Πολλές φορές, τέτοιες
ημέρες και στην προσπάθεια ενός απολογισμού κοιτάζουμε στο παρελθόν. Η δική μου
ματιά γύρισε πολλές σελίδες του χρόνου προς τα πίσω. Σχεδόν μια εικοσαετία και
σε ένα άρθρο που είχα δημοσιεύσει στον Οικονομικό Ταχυδρόμο.
Έγραφα τότε στις 10
Αυγούστου του 1995:
“Αν ρωτήσει κάποιος τον πρώτο τυχόντα στο δρόμο για το τι
φταίει για την κρίση που περνάει η χώρα μας, αναμφίβολα η πρώτη αιτία, που θα
αναφέρει, και με διαφορά από οποιαδήποτε άλλη θα είναι τα κόμματα και οι
πολιτικοί.
Στη μεταβιομηχανική κοινωνία στην οποία βρισκόμαστε εδώ και
πολλά χρόνια, η δημοκρατία έμεινε δίχως εχθρούς μετά την κατάρρευση του
κομουνισμού. Το οικοδόμημα των βαρών και των αντίβαρων του κρατισμού και του
φιλελευθερισμού κατέρρευσε και μαζί του κατέρρευσε ένα είδος αθανασίας που
εξασφάλισε αυτή η ισορροπία.
Δικαστές και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης συνθέτουν ένα καινούριο
πρότυπο δημοκρατίας μεγαλώνοντας την τάση για αποχή των ψηφοφόρων στις εκλογές,
αποδυναμώνοντας και διαλύοντας τα μαζικά κόμματα.
Η οικοδόμηση του παραπάνω τύπου δημοκρατίας με συνακόλουθη
δυσπιστία προς τα κόμματα, την βλέπει κανείς στις περισσότερες χώρες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα σκάνδαλα οδηγούν σε σοβαρές πολιτικές κρίσεις στην
Ιταλία, τη Γαλλία αλλά και τη Μεγάλη Βρετανία, την κοιτίδα του δυτικοευρωπαϊκού
κοινοβουλευτισμού.
Ο σημερινός αντικομματισμός στην Ελλάδα φέρνει στο προσκήνιο
εκσυγχρονιστικές δυνάμεις οι οποίες θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην εξυγίανση
του πολιτικού συστήματος, θέτοντας στο περιθώριο αντιλήψεις οι οποίες
ταυτίζονται με τα οικονομικά σκάνδαλα, τα ρουσφέτια, την υποβάθμιση του
κοινοβουλευτισμού, την άσκηση της εξουσίας με μοναδικό γνώμονα την αποφυγή του
πολιτικού κόστους και τη στείρα αντιπολίτευση με κύριο στόχο να αναρριχηθεί
κάποιο κόμμα στην εξουσία.
Βέβαια όλα αυτά στην Ελλάδα συντρίβονται από τα μεγάλα
οικονομικά συμφέροντα, τα οποία στραγγαλίζουν τα κόμματα και οι όποιες
εκσυγχρονιστικές αντιλήψεις αντιμετωπίζονται ως διακηρύξεις ελιτιστών, οι
οποίοι δεν έχουν κοινωνικά ερείσματα. Σύμφωνα με την αντίληψή τους, η Ελλάδα
έχει το δικό της τρόπο ζωής και οι “ευρωλιγούρηδες” προσπαθούν να μας
μεταμορφώσουν σύμφωνα με τα πρότυπα ενός Σουηδού, Γερμανού ή Άγγλου
πολίτη.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν τα αποτελέσματα των
ευρωεκλογών, των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών όπου το ποσοστό του
άκυρου και του λευκού σημείωσε σημαντική αύξηση. Αυτό το ποσοστό διαφέρει
σημαντικά από το ποσοστό της αποχής. Δεν σημαίνει αδιαφορία, αλλά κρούει τον
κώδωνα του κινδύνου. Γιατί αν ήταν αδιαφορία, το λευκό και το άκυρο δεν θα
ψηφίζονταν καν, αλλά θα υπήρχε αποχή. Είναι εμφανές ότι αυτό το ποσοστό ζητάει
κάτι διαφορετικό από την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση, αφού η σημερινή το έχει
απογοητεύσει. Αυτό άλλωστε διαπιστώνεται από το σύνολο των δημοσκοπήσεων, που
δημοσιεύονται στις αθηναϊκές εφημερίδες, όπου το λευκό και το άκυρο είναι
σταθερά τρίτο κόμμα. Δεν είναι επίσης τυχαία και η απαισιοδοξία που διακρίνει
τους Έλληνες πολίτες. Το Δεκέμβριο του 1994, σύμφωνα με την έγκριτη έρευνα της
εταιρεία MRB, το 71% των ερωτηθέντων πολιτών δήλωναν απαισιόδοξοι για την
κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας, με κύριες αιτίες την
αναποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων, την αναξιοπιστία των εκλογικών δεσμεύσεων
και το ήθος και το ύφος που διαμόρφωσαν αυτές οι κυβερνήσεις από το 1985 μέχρι
σήμερα.
Κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται μια υγιέστατη βάση
πολιτών, οι οποίοι επιθυμούν να ξεπεραστεί η κρίση. Και εδώ βρίσκεται το
στοίχημα των δυνάμεων, που επιθυμούν τον εκσυγχρονισμό αυτή της χώρας: Να
αλλάξουν το πολιτικό σκηνικό.
Στη νέα εποχή της διεθνοποίησης της οικονομίας, της
μετάβασης στον πληροφοριακό κόσμο, τα υπάρχοντα κομματικά σχήματα, με τη μορφή
που έχουν σήμερα δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες. Προβάλει
επιτακτική η ανάγκη αλλαγής της πολιτικής πρακτικής με μέτρα όπως:
• Τον
μετασχηματισμό των αρχηγικών κομμάτων σε κόμματα αρχών με δημοκρατικούς,
αξιόπιστους και διαφανείς κανόνες λειτουργίας. Τα κόμματα πρέπει να λειτουργούν
με καταστατικούς κανόνες που θα προβλέπουν τη λειτουργία οργάνων διοίκησης και
όχι κλειστές λέσχες ιδιοκτησίας των αρχηγών.
• Την
άσκηση πολιτικής δίχως τον υπολογισμό του πολιτικού κόστους. Ας βγει κάποιο
κόμμα, να κάνει κάτι και ας χάσει τις εκλογές. Όλοι παρακολουθήσαμε το ζήτημα
της ονομασίας των Σκοπίων, όπου οι περισσότεροι ήξεραν ποια είναι η σωστή
πολιτική, το σιγοκουβέντιαζαν μεταξύ τους, αλλά κανείς δεν έλεγε τίποτα,
φοβούμενος το πολιτικό κόστος και οδηγήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο σε ομηρία η
κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
• Την
απελευθέρωση της κοινωνίας από τον εναγκαλισμό της γραφειοκρατίας και της
οικονομίας από τον κρατικό παρεμβατισμό. Σε μια εποχή όπου η είσοδος των νέων
τεχνολογιών γίνεται στόχος κάθε σοβαρής κυβέρνησης για τον εκσυγχρονισμό των
οικονομιών, στην Ελλάδα γίνεται ακόμη λόγος για το αν θα ιδιωτικοποιηθεί ο ΟΤΕ,
αφού από πολλούς υποστηρίζεται ότι είναι μια επιχείρηση «στρατηγικής και
εθνικής» σημασίας όπως άλλωστε και το 70% της ελληνικής παραγωγής που παραμένει
στο κράτος!!!
• Τη
δημοσιοποίηση του τρόπου χρηματοδότησης των κομμάτων.
• Την
κατάργηση των πελατειακών σχέσεων και του ρουσφετιού που υπονομεύουν κάθε
προσπάθεια εκσυγχρονισμού. Ο βουλευτής αντί να αντιπροσωπεύει την Ελλάδα ή την
περιφέρειά του, αντιπροσωπεύει τους φίλους του. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, ο
απλός πολίτης να έχει λιγότερα πολιτικά δικαιώματα, αφού συχνά δεν τυχαίνει
όλοι να είμαστε φίλοι βουλευτών.
• Την
αναθεώρηση του Συντάγματος σε κατευθύνσεις όπως οι παρακάτω:
• Όπου
θα κατοχυρώνονται τα ατομικά δικαιώματα του πολίτη που ταλαιπωρείται από το
σημερινό υδροκέφαλο κράτος.
• Την
αποδέσμευση της δημόσιας διοίκησης από τον κομματικό γιγαντισμό.
• Την
αυστηρή οριοθέτηση των περιπτώσεων άρσης της βουλευτικής ασυλίας.”
Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι τα όσα έγραφα τότε στην
ηλικία των 25 ετών, θα είναι επίκαιρα 18 χρόνια μετά. Δυστυχώς, η
απαίτηση για εκσυγχρονισμό συμβιβάστηκε και τα προβλήματα κρύφτηκαν κάτω από το
χαλί της ευδαιμονίας των χρόνων που ακολούθησαν (Χρηματιστήριο, Κοινοτικά
Πλαίσια Στήριξης, Ολυμπιακοί Αγώνες). Δυστυχώς, για τη γενιά μου, τη γενιά των
σημερινών σαραντάρηδων που πληρώνει δυσανάλογα το κόστος μιας κρίσης, οι ρίζες
της οποίας αποδεικνύεται ότι φθάνουν βαθιά στο παρελθόν. Ας ελπίσουμε ότι το
παραπάνω κείμενο δεν θα είναι το ίδιο επίκαιρο 18 χρόνια μετά.
8:36 μμ, 30
Δεκεμβρίου 2013