. Σίγουρα θα περίμενε το Ζορμπά, τον σαρανταπληγιάρη καπετάνιο…». (σελ.40).
Ο Ζορμπάς από την αρχή την είδε ερωτικά. Οι πληροφορίες και τα υπονοούμενα που είχε ακούσει από τους χωρικούς στο καφενείο του είχαν εξάψει την περιέργεια. Πήγαινε πίσω της και την έτρωγε με το μάτι. «Μωρέ, για κοίτα τη, μου κάνει κλείνοντάς μου το μάτι, σαν πάπια περπατά, η αφιλότιμη! Πως κουνιέται, πλαφ, πλαφ! Σαν κάτι προβατίνες με ουρά όλο ξύγκι![…]Κι όλο και  κοίταζε με βουλιμία τα κουνιστά καπούλια της μαντάμας».( σελ.41). […]«η γριά κότα  έχει το ζουμί, είπε γλείφοντας τα χείλια του…».(σελ.47).
Μια μέρα που πήγαν να φάνε στον ξενώνα της, ο Ζορμπάς της απευθύνει ευγενική πρόσκληση να φάει μαζί τους αποκαλώντας την πεντάμορφη νεράιδα.«Πεντάμορφη νεράιδα του γιαλού, είπε, είμαστε καραβοτσακισμένοι και μας έριξε η θάλασσα στο βασίλειό σου, καταδέξου να φας μαζί μας, γοργόνα μου!». (σελ.48). Εκείνη αποδέχεται την πρόσκληση με χαρά. Τίμησε τους συνδαιτυμόνες, ντύθηκε, στολίστηκε και σεινάμενη κουνάμενη, με την πιο καλή της τουαλέτα κάθισε μαζί τους για φαγητό. Τα σημάδια του χρόνου ήταν εμφανή στο κορμί και στα ρούχα της. Ίσως και στην καρδιά της… Η Ορτάνς ακόμα αντιστέκεται όσο μπορεί. Ντύνεται, φκιασιδώνεται, κουνιέται με νάζι, θαρρείς ξανάνιωσε και φλερτάρει με το αρσενικό που άραξε στ’ ακρογιάλι της…
Το κορμί και τα ρούχα της φθαρμένα από το χρόνο, όπως και η ίδια… Αλλά το φαγοπότι τα έδειχνε όλα αλλιώτικα! «Οίνος ευφραίνει καρδίαν…» και λύνει τη γλώσσα, θα συμπληρώσουμε. Και η γυναίκα άρχισε να ανοίγει την καρδιά της. Εξομολογήθηκε τη δράση που είχε στα νιάτα της και τον έρωτά της για τον ιταλό  Ναύαρχο Καναβάρο. Έτσι ξεκίνησε  μια σχέση με το Ζορμπά που κράτησε μέχρι το τέλος της Ορτάνς. Μετά τη βραδιά της συνεύρεσης με την Ορτάνς ακολούθησε η ομολογία του Ζορμπά στο αφεντικό του: «Έχω πατήσει, θαρρώ, τα εξήντα πέντε, μα εκατό χρονών να γίνω, γνώση δε θα βάλω. Θα ’χω ακόμα ένα καθρεφτάκι στην τσέπη μου και θα κυνηγώ το θηλυκό γένος».( σελ. 59).
Και σε άλλη συζήτηση θα πει: «Μα θα μου πεις, είναι μισοπατημένη, έχει κάμει στη ζωή της σημεία και τέρατα, πέρασε από  ναυάρχους, ναυτάκια, φανταράκια, χωριάτες, πραματευτήδες, παπάδες,  ψαράδες, χωροφύλακες, δασκάλους, ιεροκήτυκες, ειρηνοδίκες, μα τι πάει να πει; Ξεχνάει γρήγορα η πατσαβούρα, δε θυμάται κανένα αγαπητικό, γίνεται, αλήθεια σου λέω, αθώα περιστερά, πρωτόβγαλτη, πιτσουνάκι, και κοκκινίζει, άκου με που σου λέω, κοκκινίζει και τρέμει σα νατανε η πρώτη φορά. Μυστήριο είναι η γυναίκα αφεντικό…». (σελ.89-90).
Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Οι δυο ξένοι θα γιορτάσουν μαζί με την Ορτάνς. Ο Ζορμπάς χύθηκε κι έσφιξε στην αγκαλιά του τη σημαιοστόλιστη γρια μας τη χιλιοαντρούσα για να της ευχηθεί για  τα Χριστούγεννα». Η «παρδαλή», κυριολεκτικά και μεταφορικά, συντρόφισσα τους μαγείρεψε μια νόστιμη γαλοπούλα και έστρωσε για χάρη τους το γιορτινό τραπέζι. Ο Ζορμπάς έκανε μια πρόποση στη Μπουμπουλίνα, όπως αποκαλούσε τη μαντάμ. Βρίσκει ευκαιρία να την χαροποιήσει να την κάνει αισθανθεί ωραία. Εκείνη κατασυγκινημένη έβαλε τα κλάματα κι ακούμπησε στον ώμο του.
Πρωτοχρονιά. ο Ζορμπάς γνωρίζει την ψυχολογία της γυναίκας. Και είναι «κιμπάρης», γενναιόδωρος στα λόγια και στις πράξεις. Σκέφτηκε το μπουναμά που απαιτούσε το έθιμο. Ο ίδιος κάθισε και ζωγράφισε  σε χοντρό χαρτόνι ένα συμβολικό έργο για τη γοργόνα που συνάντησε στο ακρογιάλι. Αυτή που κάποτε γοήτευε με τα κάλλη της τους τέσσερις ναυάρχους. Αυτή που έπαιξε στα γόνατά της τις τέσσερις μεγάλες δυνάμεις… Και κείνη αμέσως κατάλαβε τους συμβολισμούς και κρέμασε το έργο ψηλά για να το θαυμάζει. Εκείνος νιώθει πως κάποιος καημός τη βασανίζει χρονιάρα μέρα και επιμένει να φάει μαζί τους. Δε ρίχνεται με βουλιμία στο γουρουνόπουλο. Κατάλαβε τη μελαγχολία των γιορτών στη μοναχική γυναίκα. Την πήρε αγκαλιά και τη θρόνιασε στην καρέκλα να φάει μαζί τους. Και η γριά σειρήνα συνήλθε κι άρχισε να γλυκομασουλάει… Η πρόποσή του στην υγειά της είναι εντυπωσιακή. Της εύχεται να ξανανιώσει! Και να την τονώσει περισσότερο της λέει για το επίτευγμα της ιατρικής που κάνει θαύματα για να γίνουν πάλι οι γυναίκες νέες και ωραίες. Η φιλάρεσκη γυναίκα πιστεύει στο θαυματουργό φάρμακο που τις υπόσχεται ο καλός της.
Η ανάγκη της γυναίκας να νικήσει το χρόνο και τη φθορά. Για να ξαναβρεί τα νιάτα της. Και η Ορτάνς πιστεύει στο θαύμα της επιστήμης και περιμένει το  ελιξήριο της νεότητας! Η φθορά του χρόνου και η γήρανση του σώματος πάντα απασχολούν τον άνθρωπο και κυρίως τη γυναίκα. Και μάλιστα μια γυναίκα η οποία είχε επενδύσει πολύ στην εξωτερική εμφάνιση. Γνώστης της γυναικείας ψυχολογίας ο Ζορμπάς της υπόσχεται να της φέρει το φάρμακο από την Ευρώπη και μάλιστα σε μεγάλη ποσότητα. Και έτσι της χαρίζει αισιοδοξία και χαρά…
Ζυγώνει η Λαμπρή. Ο Ζορμπάς στο Κάστρο που πήγε για δουλειές του μεταλλείου, απόλαυσε μια ερωτική εμπειρία, αλλά αγόρασε και δώρα για τη μαντάμ Ορτάνς. Και όταν το αφεντικό, δήθεν αγριεμένο, του λέει τι είναι όλα αυτά, απαντάει: δώρα για την καημένη τη Μπουμπουλίνα. Μη θυμώνεις αφεντικό, έρχεται η Λαμπρή. Θέλει να δώσει χαρά στη γερασμένη μαντάμ…
Το αφεντικό στη συνέχεια του αναφέρει, ότι προκειμένου να χαροποιήσει την Ορτάνς, της διάβασε το γράμμα του Ζορμπά που τάχα έγραφε πως θέλει να παντρευτεί αυτή τη γυναίκα. Εκείνη το πίστεψε και αμέσως αποδέχτηκε τη γραπτή πρόταση γάμου! Ο Ζορμπάς λυπάται και αποδοκιμάζει την ενέργεια του αφεντικού του. «Δεν έκαμες καλά αφεντικό, είπε τέλος, δεν έκαμες καλά, και να με συμπαθάς. Τέτοια χωρατά, αφεντικό… Η γυναίκα είναι αδύνατο πλάσμα, ντελικάτο, πόσες φορές θα σου το πω; Ένα φαρφουρένιο βάζο. Θέλει μεγάλη προσοχή, αφεντικό». (σελ.187).
 Ο αρραβώνας και ο μελλοντικός γάμος. Μια κωμικοτραγική σκηνή είναι η απαίτηση της Ορτάνς για αρραβώνα και γάμο: «γιατί με αφήνεις αστεφάνωτη;»λέει στο Ζορμπά.
Μια νύχτα στο ακρογιάλι, επιστρέφοντας από τη δουλειά οι δυο άνδρες, συνάντησαν την μαντάμ Ορτάνς. Μια γυναίκα διαφορετική στην εμφάνιση από τότε που ο Ζορμπάς της «έκανε πρόταση γάμου». Χωρίς στολίδια, χωρίς πούδρες, απεριποίητη. Λαχτάριζε να γίνει σοβαρή, νοικοκυρεμένη. Μάχονταν να σβήσει το παρελθόν. Πρώην πόρνη, τώρα γερασμένη ζητάει εξαγνισμό. Μετανοημένη ελπίζει πως ήρθε η ώρα να εκπληρωθεί το όνειρό της, ένας γάμος!
Και ξαφνικά άρχισε να φωνάζει στο Ζορμπά: γιατί την αφήνει αστεφάνωτη. Γιατί την ντροπιάζει στο χωριό; «Έχασα την τιμή μου»!
«Θα σκοτωθώ»! Επαναλαμβάνει τη φράση η χιλιαντρούσα γυναίκα. Μια κωμικοτραγική σκηνή εκτυλίσσεται στο ήσυχο ακρογιάλι… Ο Ζορμπάς δεν άντεχε να ακούει μια γυναίκα να του φωνάζει παρακλητικά και να μη συγκινηθεί. Ήταν ευαίσθητος άνδρας. Τη διαβεβαιώνει ότι έχει παραγγείλει τα νυφικά, λαμπάδες κλπ. στην Αθήνα. Ο γάμος τους θα χαλάσει κόσμο! Εκείνη τον αιφνιδίασε: Είχε φέρει δεμένα κόμπο στο μαντιλάκι της  τα δαχτυλίδια για τον αρραβώνα τους.                                                   
Ο Ζορμπάς λυπήθηκε τη γερασμένη σαντέζα όταν είδε να τον κοιτάζει ικετευτικά και φοβισμένα. Η καρδιά του ράγισε, πήρε χεραγκαλιά τη μαντάμ βγήκαν στο ακρογιάλι και το αφεντικό έγινε ο κουμπάρος τους. Ευλόγησε τα δαχτυλίδια. Ο Αλέξης και η Φορτεντσία ήταν πια επίσημο ζευγάρι. Εκεί μετά την τελετή του αρραβώνα Η πολυφιλημένη σαντέζα πήρε το πρώτο τίμιο φιλί της ζωής της! Η γριά σειρήνα κρεμασμένη στο μπράτσο  του επίσημου αρραβωνιαστικού της, σερνόταν ευτυχισμένη και μελαγχολική. Είχε φτάσει, κάπως αργά βέβαια, στο λιμάνι που τόσο είχε επιθυμήσει στη ζωή της… Είχε αρραβωνιαστεί και περίμενε ένα γάμο. Ευτυχισμένη: για την εκπλήρωση του ονείρου της, τον εξαγνισμό, την ηθική αποκατάσταση και την αποδοχή από τους άλλους; Μυστήριο, όπως θα έλεγε ο Ζορμπάς. Μελαγχολική: για τον καθυστερημένο χρόνο της εκπλήρωσης του ονείρου, για το ανέφικτο πια της μητρότητας, για την επιλογή του συγκεκριμένου άνδρα. Μυστήριο και πάλι…
Ο θάνατος. Η σκηνή του θανάτου της Ορτάνς είναι συγκλονιστική! Πριν ακόμα ξεψυχήσει ακούει ήδη τις γυναίκες να την μοιρολογούν… Οι χωρικοί σπεύδουν να κλέψουν όλη την οικοσκευή της! Να πλιατσικολογήσουν το βιος της… Τα πάντα  λεηλατούνται.
Ο Ζορμπάς συμπαραστάθηκε στη μαντάμ. Τήρησε  την  υπόσχεση στη Μπουμπουλίνα: «Εγώ, ο Ζορμπάς, δε θα σ’ αφήσω»! Όλοι οι άλλοι την είχαν αφήσει… Και δεν την άφησε μέχρι το τέλος. Καθισμένος δίπλα στο μαξιλάρι της, σφίγγει τα χείλια του για να κρατήσει το κλάμα. Παίρνει το καπέλο και της κάνει αδέξια αέρα. Είναι τραγική η στιγμή που οι γριές μοιρολογίστρες αρχίζουν το μοιρολόι ενώ η μαντάμ δεν έχει ξεψυχήσει… Ο Ζορμπάς άρπαξε και  πέταξε έξω τις «βρωμοκαρακάξες». «Αλλά  η πολύπαθη καπετάνισσα άκουσε τη στριγγιά κραυγή». (σελ.267).
Η μελοθάνατη έφυγε κρατώντας το Ζορμπά. Ο Ζορμπάς σηκώθηκε, σφούγγισε και ξανασφούγγισε τα δάκρυά του… Δεν ήθελε να κλάψει μπροστά στις γυναίκες. Συμμετέχει στο τραπέζι που στήθηκε στην αυλή και πίνει στη μνήμη της μαντάμ…
Στη συνέχεια τον παρηγορεί η σκέψη πως είχε δώσει μεγάλη χαρά σ’ αυτή τη γυναίκα όσο ήταν μαζί της. «Όσο ζούσε η Μπουμπουλίνα κανένας Καναβάρο δεν της έδωσε τόση χαρά όσο εγώ, ο γέρο Ζορμπάς…». Και το δικαιολογεί στη συνέχεια: «Γιατί οι Καναβάρηδες τη φιλούσαν, και την ίδια στιγμή που τη φιλούσαν συλλογίζουνταν το στόλο τους και την Κρήτη και το βασιλιά τους και τα γαλόνια τους, μα εγώ τα ξεχνούσα όλα, όλα, κι αυτή, η αφιλότιμη, το καταλάβαινε. Και μάθε το, σοφολογιότατε, για τη γυναίκα μεγαλύτερη χαρά από αυτή δεν υπάρχει! Η αληθινή γυναίκα, να ξέρεις, περισσότερο χαίρεται για τη χαρά που δίνει παρά για τη χαρά που παίρνει από τον άντρα».(σελ.278-279).
Μετά την κηδεία, ο Ζορμπάς παίρνει μαζί του το κλουβί με τον παπαγάλο της Ορτάνς και ακολουθεί στο ακρογιάλι η μεταφυσική συζήτηση για τη ζωή και το θάνατο. Και περιμένει απαντήσεις από το πολυδιαβασμένο αφεντικό του. Γεγονός που δείχνει ότι ο θάνατος της Ορτάνς τον συγκλόνισε.
ΙΙ.  Η ΝΕΑΡΗ ΧΗΡΑ
«Τη στιγμή εκείνη περνούσε τρεχάτη, με το ανασηκωμένο μαύρο της φουστάνι ως τα γόνατα, με μαλλιά χυμένα στους ώμους, μια γυναίκα στρουμπουλή, κουνιστή, τα ρούχα της κολνούσαν απάνω της, και φανέρωναν προκλητικό, τραγανό, σαν ψάρι σπαρταριστό, το κορμί της…». (σελ. 108).
Έτσι περιγράφεται στο βιβλίο η πρώτη δημόσια εμφάνιση της χήρας… Οι άντρες στο καφενείο αναστατώνονται στη θωριά της. Νέοι και γέροι χάνουν το μυαλό τους… Ο Ζορμπάς μαγεύεται από αυτό το θηλυκό…
Η χήρα Σουρμελίνα είναι  μια νέα, όμορφη, ελεύθερη και περήφανη γυναίκα σ’ ένα χωριό της Κρήτης. Η ζωή μιας νέας χήρας γυναίκας σε μια κλειστή κοινωνία εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολη. Οι άνδρες του χωριού την έβλεπαν ως ιερόδουλη. Οι γυναίκες με καχυποψία και φόβο μην ξεμυαλίσει τους άνδρες τους. Τα αδηφάγα βλέμματα των ανδρών αποκρούει με την επιθετική συμπεριφορά της η πανέμορφη χήρα στο χωριό της Κρήτης.
Εδώ θυμήθηκα ένα ξηρομερίτικο μοιρολόγι που αναφέρεται στη ζωή της χήρας μετά την απώλεια του συζύγου της: «Όποια ’χασε τον άνδρα της, έχασε την τιμή της ».
Ο Ζορμπάς θαυμάζει το κάλλος αυτής της γυναίκας που έρχεται αντιμέτωπη με τους άνδρες του χωριού. Εκείνη ελάχιστες φορές βγαίνει από το σπίτι για να  περιποιηθεί το περιβόλι της, για να εκπληρώσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα κλπ
«Έχω δει πολλές γυναίκες στη ζωή μου, μα τούτη η χήρα ξεθεμελιώνει κάστρα, ανάθεμά τη»! (σελ.112). Αυτά λέει ο έμπειρος άνδρας καταγοητευμένος από την ομορφιά της γυναίκας. Η ομορφιά, το λυγερό κορμί και η περηφάνεια της προκαλούν το θαυμασμό του μεσήλικα Ζορμπά..Και προτρέπει το αφεντικό του να τη γνωρίσει, να απολαύσει αυτό το ξεχωριστό θηλυκό! Εκείνος όμως δεν τολμάει. Ο Ζορμπάς εξακολουθεί λέγοντάς του πως έτσι θα μπεις στην Παράδεισο! « Άλλη παράδεισο, κακομοίρη μου, δεν υπάρχει, μην ακούς τους παπάδες, άλλη Παράδεισο δεν υπάρχει»! (σελ.113).Αυτή είναι η άποψή του για τον Παράδεισο.
Άλλο ένα βράδυ που έβρεχε και κάθονταν οι δυο άνδρες στην παράγκα ψήνοντας κάστανα ο Ζορμπάς επανέρχεται στο θέμα που τον απασχολεί, τη χήρα. «Ορίστε, για να καταλάβεις: μέρες τώρα, νύχτες τώρα, η χήρα δε με αφήνει να ησυχάσω. Όχι για μένα, όχι, σου ορκίζομαι[…] Δε θέλω να κοιμάται μοναχή[…].Αν μια γυναίκα κοιμάται μοναχή, εμείς, όλοι οι άντρες, φταίμε…». (σελ.118).Είναι μαθήματα και συμβουλές ενός ώριμου αρσενικού σε έναν ανώριμο νέο…
Την Πρωτοχρονιά την αντίκρισε στην εκκλησιά και  θαμπώθηκε από την εκτυφλωτική ομορφιά της! «Τι ’ναι τούτο; είπα  κι έκαμα το σταυρό μου, ήλιος; Στράφηκα, ήταν η χήρα». «Την είδα από κοντά, αφεντικό, έχει μιαν ελιά στο μάγουλο, που σου παίρνει το νου. Τι μυστήριο πάλι οι ελιές στο μάγουλο της γυναίκας»! (σελ.136) Η ελιά στο μάγουλο, χαρακτηριστικό γυναικείας ομορφιάς, σου παίρνει το νου.
Μετά το φαγοπότι την Πρωτοχρονιά στης μαντάμ Ορτάνς ζαλισμένος από το κρασί ο Ζορμπάς καθώς περνούσαν από το περβόλι της χήρας ταίριαξε και τραγούδησε  μια ξετσίπωτη μαντινάδα:
«Χαρώ το το κορμάκι σου απ’ τα μισά και κάτω
Βάνει το χέλι ζωντανό, και μονομιάς ψοφάτο»! (σελ. 143).
Ένα ανοιξιάτικο δειλινό το αφεντικό μουρμούριζε τα λόγια του Ζορμπά: «Θάλασσα, γυναίκα, κρασί, δουλειά μπόλικη! Να πέφτεις με τα μούτρα στη δουλειά, στο κρασί, στον έρωτα, να μη φοβάσαι μήτε το Θεό, μήτε το διάολο… Αυτό θα πει παλικάρι»! (σελ.242). Και έτσι βρέθηκε στο περβόλι της χήρας. Και η χήρα δέχτηκε τον ξεχωριστό άνδρα, τον ευγενικό και καλλιεργημένο νέο. Είναι αυτός που διαφέρει από τους άλλους που την πολιορκούν με οποιοδήποτε τρόπο και θεωρούν ότι μπορούν να την έχουν. Η χήρα ενδίδει στη γοητεία του ξένου και συνευρίσκεται μαζί του  στη μοσχοβολημένη κάμαρά της …
Ο πόθος κι ο φόνος :Η νιότη και η ομορφιά της χήρας προκαλούν τον πόθο των αρσενικών της τοπικής κοινωνίας. Ο Παυλής πέφτει στη θάλασσα και αυτοκτονεί αφού δεν αντέχει την περιφρόνησή της… «Μύξα» τον αποκάλεσε η χήρα. Και τότε όλοι οι χωριανοί ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας καταδικάζουν τη χήρα σε θάνατο! Το σύμβολο του πόθου γίνεται εξιλαστήριο θύμα. Ο αποδιοπομπαίος τράγος. Η νέα γυναίκα έπεσε θύμα της τοπικής κοινωνίας… Καταδικάστηκε ερήμην της. Το αδύνατο φύλο τόλμησε να απορρίψει το δυνατό, το ισχυρό! Έπρεπε να θανατωθεί.
«Ανάθεμά σε, χήρα! ακούστηκε ξάφνου μια στριγγιά φωνή. Από το θεό να το ’βρεις!»
«Δε βρίσκεται, μωρέ, στο χωριό μας ένας άντρας, να τη σφάξει στα γόνατά του σαν αρνί; Φτού σας»! (σελ. 172). Έτσι  φωνάζει μια γυναίκα προτρέποντας στη δολοφονία της χήρας! Ακόμα και οι γυναίκες καταδικάζουν τη χήρα. Γριές και νιες εναντιώνονται σ’ αυτή. Δεν υπάρχει γυναικεία αλληλεγγύη, στήριξη στη νέα γυναίκα που γίνεται εξιλαστήριο θύμα.
Η χήρα εμφανίζεται στην εκκλησία την ημέρα της Λαμπρής, κρατώντας τους λεμονανθούς από το περιβόλι της, τιμητική προσφορά στο Χριστό. Οι χωριανοί  έχουν στήσει το χορό, όπως ήταν το έθιμο. Η εμφάνισή της γίνεται αντιληπτή. Ο χορός σταματάει. Το πλήθος τη λιθοβολεί. Ο ξάδερφος του Παυλή, ο Μανόλακας, ορμάει να τη σφάξει.
Ο Ζορμπάς, ο ξένος άντρας, είναι ο μόνος υπερασπιστής της.
«Μωρέ δεν ντρέπεστε; Τι παλικάρια είστε εσείς; Ένα χωριό να σκοτώσει μια γυναίκα! Θα ντροπιάσετε, μωρέ, την Κρήτη»! (σελ. 252).
Ο ίδιος μονομαχεί  με το νεαρό Κρητικό. Πιάνει σαν τανάλια το μπράτσο του φονιά. Παίρνει και κομματιάζει το μαχαίρι. Η χήρα προς στιγμή είχε γλυτώσει. Κι ενώ αναστυλώθηκε να ακολουθήσει το  σωτήρα της, ο γέρο  Μαυραντώνης της πήρε το κεφάλι με μια μαχαιριά…
Ήταν τόσο νέα και όμορφη. «Όμορφη, να της κόψεις το κεφάλι»! Και σε παραλλαγή «να της πάρεις το κεφάλι»! Είναι μια λαϊκή έκφραση που ακούγεται στα χωριά του Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας, τόπου καταγωγής μου, προκειμένου να περιγράψουν την  ομορφιά μιας κοπέλας. Στη συγκεκριμένη σκηνή η φράση αποτυπώνεται στην πράξη. Ο γέρο Μαυραντώνης της έκοψε το κεφάλι. Η σκηνή επίσης, παραπέμπει και στο γνωστό μύθο του Περσέα που έκοψε το κεφάλι της Μέδουσας…
«Σαν αστραπή ο γέρο - Μαυραντώνης είχε πέσει απάνω της, την αναποδογύρισε, έστριψε τρεις γύρες στο μπράτσο του τα μαλλιά της και με μια μαχαιριά της πήρε το κεφάλι. – Παίρνω το κρίμα απάνω μου! Φώναξε και πέταξε το κεφάλι της χήρας στο κατώφλι της εκκλησιάς. Κι έκαμε το σταυρό του». ( σελ.253).
Είναι συγκλονιστική η σκηνή του αποκεφαλισμού της χήρας. Η λυγερόκορμη νέα ακέφαλη μπροστά στην εκκλησιά. Ένας πορφυρός μανδύας αίματος τύλιξε την εκπάγλου καλλονής γυναίκα. Ανήμερα Λαμπρής. Μέρα αγάπης…
Ο Ζορμπάς συγκλονισμένος το βράδυ ανάμεσα σε άλλες   μεταφυσικές απορίες για τη ζωή και το θάνατο αναρωτιέται: «Πόσα χρόνια χρειάστηκε, μουρμούρισε, πόσα χρόνια, για να καταφέρει το χώμα να φτιάξει ένα τέτοιο κορμί! Την κοίταζες κι έλεγες: Αχ, να ’μουν είκοσι χρονών και να ξοφληθεί το γένος των ανθρώπων από τη γης και να γλυτώσει μονάχα ετούτη και να φτιάξω μαζί της παιδιά, όχι παιδιά, θεούς αληθινούς, και να ξαναγεμίσω τον κόσμο»! (σελ.255).
Και ξαφνικά ο Ζορμπάς πετάχτηκε, πήρε το δρόμο κατά το βουνό. Ήθελε να σύρει μοιρολόι συνταιριάζοντας στίχους για τη νιότη και την ομορφιά της χήρας που δε χάρηκε τα νιάτα της. Πόνεσε ο άντρας για τον άδικο θάνατό της…
Η Ορτάνς και η χήρα. Δυο διαφορετικές γυναίκες που μοιάζουν…
Οι δυο πρωταγωνίστριες φαινομενικά είναι διαφορετικές… Η Ορτάνς είναι σε προχωρημένη ηλικία, μαδημένα νιάτα, σαρακοφαγωμένο σκαρί… Μια εικόνα παρακμής ενός θηλυκού που κάποτε το θαύμαζαν οι τέσσερις ναύαρχοι…
Η χήρα είναι η νιότη στην αποθέωσή της. Νέα, λαμπαδόχυτη, το μάτι της είχε άγρια γλύκα...Η ομορφιά που σαγηνεύει όλα τα αρσενικά και προκαλεί τον πόθο και επιφέρει το φόνο…
Όμως μια προσεκτικότερη ανάγνωση μας δείχνει ότι έχουν αρκετές ομοιότητες.
Α. Δεν έχουν την εκτίμηση της τοπικής κοινωνίας. Είναι στο περιθώριο θα λέγαμε. Η μια στον ξενώνα της, η άλλη στο σπίτι και το περιβόλι της.
Β. Και οι δυο ελπίζουν καρτερούν έναν άνδρα που θα έρθει από άλλο τόπο και θα έχει άλλη νοοτροπία… Η πρώτη θα γνωρίσει και θα συνάψει σχέση με το Ζορμπά. Η νέα συνευρίσκεται έστω για λίγο με το νεαρό διανοούμενο, το αφεντικό του Ζορμπά.
Γ. Έχουν ένα τραγικό τέλος. Η Ορτάνς ενώ ακόμα ψυχομαχάει ακούει τις γριές μοιρολογίστρες να τη μοιρολογούν… Η χήρα έχει το τραγικότερο τέλος: την ημέρα της Λαμπρής δολοφονείται με άγριο τρόπο.
ΙΙΙ  Οι άλλες γυναίκες και ο Ζορμπάς
Οι δύο γυναίκες που αναφέραμε πρωταγωνιστούν στο έργο. Υπάρχουν όμως και οι άλλες σε δεύτερο  ρόλο… Αναδρομικά στην αφήγησή του ο Ζορμπάς αναφέρεται στη Σοφίνκα και στη Νούσα. Θα ζήσει μια περιπέτεια στο κάστρο με τη Λόλα. Θα αναφέρει την εμπειρία μιας βραδιάς με τη Βουλγάρα Λουντμίλα. Για να καταλήξει στο τέλος ζευγάρι με τη Λιούμπα…
α) Η ΣΟΦΙΝΚΑ. «βλέπω να πηδά από το κάρο μια χωριατοπούλα, νταρντάνα, δυο μέτρα μπόι, με μπλάβα μάτια θάλασσα, με κάτι γοφούς, σα φοράδα…».(σελ.94).
 Μια χωριατοπούλα νταρντάνα που γνώρισε στο παζάρι κοντά στο Νοβορωσίσκι. Εντυπωσιάστηκε από την εμφάνισή της αρχικά. Την παρατηρούσε όταν εκείνη αγόραζε διάφορα πράγματα και όταν έβγαλε το χρυσό της σκουλαρίκι να πληρώσει. Τότε εκείνος γενναιόδωρος όπως ήταν έβγαλε χρήματα και πλήρωσε το λογαριασμό της. Η Σοφίνκα γοητευμένη τον ευχαρίστησε. Μαζί της  ανέβηκε στο κάρο και την ακολούθησε στο σπίτι. Πέρασε τρεις μήνες ωραία μαζί της… Έφυγε μετά για μεταλλείο… Η γυναίκα είναι μια πηγή θα πει. Και εγώ διαβατάρης…
β) Η ΝΟΥΣΑ. «Όλοι οι συγγενείς, γυναίκες κι άντρες, όρθιοι, και μπροστά στέκουνταν η Νούσα, βαμμένη, στολισμένη, ξεστήθωτη, σα γοργόνα του καραβιού. Άστραφτε από ομορφιά και νιάτα. Φορούσε ένα κόκκινο μαντίλι στο κεφάλι, κι απάνω στην καρδιά της είχε  κεντημένο ένα σφυρί και ένα δρεπάνι. «Μωρέ αθεόφοβε Ζορμπά, είπα με το νου μου, ετούτο το κρέας είναι δικό σου; Ετούτο το κορμί θ’ αγκαλιάσεις απόψε; Ο Θεός να συγχωρέσει τον κύρη και τη μάνα που σε γέννησαν»! (σελ.96).
Τη γνώρισε σ’ ένα χωριό του Κουμπάν. Την ίδια μέρα η γυναίκα τον κάλεσε στο σπίτι της. Αυτός ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση. Εκεί γνώρισε τους γονείς και τους συγγενείς της και απόλαυσε ένα πλούσιο φαγοπότι. Τα ξημερώματα φύγανε από το σπίτι. Έζησαν στον Παράδεισό τους για έξι μήνες! Ένα βράδυ , γυρίζοντας σπίτι η Νούσα ήταν άφαντη! Είχε ακολουθήσει ένα ομορφονιό φαντάρο.
Και οι δυο γυναίκες ήταν Σλάβες. Ο Ζορμπάς αναφέρεται στη συμπεριφορά αυτών των γυναικών. Η Σλάβα γυναίκα δίνει, δίνει μπόλικα δεν είναι τσιγκούνα σαν τις Ρωμιές. Οι Ρωμιές πουλούν με το δράμι τον έρωτα! Είναι τσιγκούνες… ενώ οι Σλάβες είναι γενναιόδωρες…
 γ) Η ΛΟΛΑ. «μια μικρούλα, νοστιμούλα, μαυροτσούκαλο, βαμμένη με το μυστρί».(σελ.159).
Στο καφέ αμάν του Κάστρου τον πλησιάζει η μικρούλα και νοστιμούλα και τον αποκαλεί «παππούλη». Λόλα, ήταν το όνομα της λολίτας. Ο Ζορμπάς συγκρατεί το θυμό του και κερνάει σαμπάνιες και αδειάζει λουλούδια στην ποδιά της. Τώρα που γέρασα μ’ αρέσει να ξοδεύω. Να ’μαι γαλαντόμος, λέει. Με τέτοια συμπεριφορά είναι σίγουρος ότι τρελαίνονται οι γυναίκες. Με τη Λόλα, «μπήκε ζωντανός στον Παράδεισο», όπως αναφέρει ο ίδιος. Ο δικός του Παράδεισος είναι μια καμαρούλα… και δίπλα του το θηλυκό γένος…  (σελ.161).
δ) Η ΛΟΥΝΤΜΙΛΑ. «Κοιμήθηκα μαζί της και η καρδιά μου έτρεμε από τη γλύκα. Να, έλεγα, να, μωρέ Ζορμπά, αυτό θα πει γυναίκα, αυτό θα πει άνθρωπος»! (σελ.233).
Τη γνώρισε στον πόλεμο, σ’ ένα βουλγάρικο χωριό. Μπήκε στο σπίτι της για να γλυτώσει τη ζωή του. Πλάγιασε ένα βράδυ μαζί της και το πρωί έφυγε, ντυμένος με τα ρούχα του μακαρίτη άνδρα της για να μην τον αναγνωρίσουν οι εχθροί. Και συνέχισε να πολεμά για την πατρίδα του , παραδίνοντας στη φωτιά το χωριό της γυναίκας που τον έσωσε…
ε) Η ΛΙΟΥΜΠΑ. «Στο πρόσωπο της κάρτας ήταν η φωτογραφία του Ζορμπά, καλοθρεμμένος, γαμπροντυμένος, με το γούνινο σκούφο, μ’ ένα λιμοκοντορίστικο μπαστουνάκι κι ένα μακρύ παλτό της ώρας. Και κρεμασμένη στο μπράτσο του μια νόστιμη Σλάβα έως 25 χρονών, αγριοφοραδίτσα, διπλοκάπουλη, τσαχπίνα, με αψηλές μπότες, με πλούσιο στήθος. Και από κάτω τα χοντρά, σκεπαρνίσια γράμματα του Ζορμπά: «Εγώ ο Ζορμπάς κι η ατέλειωτη υπόθεση, η γυναίκα». Τώρα τήνε λένε Λιούμπα».(σελ.309).
Είναι η τελευταία γυναίκα του Ζορμπά. Η Λιούμπα ήταν μια νέα κοπέλα, χήρα από τον πρώτο της άνδρα με δύο παιδάκια. Με αυτή τη σλάβα κοπέλα θα αποκτήσει ένα Ζορμπαδάκι. Στην αγκαλιά αυτής της ωραίας γυναίκας πέθανε ο Ζορμπάς…
Συνοψίζοντας: Ο Ζορμπάς φαίνεται ότι ενδιαφέρεται πολύ για τη γυναίκα. Και παρά την ηλικία του εξακολουθεί να φλερτάρει και να απολαμβάνει τον έρωτα. Και ενώ κυνηγά τη σαρκική απόλαυση δεν υστερεί σε συναίσθημα και ευαισθησία. Μιλάει γλυκά, συμπεριφέρεται γενναιόδωρα, συγκινείται και δακρύζει για τη γυναίκα…
«Και σήμερα κάθε γυναίκα θα ήθελε έναν άνδρα λίγο Ζορμπά!», είπε σε συνέντευξή της η Ταμίλα Κουλίεβα, που έπαιξε στο θέατρο τη μαντάμ Ορτάνς.
Θα κλείσω με τα λόγια του Ζορμπά: «Θάλασσα, γυναίκα, κρασί, δουλειά μπόλικη! Να πέφτεις με τα μούτρα στη δουλειά, στο κρασί, στον έρωτα, να μη φοβάσαι μήτε το Θεό, μήτε το διάολο…»! (σελ.242).
zorbas 2
Εικόνα: Ομαδική φωτογραφία Γ3
zorbas 3
Εικόνα: Γ. Στασινάκης, Μ. Αγγέλη, Γ.Κομπορόζος στο 2ο Γυμνάσιο Αγρινίου, 24/10/2019.
zorbas 4
Eικόνα: Ο Γιώργος Στασινάκης  στο 2ο Γυμνάσιο Αγρινίου, με μαθητές/τριες, την Μαρία Αγγέλη και το Γιώργο Κομπορόζο.
zorbas 5
Εικόνα: Ομαδική φωτογραφία Γ2
Σημείωση: Φέτος δίδαξα στη Γ Τάξη του 2ου Γυμνασίου Αγρινίου «Κοσμάς ο Αιτωλός» απόσπασμα από το βιβλίο: Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, το οποίο ανθολογείται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Μετά την ολοκλήρωση της διδασκαλίας είδαμε με τους μαθητές και μαθήτριες την ταινία «Zormpa the Greek».  Προέτρεψα  στη συνέχεια τα παιδιά να διαβάσουν ολόκληρο το βιβλίο.
Μαθητές και μαθήτριες με καθοδήγηση και συνεχή ενθάρρυνση μελέτησαν κατά τη διάρκεια του Α Τετραμήνου και παρουσίασαν στη σχολική τάξη αυτό το  έργο. Είχαν γνωρίσει καλύτερα το συγγραφέα και τον ήρωά του… Παρότρυνα τα παιδιά που είχαν διαβάσει το έργο να γράψουν μια εργασία με θέμα:
«Ο Ζορμπάς και οι Γυναίκες…».
Στόχος αυτής της εργασίας ήταν να κατανοήσουν ένα σημαντικό έργο της Νεοελληνικής  και της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας και να αναδείξουν με τη δική τους γραφή τις Γυναικείες μορφές…
Μαθητές και μαθήτριες, με τη δική τους ματιά, ανέδειξαν τις γυναίκες του Ζορμπά. Τις πρωταγωνίστριες: μαντάμ Ορτάνς και Χήρα. Και τις δευτεραγωνίστριες: Σοφίνκα, Νούσα, Λόλα, Λουντμίλα και Λιούμπα. Ως φιλόλογος ήμουνα δίπλα τους και εξηγούσα κάθε απορία τους. Συμμετείχα και η ίδια  γράφοντας τη δική μου εργασία…
Οι εργασίες των μαθητών μαθητριών στάλθηκαν στη Διεθνή Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη  στη Γενεύη. Αξιολογήθηκαν  και το Προεδρείο της  ΔΕΦΝΚ, το οποίο αποφάσισε να βραβεύσει τις τρεις καλύτερες εργασίες. Εκτός από τα βραβεία η ΔΕΦΝΚ αποφάσισε να προσφέρει αναμνηστικά δώρα από το Μουσείο Ν. Καζαντζάκη σε όλα τα παιδιά που μελέτησαν το βιβλίο του μεγάλου συγγραφέα ως επιβράβευση.
Είχε προγραμματιστεί Ημερίδα στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του σχολείου στις 30 Μαρτίου 2020 στην οποία θα παρουσιάζονταν όλες οι εργασίες… Θα παρευρισκόταν ο Γιώργος Στασινάκης ως Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη. Ο ίδιος είχε δώσει διάλεξη για τον Νίκο Καζαντζάκη στο 2 Γυμνάσιο Αγρινίου στις 24 Οκτωβρίου, ημέρα Πέμπτη. Η πανδημία του κορονοϊού και το κλείσιμο των Σχολείων(11 Μαρτίου) δεν επέτρεψαν την πραγματοποίησή της
Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Εταιρείας, Γιώργος Στασινάκης, με e-mail συγχάρηκε τα  παιδιά που αφιέρωσαν χρόνο να μελετήσουν το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη  και παρέδωσαν αξιόλογες εργασίες ιδιαίτερα για τις γυναικείες μορφές…. Δέχτηκα και εγώ, ως φιλόλογος, τα θερμά του συγχαρητήρια για την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας  και την οργάνωση παρουσίασης βιβλίων στο Δημόσιο Σχολείο και για την ανάθεση και επίβλεψη της εργασίας που ανέθεσα στα παιδιά. Επίσης,  πήρα βραβείο για την «εξαιρετική» κατά την κρίση του εργασία μου.
Θερμά συγχαρητήρια απέδωσε ο Πρόεδρος στο Γιώργο Κομπορόζο, Διευθυντή του 2ου Γυμνασίου Αγρινίου «Κοσμάς ο Αιτωλός», που στηρίζει ηθικά και υλικά το έργο των συναδέλφων και της μαθητικής κοινότητας.Καθώς για την οργάνωση Διάλεξης στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου με θέμα: «Nίκος Καζαντζάκης, ο μεγάλος συγγραφέας», 24 Οκτωβρίου 2019.
Τα βραβεία-αναμνηστικά θα σταλούν από τη Δ.Ε.Φ.Ν.Κ. με την επαναλειτουργία των σχολείων.
Το δημοσιευμένο κείμενο είναι η εργασία της Μαρίας Ν. Αγγέλη, όπως παρουσιάστηκε στους μαθητές/μαθήτριες στις 2 Μαρτίου 2020.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.

.....................................................................................................................