Τα πιστρόφια:Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος*




(Το λαογραφικό Σημείωμα της εβδομάδας) 


Τα πιστρόφια στην ουσία ήταν το πρώτο επίσημο τραπέζι των νεόνυμφων, των συγγενών και των φίλων τού γαμπρού στο σπίτι της νύφης μετά τον γάμο. Ήταν, ας πούμε, και μια ευκαιρία για να γνωριστούν καλύτερα τα συμπεθέρια. Σηματοδοτούσαν στην ουσία το τέλος της γαμήλιας τελετής. Μετά τα πιστρόφια, τέλος οι απαιτήσεις, τέλος και οι εντολές… Εδώ ακριβώς ίσχυε η ρήση «κατούρ’σε η νύφ’ σχόλασε ο γάμος.» Τα είπαμε; Έγιναν και τα πιστρόφια, ο καθένας στο σπίτι του. Τα πιστρόφια ή αντίχαρα ή γυρίσματα ή αντίγαμος (κάθε τόπος κι η ονομασία του) είναι το πρώτο μετά τον γάμο τραπέζι που προσφέρουν τα γονικά της νύφης, σπίτι τους, στο συγγενολόι του γαμπρού.

Την πρώτη Κυριακή, λοιπόν, μετά τον γάμο οι νιόπαντροι και οι συγγενείς τους πήγαιναν ομαδικά στην εκκλησία. Εκεί πραγματικά γινόταν μια παράσταση εκθέματος του ζεύγους, μια αιτία και αφορμή να οργιάσουν οι κουτσομπόλες και να σχολιάσουν ποικιλοτρόπως οι μεν το γαμπρό, οι δε τη νύφη. Άκουγες και τι δεν άκουγες! «Άβρακος βρακί δεν είδε, κι είδε το βρακί και χέστ’κε», για το γαμπρό. Τη νύφη την περιέλουζαν αρμοδίως. «Πήρε το χλιάρ’ νερό» ή «πάτ(η)σι τ’ αυγό κι έφτασε τουν ουρανό.» Κι άλλα, κι άλλα πολλά.
Το ζευγάρι δηλαδή λειτουργούσε ως πρωταγωνιστές μιας διαφημιστικής –ενημερωτικής καμπάνιας. (Καλά ή κακά λόγια δεν έχει σημασία. Αυτοί έπρεπε να τα ακούν….) Και το βράδυ της Κυριακής σμίγονταν τα δυο σόγια στο σπίτι του πατέρα της νύφης. Αυτή η επιστροφή ονομάστηκε Πιστρόφια. Στα πιστρόφια ο αριθμός των συμμετεχόντων ήταν πάντα μονός και φυσικά όχι περισσότεροι από όσους ακολουθούσουν τη νύφη, δηλαδή τους μπεκτσήδες. (Είχαμε και τις προκαταλήψεις).
Το πρωί της Δευτέρας το ζευγάρι επανέκαμπτε στο σπίτι του γαμπρού, «παίρνοντας μαζί του και τα ‘ζωντανά’ (γιδοπρόβατα ή χοντρικά), όταν αυτά αποτελούσαν τμήμα της προίκας που είχαν τάξει στο γαμπρό». Ο γαμπρός ανάλογα, αν ήταν και λίγο γκουβαρντάς, σε ένδειξη απλοχεριάς και φυσικά «καλής θελήσεως» άφηνε κάτι στα πεθερικά του (μια γίδα ή μια προβατίνα, συνήθως τη στέρφα). Δεν έπρεπε να πάρει όλο το γούρι μαζί του, αλλά να αφήσει και κάτι για φώλι. Αν ήτανε όμως «φραγκοφονιάς» δεν άφηνε τίποτε ούτε το φώλ’ ούτε ίχνος από το φώλ’. «Έπεσε νηστ(ι)κός στο μαντρί και τα ‘φαε ούλα!»
Πολλά μολογούνται πως έγιναν στα Πιστρόφια. Άλλοι δεν πήγαιναν γιατί δεν δόθηκε επακριβώς το ποσόν της προίκας και υπολείπονταν το κατιτίς, άλλοι λένε πως δεν πήγαν γιατί ο γαμπρός δεν βρήκε αμόλυντη την νύφη και αντί για πιστρόφια άρχισε η διαδικασία για να καθορίσουν το πανωπροίκι και χίλια δυο…
Εκεί λοιπόν στο γλέντι στα πιστρόφια λέγεται πως κάποια νύφη ξεθάρρεψε κι άρχισε κι αυτή και τραγουδούσε. «Ας πάν’ να δουν τα μάτια μου/ πώς τα περνάει η αγάπη μου./Μην ήβρε αλλού κι αγάπησε/ και μένα με απαράτησε.» Το συμπεθεριό στραβοκοίταξε αλλά περισσότερο η πεθερά. Φουρλάτησε για τα καλά. «Τι εινι αυτά τα πράγματα. Ντροπής. Τι οικογένεια θα κάνουν; Θα τον φουσκώσ’ στο κέρατο! Ακούς χαιρετίσματα στον άλλον;» Και να, κάτι μούτρα ίσαμε το πάτωμα. Ο πατέρας της νύφης που ήταν και λίγο αψύς, είχε πιει και κάμποσο κρασί σηκώθηκε και άρχισε τα ερωτήματα. «Δε μού λες συμπεθέρα. Τι έπαθες κι έχ’ς κάτι μούτρα σαν του ζουρλού τον κώλο; Ποιος σε μάλωσε;» Και τότε έγινε ο τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος. «Το δ’κό μας το κούτελο είναι πεντακάθαρο. Βαλθήκατε να μας το μαγαρίσετε;» «Τι να σας μαγαρίσουμε; Μαγάρισμα δεν παιρνει παραπάνω. Τι φοβάστε εσείς; Μήπως υπάρχει άλλος; Άμα είναι έτσ’ την κρατάω εδώ. Σιγά μη χάσ’ το δ’κό σου το κελεπούρ’.» «Συμπέθερε. και με το μυαλό να τον κ’τάει κακό είναι. Πού ξερ’ες πώς θα γιν’ συμπέθερε αργότερα. Πες ο ένας, πες η άλλη μπορεί να τα αναπιάσουν τα προζύμια. Άμα φουρνίσουν και το καρβέλ’, τότε σιούρα τα Ρίνα σιούρα τα κατά το Καρπενήσι.»
Δεν ξερω αν το αντρόγυνο έκανε λαμπόγυαλο το γάμο τους και τα σιούριξαν κατά το Καρπενήσι. Τότε, γιατί τώρα πάνε αυτά. Αμούντ…

*Xρήστος Τούμπουρος:
Συγγραφέας- ερευνητής

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.

.....................................................................................................................