Να πως ένα βιβλίο ξεκινάει μια ιστορία « ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ » ΤΗΣ ΜΑΝΙΝΑΣ



Του Αλέξανδρου Κυριαζή
Αχ βρε Μαρία ! Αχ βρε Μαρία τι μου έκανες ! Από εδώ μας έχεις με τις ιστορικές σου δρυάδες , από εκεί μας έχεις με τις ξωτικές σου αμαδρυάδες , ήθελες δεν ήθελες , το έκανες το θαύμα σου !! Αναταράχθηκα από το κάθισμά μου μόλις διεπίστωνα εις το δεξιό τραπεζάκι της έδρας και αντίκρισα τους κόπους του βιβλίου σου εκείνο το βράδυ του Δεκαπενταύγουστου ,στο όμορφο Αγράμπελο με την ευκαιρία της εκεί παρουσίασης του βιβλίου σου.
Προσπάθησα να θυμηθώ εν τάχει πότε άλλοτε είχα έρθει στο Αγράμπελο γιατί κρατούσα στη μνήμη μου έντονη την εικόνα του χωρίς το χρονική στιγμή. Το ιδανικό υψόμετρό του , τα πέτρινα αμφιθεατρικά κτισμένα ωραία σπίτια του κατένατι των Ακαρνανικών βουνών και του κάμπου της Χρυσοβίτσας και η παλιά ονομασία του «Νταγιάντα» του έδιναν μια άλλη εικόνα ωραιότητας και προβολής. Ω ναι μου το θύμισε η ωραιότατη εκκλησία των αγίων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ όπου οι μπαρμπάδες μου από τον Πρόδρομο με είχαν πάρει σε κάποια χαρμόσυνη υποχρέωσή τους προς το τέλος Σεπτεμβρίου του 1940, μακριά ακόμη από την αποφράδα ημέρα της 8ης Μαϊου 1943. Το βιβλίο είπα. Το προμηθεύτηκα παραχρήμα και δια να μη δείξω την αγένειά μου και προς το πρόσωπο της συγγραφέως , των παραγόντων της παρουσίασης και της κυρίας αντιδημάρχου εις τα αριστερά μου , το άφησα εις την φιλοξενία της τσάντας στο κάθισμα. Δεν ηθέλησα να ρίξω ούτε μια ματιά δια να μη χάσω τις ομιλίες των παραγόντων οι οποίοι μας πλησίαζαν ευλαβικά προς τους χρόνους που ζήσαμε. Είδα στα «κλεφτά « να φυλλομετρά τις σελίδες και τις εικόνες του δίπλα μου μία κυρία με το σύζυγο της . Τα χρονικά του βέλη είχαν ήδη φθάσει στο κέντρο της μνήμης ,των ημερών εκείνων , που παιδάκι οκτώ ετών πέρασα τη μία και μοναδική χρονιά μαζεύοντας βελανίδι στη Μάνινα. Μου θύμισε την οικονομική μου κατάντια του 1938 και τη φωνή της γιαγιάς με το ξεκίνημα απ’ τη Μπαμπίνη :-Μην τυχόν και δεν πάρτει τ’ παιδιού παντελόν’ και παπούτσια ! Μου θύμισε τις πρώιμες παιδικές εικόνες της ζωής των κόπων που τοποθετούσα σιγά σιγά αρνητικά μέσα μου. Την αποστροφή μου όταν κοντά στον πατέρα μου άκουγα και πικραινόμουν εις το μέτρο των εννοιών που καταλάβαινα όπως καθόμουνα εκείνο το διάστημα του Αυγούστου μετά το απόβραδο εις το φέγγος της πανσελήνου πάνω στους ξερούς σωρούς των βελανιδιών με τους γείτονες να διατραγωδούν τα βάσανά τους και παράλληλα να στιγματίζουν την απληστία του εμπορικού κόσμου της περιοχής του βελανιδιού. Ήρθε μπροστά μου ζωντανό το όλον διάστημα εν ημιαγρία καταστάσει διαβιούντες επί εικοσαήμερο άπλυτοι νηστικοί , σχεδόν άνυδροι, άκουροι , λιποβαρείς με το μερίδιο των γυναικών εις τους κόπους μεγαλύτερο και από αυτό ακόμη των ανδρών.


Ελπίζω από τις παρακάτω σειρές να βρει ο αναγνώστης αυτά τα ουσιώδη τα οποία διήρχετο η τότε κοινωνία μας στραμμένη προς ένα χρηματικό συμπλήρωμα που άφηνε ο κόπος μιας οικογένειας επί εικοσαήμερο εις την ερημιά του κόσμου σε πρωτόγονο κλίμα, αμέσως μετά τον παρατεταμένο και τρομακτικό κόπο του διμήνου που άφηνε η συλλογή και η μερική επεξεργασία του καπνού.
Το διάστημα της εορτής της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο ήταν για τους Μπαμπινιώτες τα προτελευταία εικοσιτετράωρα πριν το χωριό απέλθει εις την Μάνινα διά τη συλλογή και εκποίηση του βελανιδόκαρπου διά να εξοικονομήσει η οικογένεια ολίγα μετρητά διά τις απόλυτες χρηματικές ανάγκες μέχρι της πωλήσεως των καπνών. Είχαν προηγηθεί όπως κάθε χρόνο, το κοινοτικό συμβούλιο οι αγροφύλακες , ο τεμαχισμός και ο κλήρος και η κατασκευή των πρόχειρων καταυλισμών, διά την προσωρινή εκείνη διαβίωση. Η αναχώρηση κατά γειτονιές και παρέες ενδύονταν την προσποιητή εικόνα της χαράς με τις κοπέλες του χωριού με τα κανελόχροα ,λευκά και πολύχρωμα μαντήλια , ντυμένες τα «καθημερινά» ρούχα τους. Στα ζώα φορτωμένα όλα τα «αναγκαιούντα» και προβλεπόμενα διά τις ημέρες εκείνες, όπως ψωμιά , τεντζερέδια όσπρια κουβάδες, (σατύλια) και ολίγα ρούχα για τον καθένα.– Ε να σπου, πήρεις καλά ρούχα ; Δε θα πάμει στο πανηγύρ’ στου Πρόδρουμου; -Πως , πως , πήρα. Εδώ πέρνει οι γριές και δε θα πάρουμει εμείς τα κορίτσια; Το σύνθημα της αναχώρησης το έδινε κάποιος από την παρέα νομίζω ο προεστός της . – Αϊτει παιδιάμ είνει η ώρα μας . Ας πάμε στο καλό μας , κάνοντας το σημείο του Σραυρού. Και η φάλαγγα της παρέας αναχωρούσε.Η άφιξη και η πρόχειρη εγκατάσταση έφερνε ένα ημερήσιο ανακάτεμα χωρίς απόδωση. Από τα χαράματα της επομένης όμως άρχιζε η εντατική εργασία μέχρι αργά το απόγευμα για όλους «απνευστί». Άλλοι συνήθως οι μικροί κυνηγούσαν και το ξερό βελανίδι .
foto:Μάνινα, Βελανιδοδάσος αρχές δεκαετίας του 50 .Ο Αριστείδης Μπιτσώρης , η αδερφή του Μαρία,ο πατέρας του Τάκιας,ο Φίλιππας ΜπιτσώρηςΒλάσης Χρυσικός και καθήμενος Βασίλης Μπιτσώρης ''ΜΠΑΜΠΙΝΗ μνημες σε ασπρο- μαυρο''

 Οι τιναχτάδες της βελανιδιάς έπρεπε να είναι εκγυμνασμένοι άνθρωποι όχι μόνο ως προς την αναρρίχηση αλλά συγχρόνως να τινάζουν με σιγουριά τον καρπό. Είναι πολύ δύσκολη η δουλειά του διότι τα βελανιδόδενδρα φθάνουν εις το ύψος των 10-15 μέτρων και πρέπει τα πόδια σου για το διάστημα της αναρρίχησης και του τινάγματος να είναι σφιγμένα και ένα με το κλωνάρι.Διά τούτο και το μερίδιο των τιναχτάδων ήταν μεγαλύτερο αρκετά αυτών που μάζευαν. Κατάλληλοι ήσαν αυτοί που είχαν ξυλώδη σωματική συγκρότηση και οι λιποβαρείς. Παροιμιώδεις ήσανοι δυνατότητες των δύο τιναχτάδων της Μπαμπίνης του Βλάσση Χρυσικού , του Ανδρέα Κοτσιλήρη , των Μπιτσωραίων και άλλων που μου διαφεύγουν τα ονόματα.

Από ενωρίς αποσύροντανοι γυναίκες διά την παρασκευή του βραδινού φαγητού και των αναγκαίων άλλων εργασιών. Το δείπνο άρχιζε σχεδόν μετά τη δύση του Ηλίου. Αργά έπρεπε το συγκεντρωθέν βελανίδι της ημέρας να ξεχωριστεί στο βελάνι και στην κακατσίδα την ίδια νύχτα διά να προλάβει ναηλιαστεί. Το βελάνι το άριστο αυτό υποπροϊόν της προσπάθειας, στοιβάζονταν σε ξεχωριστό σωρό ίσα που να ευρεθεί ο χρόνος να τομεταφέρουμε με τα ζώα του σπιτιού εις το χωριό διά να υπολογίζουμε εις την πάχυνση των γουρουνιών. κτ.λ. Ήταν η ιδανική παχυντική τροφή διά τα χοιρινά μας και η επάρκειά της μέχρι τις παραμονές των Χριστουγέννων , σου εξασφάλιζε αρκετό κρέας και αρκετό λίπος. Η ζέστη της ημέρας και η λειψυδρία ήσαν στη Μάνινα αγιάτρευτα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν αφάνταστα τους προσερχομένους διά τη συλλογή του βελανιδιού. Χαρά στους νοικοκυραίους που είχαν ασκί και « ματαρά». Η απόσταση της μεταφοράς του νερού ήταν ξέμακρη, κουραστική και απώλεια εργασίας. Δεν έλειπε όμως και η ευθυμία και τα καλαμπούρια πότε στον αχό του μαζέματος και τις βραδινές ώρες , όσο και με την προσμονή του Πανηγυριού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, η γιορτή του οποίου εθεωρείτο ότι βρισκόμαστε στο μέσον της δουλειάς. Έτσι περνούσαν οι ατέλειωτες εκείνες ημέρες. 
Το τίναγμα και η συγκομιδή του καρπού από της 5ης πρωινής μέχρι τη δύση του ηλίου και το ξεβελάνιασμα από τον καρπό που γινόταν υπό τον έναστρο ουρανό σου έφερναν τέτοια κούραση ώστε έβλεπες αρκετά κεφάλια στους σωρούς να γέρνουν « κουτσοκεφαλιασμένα να προσκυνάνε» τους σωρούς των βελανιδιών. Λιάζαμε το βελανίδι και έπειτα με το ειδικό φτυάρι του βελανιδιού το σωριάζαμε ίσα με την ημέρα της πώλησης και το σάκιασμα. Σοκαριστικό και χιουμοριστικό διάλογο είχαμε καθ’ όλη την ημέρα και στο μάζεμα και τα βράδια στους σωρούς. –Νάκου τι λες θα πάμε στο παγγύρ’ μεθαύριο ; - Πάμε αλλά με τι λεπτά ; - Ε καημένε ίσα για ένα κερί έχουμει. Θα μας πάνει οι συγγενείς στη πλατέα είτε έτσ’ είτε αλλιώς. – Ξέρου γω θα ιδούμ’ι. Τούτες τις γναίκις τι θα τις κάμουμει ; - Μη φουνάζεις δυνατά κι’«ακουρμένουντι»
 Από την άλλη οι γυναίκες προϊδεασμένες όλες για το πανηγύρι και συνεννοημένες ακόμη από τη Μπαμπίνη πριν την εκκίνηση, κρατούσαν ισχυρή τη θέληση της επίσκεψης στον άγιο , διότι και το θέμα του θυλικού ανθού έπρεπε να είναι στην επιφάνεια της « διερεύνησης», αλλά όλο και κάποιο τάξιμο στον ΄Αγιο Γιάννη θα υπήρχε, υπέρ υγείας ή και αποκαταστάσεως ξεχωριστό …. -΄Εχου κοπέλες δε θα τις κλείσω κι΄ σ’ τ’ν’ αχυριώνα έλεγε αυτή η κυρά Φιλιώ. – Βασίλω , έλεγε η Δήμαινα . Αύριο που είναι παραμονή θα μαγειρέψουμει να φάνει οι άντρες μας και για βράδ’, και εμείς να φύγουμει λίγο γλήγουρα να μάσουμει στο δρόμου λίγο ξερό , να πάρουμει καμιά ποδιά στου Ρεντίφη ας είναι και νρίλ’. Που να σ΄δώσει ου διάουλους καλό ύφασμα ! – Ετσ’ θα κάμουμει , αλλά θα μας α΄φήσ’νει οι άντρ’ις να φύβγουμει ‘νωρίς; -Τούπα του δ’κού μου προχτές: -Ε μαρέ , θα μ’αφήσ’ να πάου μη τ’ Βασίλου στου παγκύρ’ ; Η αίτηση απευθυνόταν από τη Γιάνναινα προς τον ευρισκόμενο επί του σωρού του βελανιδιού μπαρπα-Γιάννη υπέργηρο σχεδόν τραβώντας εκεί τους καημούς του με το καπνικό παραπέτασμα που άφηνε το μεγάλο τσιμπούκι του. -Γιαυτό σ’ έ’φερα; Ήτο η απάντηση. Την παραμονή το μεσημέρι μ’έφερε η περιέργεια να ακολουθήσω το γυναικομάνι στο δρόμο για τον Πρόδρομο για το Πανηγύρι. «Εν αρχή» με τα σακούλια στον ώμο άδεια και τις ποδιές φορεμένες προχωρούσαν γρήγορα μέχρι που ακούσθηκε η φωνή της Αμαλίας :- Μαρές με τα παπούτσια θα πάμε μέχρι του Πρόδρουμου; Θα τα χαλάσουμει , θα τα ξενταφιάσουμει. Θα μας σκωτώσνει οι άντρεις μας. Σταμάτησαν αμέσως έβαλαν τα παπούτσια στα σακκούλια τους και περπατούσαν ανυπόδητες. Αριστερότερα προς το δυτικό μέρος του δρόμου παρατηρούσα και ολίγο πιο μπροστά των γυναικών ο θυλικός ανθός να φωνασκεί όλο χαρά και σιγανό τραγούδι δυό- δυό, τρεις- τρείς να μη βάζει γλώσα μέσα του αλλά ως όμιλος πρωινών πουλιών να μη διακρίνεις πέρα από το βόμβο. Προχωρώντας προς μια συστάδα βελανιδιές ως εκατό μέτρα να προηγούνται του κυρίου όγκου και εις τους απόκρυφους κορμούς των, εκεί δα σχεδόν μπροστά μας όρθιες ,έπιαναν τα γυροφούστανά των και ξεντυνόντουσαν . Τα σήκωναν και έμεναν με το καμποτένιο χρωματιστό μεσοφόρι το οποίο πίεζαν σμείγοντας τα γόνατα ενώ τα μπράτσα οι τραχηλιές και τα στήθια τους έδειχναν τις σκιές τους που είχαν σχηματιστεί από τον καλοκαιρινό ήλιο. Φορούσαν τότε το γιορτινό φουστάνι τα καλά παπούτσια και τα όνειρα του μαξιλαρι ούπου πίστευαν ότι θα τις οδηγήσουν εκεί στα δημοτικά όργανα της πλατείας υπό το υποφέγκον φως της ασετυλίνης και από τα καθίσματα των ξύλινων πάγκων με τις ερευνητικές ματιές των εις τον διεμβολισμό και την παρατήρηση της φυσικής συγκρότησης των νεαρών των άλλων χωριών και γιατί όχι και του δικού μας μαζί: Ποια εγνώριζε τάχα - πάντα εν τη αγνοία της -ότι εκεί δυνατόν να είχαν δώσει λόγο οι γονείς να τη «δουν» οι συμπεθεροκόποι ή και « τυχαία και εκ του μακρόθεν »οι ενδιαφερόμενοι ; Και ποιος ξέρει γιατί και όχι στα κρυφά και τα «μιλημένα ειδώματα». Εάν ένα από αυτά τα στάδια ήτο προωθημένο , το επόμενο ήτο ο χορός επί της πλατείας όπου θα παρείχε την γενική εικόνα της υποψηφίας, αίτημα υποβαλλόμενο πάντοτε από την άλλη πλευρά. Τα περισσότερα προξενιά γινόντουσαν από τα πανηγύρια.

Ο Γρηγόρης Σταμουλακάτος μου έλεγε : Ο Σπύρος Καρανίκας μου τελείωσε το προξενιό με την Κωστάντω του Κοκκώνα μετά το χορό της πλατείας. Εκεί την είδαμε , εκεί αποφασίσαμε. Με την είσοδο στο χωριό οι πανηγυριώτες διακλαδίζονταν προς την διεύθυνση των σπιτιών των συγγενών. Ακολούθησα τις τρεις γυναίκες που με γεμάτα τα σακούλια τους ξερό βελανίδι μπήκαν στου Ρεντίφη διά την ανταλλαγή του ξερού βελανιδιού με ποδιές ντριλένιες . Από την εξόπορτα ακούω:- Καλώς τες τις Μπαμπινιώτισες χρόνια πολλά κυράδες μου. Είναι ξερό ή μελίχλωρο το βελανίδι σας ; - Δε ντέπεσει χριστιανέμ’ γύρσαμει ούλ ΄τη Μάνινα, τι χλωρό μας λες είπε η Τσίλω.– Αϊ τώρα κόψει μας από καμιά ποδιά απ’ αυτό το ντρίλ’ κι΄αργήσαμει.- Δεν σας το παράγγειλα ότι φέτος το βελανίδι δεν έχει τιμή ; Έπειτα κόβεται το διπλό ντρίλι για ποδιές; Ταντρίλια αυτά είναι διπλά υφάσματα και κάνουν μόνο για σακάκια και παντελόνια. Αλλά αφού ήρθατε , τι να κάνω θα σας δώσω .Να μην έρθουν άλλες μοναχά. Όμως όταν ξανάρθετε θα λουγαριαστούμει. Είναι πάντως λίγου αυτό του βελανίδ’. Αφού πήραν τις ποδιές η υψηλή Τσίλω του Μακρυνιώτη του είπε:- Μπα χριστιανέ μου, δυό σακκούλια ξερό βελανίδι για μια μπροστοποδιά που θα το φθάσεις; Πως κατάντησες έτσι ; Εις το ίδιο τούτο μαγαζί θα με φέρει ο δρόμος μου με το γάϊδαρό μου φορτωμένο δύο δέματα καπνό την 7ην Ιανουαρίου το 1942 να ανταλλάξω , μία οκά καπνό με μία οκά καλαμπόκι. Δεν είχε μόνον η Μπαμπίνη «Χαλήφηδες»……αλλά και όλα τα χωριά.
Μερικές ακόμη ημέρες παραμονής στη Μάνινα κρινόταν απαραίτητες. Ο πολύς κόσμος επέστρεψε στα σπίτια του ως μη χρειαζούμενος. Παρακάλεσα τον πατέρα μου και έμεινα κοντά του μέχρι την πώληση του βελανιδιού. Το βράδια μαζευόντουσαν εκεί κοντά μας μάλλον διά κουβέντα και σχολιασμό τρείς τέσσαρες συγχωριανοί μας. Διψούσα και ικανοποιούσα το πάθος μου όταν άκουγα συζήτηση μεγάλων. Ήθελα πάντα να ακούω από ήρεμους ανθρώπους μετρημένες και σοβαρές κουβέντες. Και ευτύχησα γιατί είχε πολλούς η Μπαμπίνη. Τρείς οικογενειάρχες Μπαμπινιώτες και εγώ μαζί στο σωρό του βελανιδιού ξαπλωμένοι ανάσκελα , με τους αγκώνες μαξιλάρια, σχολίαζαν την ημέρα και τις πληροφορίες της αγοράς.-Μήπως έμαθες τίποτε Θωμά; Έχουν σκοπό εφέτος να τα «πάρουνε», ή θα ξεχειμωνιάσουμε εδώ με τα βελανίδια αλλά πέρυσι : Τι λες μωρέ: Ερώτησε ο κυρ Πάνος. - Δεν το ξέρεις το κόλπο των εμπόρων ; μόλις συννεφιάσει θα ‘ρθουν και θα το πάρουν όσο θέλουν αυτοί. Πουλιέται μωρέ το βρεγμένο βελανίδι; Επενέβηκε με τη βροντερή του φωνή ό κυρ-Νίκος - Λένε ότι δεν έχουν ο Καρασεβδάς , ο Μπαμπούρης, ό Κορδαλής αποθήκες , είπε ξανά ο κυρ Πάνος. - Μπα δεν είναι αυτό. Λένε ότι διεθνώς δεν έχει καθόλου τιμή φέτος.– Έχω δυο χρόνια είπε ο κυρ Νίκος που βασανίζομαι. Φέτος πάσχιζα με ένδεκα άτομα που ήρθαμε, να μείνουν να πάρου ένα « μπλάρ’». Με τι θα σπείρω το φθινόπωρο; - Εμείς είπε ο Μπάρμπα- Χρήστος ήρθαμε εννιά άτομα και βρίσκομαι σε μεγάλη συλλογή αν θα μπορέσω να «στεφανώσω» τ’ κοπέλα το Χινόπωρο.΄Εμειναμε ανοιχτό το στόμα ακούγοντας αυτά τα λόγια από μεγάλους την ηλικία ανθρώπους να με καταδυναστεύουν καθώς σχημάτιζα από τη διαχεόμενη απόγνωση αυτές τις αρνητικότατες εντυπώσεις . Ήθελα πια να φύγω. Είχα πάρει το βάπτισμα του πυρός και μαζί τις αλγεινές εντυπώσεις από εκείνη την εκστρατεία που ογδόντα περίπου χρόνια τώρα κρατά άσβεστη εκείνη την οικογενειακή προσπάθεια να ανατάξουμε τα οικονομικά μας. Ευτυχώς την άλλη ήρθε μαζί της και η αναχώρηση. Η επιστροφή πάντα σε τονώνει γιατί εκτός από το «καζάντι» φέρνεις και το θυσαυρό των παραστάσεων που τοποθετούνται στη μνήμη .
foto: Ο Σπύρος Μπενέκος στη Μάνινα με κάποιον Αγροφύλακα

Λίγη ώρα μετά την επιστροφή μου από τη Μάνινα έμπαινε στην αυλόπορτά μας ο θείος μου ιατρός Χρήστος Κυριαζής καβάλα σε ένα άσπρο άλογο. Έτρεξα κοντά του με φίλησε με ξαναφίλησε. Με είχε ξεχωρίσει επειδή ήμουνα ήσυχο παιδί και σεμνός μαθητής. Τον ακούω σε μια στιγμή που ζητούσε θερμόμετρο. Δεν άργησε να διαπιστωθεί αδενοπάθεια η οποία μου στοίχισε δύο χρονιές εις το Μπούμιστο των Ακαρνανικών με τη μάνα μου ανάμεσα σε ένα σωρό φυματιώντες Μπαμπινιώτες. Αυτό το επίπεδο ζωής επεφύλαξε για μας η δεκαετία 1930-1940 και αυτές τις εντυπώσεις η Μάνινα του 1938.
Αγαπητή μου Μαρία Μπαμπάνη ας είσαι καλά εις τη δικαστική σου καρέκλα ή όπου αλλού βρίσκεσαι αν είσαι στη σύνταξη, που με βοήθησες να βγάλω στον αέρα αυτά τα λίγα περί Μάνινας λόγια,που μου θύμισε το βιβλίο Σου . 
Χωρίς αυτό δεν θα γραφόταν και θα έμεναν μέσα μου να με καταδυναστεύουν οι ημέρες εκείνες.
.....................................................................................................................