Καιρό με τον καιρό και χρόνο με το χρόνο έλεγα μέσα μου πως άρχισα να νιώθω τον κόσμο και πήρα να νογάω. Κείνη τη χρονιά έμαθα και τα μυρμήγκια. «Πραματάκια τ’ θιού, μυρμήγκια τα λένι, αγωνιέντι ούλ’μιρίς για θρουφή, δεν πράζ’νι κανέναν, ξηρά χουρταράκια κι σαούρα μαζεύ’νι κι είνι κι καθαρά», είπε η μάνα.
Τάβλεπα κι εγώ και τα χάζευα που έφκιαναν στράτες να πηγαινοέρχονται σα μαύρος στρατός κι ακόμα σωρούς από θροφές, σαν αθημωνιές στο μπόϊ τους και τρύπες βαθιά στη γης, όπου ήταν τα κατοικιά τους και τ’ αμπάρια τους για τις θροφές τους.
Εκεί στο χωράφι ολοένα οι αργατιές, άνοιξη και καλοκαίρι, είχανε και το σακούλι για την πόρεψή τους, ψωμί, τυρί, ελιές, καμιά ντομάτα κι ότι άλλο τους βρίσκονταν.
Μια μέρα πάει η μάνα στο ίσκιο της αγραπιδιάς και ξεκρέμασε το σακούλι να βγάλει το ψωμί και το τυρί να φάμε κι έβαλε τις φωνές, «που πούϊ, έπισι πουρδάλα, τώρα τι φάμι», αναρωτήθηκε απελπισμένη. Ο πατέρας πήρε το κομμάτι του πλασταριού και το χτύπαε με την απαλάμη του κι έπεφταν κάτι μικρά σκούρα καφετιά μυρμηγκάκια. Μετά πήρε και το τυρί και το τίναξε και το φύσηξε κι έφυγαν τα πολλά μυρμηγκάκια κι απέ με το μαχαίρι το καθάρισε ένα γύρο. «ιντάξ’ είνι τώρα, ας φάμι» είπε και καθίσαμε όλοι στο ίσκιο.
- Ισύ είπις ότ’ τα μυρμήγκια είνι καλά, είπα με περιέργεια στη μάνα μου.
- Μυρμήγκια είν’ αυτά πιδί μ’; αυτά είνι πουρδάλις, δεν αφήν’νι τίπουτι, Παναγία βόηθα!
Μια άλλη μέρα πήγαμε στο ίκιο της βελανιδιάς και στρώσαμε να φάμε, ότι την ώρα εκείνη δε χωράγαμε στον ίσκιο της αγραπιδιάς. Κάποια στιγμή ένιωσα ένα τσίμπιμα τρομερό στο ποδάρι μου-φόραγα κοντοπαντέλονο- και τινάχτηκα ορθός κι οι άλλοι τρόμαξαν προς στιγμή μη και με δάγκασε κάνα φαρμακερό σκορπίδι, αλλά αμέσως σχεδόν όλοι άρχισαν να γελάνε με το πάθημά μου, ότι είχαν καταλάβει ότι ήταν κάποιο λιγκόνι που με δάγκασε.
- Μη σκιάζισι πιδί μ’, δεν είνι τίπουτι, σι τσίμπ’σι λιγκόν’, με καθησύχασε ο πατέρας.
- Τι είνι αυτό του λιγκόν’ π’ δαγκάει τόσου δυνατά, τονε ρώτησα.
- Διαολουμυρμήγκ’ είναι π’ πααίν’ κι φουλιάζ’ μέσα απ’ τ’ φλούδα τ’ς βιλαν’διάς.
Γύρισα και παρατήρησα τον κορμό της βελανιδιάς και τη σκασμένη φλούδα της φορτωμένη με μιλιούνια αγριωπά μυρμήγκια με δαγκάνα να την περιτριγυρίζουν και να μπαίνουν και στο εσωτερικό του κορμού.
Μέχρι να καταλάβω τι ήταν αυτό που με τσίμπησε όλοι είχαν αναστατωθεί και χτυπιώταν στο κόρφο τους και στα γοφιά τους, ότι τα λιγκόνια είχανε περάσει μέσα απ’ τα ρούχα τους κι είχαν αρχίσει και τους δάγκωναν όπου εύρισκαν.
Η μάνα μάζεψε το ψωμί και το τυρί μαζί και το στρωσίδι που καθόμαστε και πήγε πιο πέρα για να τα σώσει απ’ τα λιγκόνια, για να σωθεί κι αυτή και μονολογαε κι αναθεμάτιζε τα λιγκόνια κι έλεε, «μπα τι ήταν αυτό π’ μας ηύρι σήμιρα, τα ρημάδια!».
Εγώ έκανα να γελάσω με τους άλλους που συνέχισαν να χτυπιούνται πάνω απ’ τα ρούχα τους, στα ποδάρια τους, στα γοφιά τους και στα χέρια τους, να σκοτώσουν να λιγκόνια πούχανε περάσει κατάσαρκα και περπάταγαν στα κορμιά τους και τους δάγκωναν, ότι κι αυτοί πρωτύτερα με περιγέλασαν σα με δάγκασε το πρώτο λιγκόνι, μα συνάμα αναρωτήθηκα, ποιος ξέρει πόσα μυρμήγκια έχω να γνωρίσω ακόμα και τι με περιμένει.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά, ότι πριν κάμποσες μέρες άφηκα μισό αχλάδι στο νεροχύτη και σε λίγα λεπτά ένα κοπάδι από πουρδάλες(μικρά σκούρα καφετιά μυρμήγκια), ανέβηκαν στο δεύτερο όροφο, τοίχο-τοίχο, να το αποτελειώσουν.
Related Posts :