Η
πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
ξεκινά το 1204 με την 4η Σταυροφορία. Ο
Δόγης της Βενετίας Ενρίκο Δάνδολο,
προφασιζόμενος νέα σταυροφορία, μετέφερε
40.000 πολεμιστές, πλιατσικολόγους, με τα
πλοία, οι οποίοι πραγματοποίησαν επίθεση
στις 12 Απριλίου. Οι συνέπειες ήταν
πραγματικά καταστροφικές αφού η
Βυζαντινή Αυτοκρατορία λεηλατήθηκε,
διαμελίστηκε και οι βυζαντινές επαρχίες
διαμοιράστηκαν ανάμεσα στους Λατίνους.
Η
ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης έγινε
στις 25 Ιουλίου του 1261 από τον Μιχαήλ Η’
Παλαιολόγο, ο οποίος προσπάθησε να
αναδιοργανώσει την αυτοκρατορία του
Βυζαντίου.
Τα
δυτικά κράτη έδωσαν ελάχιστη ή και
καθόλου βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Παπισμός και οι ηγέτες της Δυτικής
Ευρώπης για να στηρίξουν στρατιωτικά
τους Βυζαντινούς ζητούσαν από τον
βυζαντινό αυτοκράτορα να συμφωνήσει
με αυτούς τους όρους δυο φορές, το 1274
στη Σύνοδο της Λυών και το 1439 στη Σύνοδο
της Ferrara-Φλωρεντία. Βασική τους θεολογική
διαφορά ήταν το δόγμα του Filioque. Η
στρατιωτική στήριξη που είχαν υποσχεθεί
οι Δυτικοί είτε δεν πραγματοποιήθηκε
ποτέ, είτε ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Με
την επιστροφή του αυτοκράτορα Ιωάννη
Η΄, μετά την τελευταία Σύνοδο,
δημιουργήθηκαν ρήξεις ανάμεσα σε
ενωτικούς και ανθενωτικούς.
Όταν
ο Κωνσταντίνος ανέλαβε αυτοκράτορας,
στις 6 Ιανουαρίου του 1449 στο Μυστρά, η
κατάσταση της Πόλης ήταν άσχημη.
Προσπάθησε λοιπόν με κάθε τρόπο να τη
σώσει παρά το γεγονός ότι δεν είχε
αρκετούς οικονομικούς πόρους και
ικανοποιητική στρατιωτική δύναμη. Μια
σανίδα σωτηρίας ήταν η πραγματοποίηση
ενός γάμου με μια νύφη από βασίλειο που
θα μπορούσε να προσφέρει τη βοήθεια
του στο Βυζάντιο. Όμως λόγω της κατάστασης
της Πόλης κανένα βασίλειο δεν έδειχνε
το ενδιαφέρον του. Τελικά έκανε πρόταση
στην Μαρία ή Μάρα Μπράνκοβιτς, χήρα του
Μουράτ Β’ και θετή μητέρα του Μωάμεθ
Β’, όμως αυτή αρνήθηκε.
Στις
12 Δεκεμβρίου του 1452 στην Αγία Σοφία
μνημονεύτηκε το όνομα του Πάπα και
κηρύχθηκε η Ένωση των Εκκλησιών, που
είχε ψηφίσει η Σύνοδος της Φλωρεντίας
και ο αυτοκράτορας ομολόγησε προσχώρηση.
Ο Κωνσταντίνος πίστευε έτσι πως οι
ομόθρησκοι θα προσέφεραν τη στήριξη
τους και η Πόλη δεν θα έπεφτε στα χέρια
των Τούρκων. Στον αντίποδα, με αυτή του
την ενέργεια προκάλεσε το μίσος των
φανατικών ορθοδόξων με επικεφαλής τον
Γεννάδιο Σχολάριο, που υποστήριξε πως
για τιμωρία η Κωνσταντινούπολη θα
πέσει.
Στις
26 Ιανουαρίου ο Γενουάτης Ιωάννης
Ιουστινιάνης ήρθε να βοηθήσει με δυο
πλοία και μαχητές εφοδιασμένους με
δικά του έξοδα. Μέχρι τον Απρίλιο είχε
φθάσει στρατιωτική εθελοντική δύναμη.
Αυτοί ήταν: αρκετοί Λατίνοι από την
Ανκόνα, Βενετοί και Έλληνες από την
Κρήτη, πέντε Βενετικά πλοία εξοπλισμένα
με χρήματα της Βενετικής κοινότητας
της Πόλης και με μέλη της Γενουατικής
και Καταλανικής κοινότητας.
Ο
αυτοκράτορας όλο αυτό το διάστημα ήθελε
να προετοιμάσει την Πόλη για την
πολιορκία. Οι κρατικές αποθήκες γέμισαν
με αγαθά διαφόρων ειδών. Όσον αφορά το
νερό η Πόλη ήταν καλυμμένη εξαιτίας
των υπόγειων δεξαμενών που είχε. Στα
τείχη επισκεύασε βιαστικά ό,τι μπορούσε
και έγινε βαθιά εκσκαφή της τάφρου.
Προέβη στην οργάνωση και αποστολή νέων
πρεσβειών σε διάφορους χριστιανικούς
ηγεμόνες. Επίσης στρατολόγησε άνδρες,
πήρε δάνειο από τις εκκλησίες και τα
μοναστήρια και τον Μάρτιο του 1453 έκλεισε
με αλυσίδα τον Κεράτιο Κόλπο, έτσι ώστε
να εμποδίσει την είσοδο των Οθωμανικών
πλοίων.
Ο
Μωάμεθ στρατολόγησε τον Ούγγρο μηχανικό
Ουρβανό για να φτιάξει την “μπομπάρδα”,
με σκοπό να ρίξει τα Θεοφύλακτα τείχη
του Βυζαντίου, ένα κανόνι δηλαδή που
το έσερναν βόδια και σε κάθε πλευρά του
βρίσκονταν διακόσιοι άνδρες για να
στηρίζουν το κάρο που το μετέφερε.
Στις
5 Απριλίου ξεκίνησε η πολιορκία. Ο
σουλτάνος υπερείχε σε στόλο, πυροβολικό
και ο στρατός του ήταν πάνω από εκατό
χιλιάδες άνδρες. Οι Βυζαντινοί δεν ήταν
πάνω από οκτώ χιλιάδες στρατιώτες. Ο
Μωάμεθ απέκλεισε την Κωνσταντινούπολη
από θάλασσα και στεριά. Στις 9 Απριλίου
τα πλοία στο λιμάνι παρατάχθηκαν σε
θέση μάχης.
Ο
Κωνσταντίνος εγκατέστησε το αρχηγείο
του στα δεξιά της Πύλης του Αγίου
Ρωμανού. Ακριβώς απέναντί του ήταν ο
Μωάμεθ. Ακριβώς δίπλα του ήταν το μεγάλο
κανόνι. Κοντά στον αυτοκράτορα βρισκόταν
ο Ιωάννης Ιουστινιάνης και η βοήθεια
που είχε καταφέρει να συλλέξει. Ο
σουλτάνος έστησε και άλλα εβδομήντα
κανόνια, τα οποία έριχναν συνεχώς
έχοντας ως στόχο να κατεδαφίσουν τα
τείχη. Οι Βυζαντινοί από την άλλη μεριά
προσπαθούσαν αδιάκοπα να διορθώνουν
τις ζημιές.
Στις
18 Απριλίου κατέρρευσε ένα μέρος των
τειχών κι αυτό έδωσε την εντύπωση στον
Μωάμεθ ότι με μία επίθεση η Πόλη θα ήταν
δική του, όμως απέτυχε. Το μόνο που
κατάφερε ήταν αρκετές απώλειες και
αυτό έδωσε μεγαλύτερο θάρρος για την
κατασκευή των τειχών. Στις 21 Απριλίου
ο Φλαντανελάς με τρία Γενουάτικα πλοία
και ένα Βυζαντινό, φορτωμένα προμήθειες,
προχώρησαν στη διάλυση του ναυτικού
αποκλεισμού, συγκρούστηκαν με τα
οθωμανικά πλοία και εισήλθαν νικητές
στην Κωνσταντινούπολη.
Ο
Μωάμεθ πείσμωσε πιο πολύ και έβαλε
εργάτες να σκάψουν λαγούμια κάτω από
τα τείχη, τα οποία σταμάτησαν λόγω του
υγρού πυρ που είχαν στη διάθεσή τους
οι Βυζαντινοί. Επόμενη ενέργεια του
σουλτάνου ήταν να αποκλείσει ακόμα
περισσότερο τους Βυζαντινούς και γι’
αυτό πέρασε τα πλοία του από το Βόσπορο
στον Κεράτιο Κόλπο δια μέσου της ξηράς
με δίολκο. Ως λύση οι Βυζαντινοί βρήκαν
το κάψιμο των πλοίων των Οθωμανών.
Βενετοί και Γενουάτες συγκρούστηκαν
για το ποιος θα το αναλάβει, με αποτέλεσμα
το σχέδιο να διαρρεύσει και να πάρουν
οι Οθωμανοί τα απαραίτητα μέτρα. Το
σχέδιο προδόθηκε πιθανότατα από τους
Γενουάτες του Γαλατά, οι οποίοι είχαν
εμπορικές συναλλαγές με τους Οθωμανούς
πολύ πριν την άλωση αλλά παράλληλα και
με τους Βυζαντινούς. Η μόνη τους ελπίδα
πλέον ήταν η Δύση.
Στις
7 Μαΐου οι Τούρκοι χρησιμοποιώντας
κλίμακες προσπάθησαν να φτάσουν στο
εσωτερικό τείχος, όμως απέτυχαν με
μεγάλες απώλειες. Στη συνέχεια προσπάθησαν
να γεμίζουν την τάφρο με πέτρες, ξύλα,
χώματα και πτώματα αλλά οι Λατίνοι και
οι Βυζαντινοί τα βράδια την καθάριζαν
και επιδιόρθωναν τα τείχη.
Από
τα μέσα Απριλίου φημολογείτο πως πλοία
της Γαληνοτάτης έφταναν στον Ελλήσποντο
για να διακόψουν την πολιορκία. Ο
Κωνσταντίνος ανακουφισμένος έστειλε
ένα ταχύπλοο αυτοκρατορικό πλοίο για
να συναντήσει το Βενετικό και να πάρει
πληροφορίες που θα τους χρησίμευαν. Το
πλοίο επέστρεψε χωρίς όμως ευχάριστα
νέα γιατί πουθενά δεν συνάντησε το
Βενετικό.
Στις
21 Μαΐου ο Μωάμεθ έστειλε πρέσβη στα
τείχη και ζήτησε από τον αυτοκράτορα
να παραδοθεί ειρηνικά. Ο Κωνσταντίνος
τον ενημέρωσε πως δεν είναι δική του η
πόλη για να του την παραδώσει και ότι
έχουν αποφασίσει να πεθάνουν με την
θέλησή τους. Στις 27 Μαΐου ο σουλτάνος
συγκάλεσε συμβούλιο για το αν θα
συνεχιζόταν η πολιορκία ή όχι. Ο Βεζίρης
Τσανταρλή Χαλίλ πασά, ο οποίος ήταν το
δεξί χέρι του Μωάμεθ, δεν ήθελε την
πτώση της Βασιλεύουσας διότι θεωρούσε
πως θα χαθεί πολύς κόσμος και ότι μετά
από καιρό θα ήταν πιο εύκολο να παρθεί
μια πόλη που αποδυναμωνόταν με το χρόνο
στα χέρια των Βυζαντινών και προσπαθούσε
να σταματήσει την πολιορκία. Τελικά
αποφασίστηκε ότι θα συνεχίσουν και η
μέρα έναρξης ορίστηκε η 29η Μαΐου. Λόγω
αυτού ο σουλτάνος τον εκτέλεσε αμέσως
μετά την Άλωση της Πόλης την 1η Ιουνίου
με την κατηγορία ότι συνεννοούνταν
κρυφά με τους Βυζαντινούς. Ο Μωάμεθ
υποσχέθηκε στο στράτευμα τριήμερη
λεηλασία. Οι Βυζαντινοί από την άλλη
μεριά προσπαθούσαν να επιδιορθώσουν
τα τείχη κυρίως στην Πύλη του Αγίου
Ρωμανού με ό,τι υλικά είχαν.
Στις
28 Μαΐου έγινε κατανυκτική λειτουργία
στην Αγία Σοφία όπου παρευρέθηκε ο
αυτοκράτορας, κοινώνησε και ζήτησε
συγχώρεση από όλους. Στη συνέχεια
επέστρεψε ο καθένας στη θέση του. Η
επίθεση άρχισε τρεις με τέσσερις ώρες
πριν ξημερώσει η 29η Μαΐου και από τις
τρεις πλευρές της Πόλης. Η έφοδος άρχισε
με τα σώματα των ατάκτων. Η πρώτη και η
δεύτερη έφοδος αποκρούστηκαν με
επιτυχία. Τότε ο Μωάμεθ διέταξε να
προχωρήσουν στη μάχη οι γενίτσαροι. Ο
Ιουστινιάνης είχε τοποθετηθεί στο
κρισιμότερο σημείο, όπου τραυματίστηκε
θανάσιμα, με αποτέλεσμα να ζητήσει να
φύγει. Ο Κωνσταντίνος τον παρακάλεσε
να μείνει όμως δεν κατάφερε να τον
μεταπείσει.
Αυτή
του η κίνηση έφερε σύγχυση στους
αμυνόμενους και οι Τούρκοι εισέβαλαν
κατά δεκάδες μέσα στην Πόλη από την
Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Ο αυτοκράτορας
συνέχισε να πολεμά γενναία, ώσπου έπεσε
νεκρός. Ο θάνατος του στις επάλξεις των
τειχών σήμανε και το τέλος της βυζαντινής
πρωτεύουσας. Παρόλα αυτά το νεκρό σώμα
του δε βρέθηκε ποτέ. Ήταν Τρίτη 29 Μαΐου
1453 και ώρα 02:30μ.μ.
Οι
Οθωμανοί ξεκίνησαν αμέσως τη λεηλασία,
μάζευαν σκλάβους, έσφαζαν όσους
προσπαθούσαν να αντισταθούν και
κατέστρεφαν εκκλησίες. Μόνο λίγοι
Κωνσταντινουπολίτες κατάφεραν να
σωθούν. Το βράδυ μπήκε ο σουλτάνος στην
Πόλη και οι Γενουάτες του Γαλατά του
έδωσαν τα κλειδιά. Επίσης ο Γεννάδιος
έγινε πατριάρχης υπό το νέο κύριό του,
τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄. Το σημαντικότερο
ήταν ότι καθώς ήταν έφιππος και αντίκρυζε
την απόλυτη καταστροφή ο σουλτάνος
είπε: «Τι πόλη δώσαμε στο κούρσεμα και
στην καταστροφή!». Αφού έσφαξαν τους
υπερασπιστές της Πόλης, οι Οθωμανοί
Τούρκοι προέβησαν σε εκτεταμένες
λεηλασίες και εξανδραποδισμούς.
Το
βράδυ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε
πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και
προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί
της Αγίας Τραπέζης», όπως αναφέρουν οι
χρονικογράφοι της εποχής.
Η
πολιορκία της Κωνσταντινούπολης
διήρκησε πενήντα τέσσερις μέρες και
ήταν το τέλος μιας μακράς και ένδοξης
ιστορίας.
Μετά
την Άλωση ο Μωάμεθ μετέφερε την πρωτεύουσα
του Οθωμανικού κράτους από την
Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη.
Όμως
η πόλη ήταν ερειπωμένη και ερημωμένη,
αφού τα δυο 24ωρα μετά την Αλωση
σφαγιάστηκαν περίπου 30.000 κάτοικοί της.
Ετσι μια από τις πρώτες ενέργειες του
Μωάμεθ Β’ ήταν να φέρει εποίκους στη
νέα πρωτεύουσα από άλλες περιοχές του
κράτους.
Πρώτα
έφερε Τούρκους κυρίως από την περιοχή
της Προύσας και αμέσως μετά Ελληνες
από τη Θράκη. Οι Ελληνες συγκεντρώθηκε
στις συνοικίες Φανάρι, Πύλη της
Αδριανούπολης και Ψαμαθιά.
Όμως
εκτός από Ελληνες και Τούρκους στην
Κωνσταντινούπολη εγκαταστάθηκαν με
τη βία Αρμένιοι, δόθηκαν κίνητρα στους
Εβραίους της Ευρώπης και της Ισπανίας
να μετοικίσουν, ενώ οι Γενουάτες
παρέμειναν εγκατεστημένοι στη συνοικία
του Γαλατά. Ετσι η Κωνσταντινούπολη
απέκτησε ένα πολυεθνικό χαρακτήρα.
Το
1477 η απογραφή πληθυσμού έδειξε ότι :
9.486
σπίτια κατοικούνταν από Τούρκους,
3.743
από Ελληνες,
1.647
από Εβραίους,
434
από Αρμένιους,
384
από Αρμένιους,
332
από Φράγκους (κυρίως Γενουάτες),
267
από Χριστιανούς της Κριμέας και
31
από τσιγγάνους.
Συνολικά
οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης
εκείνη την εποχή υπολογίζονταν σε
80.000 άτομα.
Αυτή
ήταν και η τελευταία πράξη του δράματος
που έμελλε να αλλάξει συνολικά την
ανθρώπινη Ιστορία, όχι μόνο την ελληνική.
Κι αυτό γιατί με την εγκατάσταση των
Οθωμανών στην Ανατολική Μεσόγειο πλήθος
λογίων Ελλήνων θα μετοικίσουν στην
Δύση, μεταλαμπαδεύοντας έτσι τα κλασσικά
και βυζαντινά χειρόγραφα. Επιπλέον, με
την οθωμανική κυριαρχία στην περιοχή
κλείνουν οι χερσαίοι εμπορικοί δρόμοι
προς την Ανατολή ωθώντας έτσι τις
μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της Δύσης
σε αναζήτηση ναυτικών οδών εγκαινιάζοντας
την Εποχή των Μεγάλων Ανακαλύψεων.
Για
εμάς, η Άλωση της Πόλης, η πτώση του
Βυζαντίου θα καταγραφεί στη συλλογική
μνήμη ως το τέλος μιας εποχής δόξας που
θα δώσει τη θέση της στην Τουρκοκρατία
για τους επόμενους τέσσερις με πέντε
αιώνες. Πιο ουσιαστικά όμως, η Άλωση θα
σηματοδοτήσει το πολιτικό τέλος του
Ελληνισμού και την αποκοπή του από τα
μεγάλα γεγονότα της Αναγέννησης που
ακολοθούσαν.
Η
λαϊκή παράδοση απέδωσε το γεγονός με
τους περίφημος «λαϊκούς θρήνους» και
από την πρώτη στιγμή φρόντισε να
μυθοποιήσει τόσο το θάνατο του Παλαιολόγου
όσο και την ίδια την πτώση της Πόλης.
Έτσι, στη λαϊκή μυθολογία αποτυπώθηκε
ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά, του
μοναχού με τα μισοτηγανισμένα ψάρια
αλλά και της Κερκόπορτας, η οποία έμεινε
ανοιχτή επιτρέποντας στους Τούρκους
να εισέλθουν στην Πόλη.
Αλλόκοτα
περιστατικά, επενέργεια των στοιχείων
της φύσης, ακόμη και οι ουράνιες δυνάμεις
όλα επιστρατεύονται στη λαϊκή αντίληψη
προκειμένου να μεταδώσουν το τραγικό
γεγονός και μαζί μ' αυτό την ατέρμονα
επαναλαμβανόμενη ευχή:
«Σώπασε
κυρα-Δέσποινα και μη πολύ δακρύζεις
Πάλι
με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα
'ναι»
Η
Συντακτική Ομάδα Akarnanika.blog