Το Κυριακάτικο λαογραφικό σημείωμα «Ο Κανάρης επυρπόλησεν την ναυαρχίδα» Γράφει Ο Χρήστος Τούμπουρος*






Ήμουνα παιδάκι έξι ετών όταν με ανέβασαν στο παράθυρο ενός σπιτιού, για να δω τι κάνουν τα νιόγαμπρα. Έτσι, ακριβώς, όπως το γράφω. Ήθελαν να διαπιστώσουν, αν πραγματικά ίσχυαν τα λεγόμενα περί αστησίας του Κότσιου, του λεβέντη, της κοροδομηχανής ολόκληρου του Τζουμέρκου. Λούφαξα στην άκρη στο παράθυρο. Κλειστά τα φώτα, ένα λυχνάρι ήταν μέσα που έφεγγε κι έβλεπα τον Κότσιο να μασουλάει συνεχώς, ασταμάτητα. Από κάτω από το παράθυρο στεκόντουσαν καμιά δεκαριά συγγενείς και φίλοι, οι περισσότεροι σκνίπα στο μεθύσι, που περίμεναν -κρέμονταν από τα χείλη μου- να ακούσουν τη χαρμόσυνη είδηση πως ο Κότσιος φασμάκωσε τη νύφη. Περίμεναν…


Είχε προηγηθεί μέγας γάμος. Μεγάλη γαμήλια τελετή. Αλήθεια κανένας δεν θυμόνταν για πολλά χρόνια τέτοιο γάμο, με τόση συμμετοχή λαού και τόσα καλούδια. Ομολογουμένως δεν ξανάγινε στο Τζουμέρκο. Κοφίνια τα πορτοκάλια που ήρθαν φορτωμένα στα μουλάρια μαζί με τα συμπεθέρια, κουφέτα να δουν τα μάτια σας, βιομηχανία ολόκληρη. Κανταρέλα τα μουλάρια φορτωμένα με τα προικιά της νύφης. Θυμάμαι πως στην τελετή παρήλασαν και καμιά εικοσαριά γίδια και κατσίκια.
Θυμάμαι ακόμα μόλις ξεκάμπισε η νύφη το μορφασμό που έκανε ο παππούς μου. Πήγε κοντά στην προξενήτρα, τη γιαγιά μου και της είπε στο αυτί: «τι λύκος καψαλός είναι αυτό;» Κι αυτή δήθεν αδιάφορη, τον αγριοκοίταξε και σε έντονο ύφος του απάντησε: «τέτοιο ζ’λάπ’ είχαμε, τέτοιο λύκο μας έδωσαν.» Και το ζ’λάπ και ο λύκος λοιπόν «ενώθησαν εις σάρκαν μίαν», έτσι διάβασε ο παππάς, αφού έτσι γράφουν οι γραφές. Στην πράξη μπορεί να γίνονται έτσι ή να απέχουν παρασάγγας.
Είχε λάβει ο γάμος τη μορφή συγγενικής υπόθεσης. Η μάνα μου μαγείρεψε μια γίδα με μακαρόνια, η θεία μου τηγάνισε 680 κεφτέδες και η άλλη έφτιαξε 12 πίτες (λαχανόπιτες κυρίως). Αν προσμετρήσουμε και τα καλούδια που έφεραν οι μετέχοντες του τραπεζιού, πίτες, κριάς, σκωμαΐδες… τι να θυμηθώ, μπλέτσκωσαν όλοι. Και αφού ήπιαν τον αγλέουρα άρχισαν τα τραγούδια κι άχαξε όλο το χωριό. Κανένας δεν έλεγε να φύγει, να πάει στο κονάκι του. Όλοι εκεί μπαστακωμένοι, όρθιοι και καθιστοί, λες και περίμεναν κάτι. Κι όμως περίμεναν…
Είχα κουραστεί αφάνταστα. Μικρό παιδάκι, με πονούσαν τα πόδια μου κι έκανα να φύγω, να πάω στο σπίτι μου. Με πήρε είδηση ο θείος μου και με κατσάδιασε. «Πού πας; Γάμο έχουμε. Εσύ πρέπει να ‘σαι μπροστά. Κάτσε εκεί. Σε θέλω.» Και πού να ‘ξερα εγώ τι με ήθελε. Πού να καταλάβω. Κούρνιασα σε μια γωνιά και περίμενα. Περίμενα και κάπου κάπου με έπιανε ο ύπνος. Με σκούνταγαν και ξυπνούσα. Μάλιστα κάποια στιγμή όταν μια γυναίκα είπε «να το πάμε το παιδί στο σπίτι να κοιμηθεί», άκουσε από τον μπάρμπα μου τον εξάψαλμο. «Ποιον θα βάλω στο παράθυρο, μου λες; Να βάλω κανένα γρουσούζ’. Το παιδάκ’ θα βάλω. Αυτό θα μας φέρ’ τα χαϊρλίκια.»
Και εγώ ο κακομοίρης εκλήθην μεσάνυχτα να λειτουργήσω ως άγγελος… Είχε προηγηθεί η εντολή του μπάρμπα μου προς το αγωνιώδες πλήθος ότι η τελετή του γάμου έλαβε τέλος. «Αποχωρήσατε εκ της οικίας, η πεθερά θα φιλοξενηθεί εις την οικίαν μου, για να μείνει το ζεύγος μόνο του.» Μετά, όταν μεγάλωσα κατάλαβα γιατί εκείνη τη στιγμή ο παππούς μου άρχισε και σιγοτραγουδούσε: «Τι να σε κάνω γαλανή, να γίνεις μαυρομάτα.»
Γαλανή-ξεγαλανή εμένα με έβαλαν στο παραθύρ’ με την εντολή να δω τι κάνει ο Κώστας. Ο Κώστας ματσιούλαγε συνεχώς. Η νύφη είχε πέσει για ύπνο. Από κάτω ρωτούσαν όλοι. «Τι γινεται μέσα;» «Τίποτε», απαντούσα αγανακτισμένος. Ο Κότσιος είχε πιει και ένα τόνο κρασί και κάποια στιγμή αποφάσισε πως έπρεπε να σηκωθεί από το τραπέζι. Φεύγει και πάει για ύπνο. Ρωτούσαν οι άλλοι. «Κοιμάται», απαντούσα. «Ξανακοίταξε», η εντολή του θείου μου. «Ροχαλίζει», απαντούσα εγώ. «Τον κακό σου τον καιρό», ο θείος. «Δεν κανει τιποτε μωρέ παιδι μ’;», Ρώτησε η γιαγιά. «Τίποτε γιαγιά τίποτε.» Ώσπου κάποιος άρπαξε μια πέτρα την πέταξε επάνω ούτε που σκέφτηκε μήπως με χτυπήσει, έσπασε το τζάμι, αποκάτω ήταν ακριβώς το λυχνάρι, έπεσαν τα τζάμια επάνω κι άρπαξαν φωτιά οι κουρελούδες. Ο Κότσιος ροχάλιζε. Ο μπάρμπας μόλις είδε τη φωτιά ανέκραξε. «Ο Κανάρης επυρπόλησεν την ναυαρχίδα!» Τότε ακούστηκε η γιαγιά. «Τρομάρα σου και σένα και στον ανεψιό σου, το παλιομουλαΐνκο!»

*Χρήστος Τούμπουρος:Συγγραφέας-Eρευνητής

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Τα κείμενα των αναγνωστών που δημοσιεύονται εκφράζονται από τους ιδίους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.

.....................................................................................................................