Μια αληθινή ( συγκινητική ) ιστορία.

(Μέρες που είναι -οι Πανελλήνιες συνεχίζονται-, γονιός είμαι και εγώ, θέλω να απευθυνθώ στα παιδιά μας που αγωνίζονται, εξετάζονται, για να πετύχουν μια θέση (στον ήλιο;) στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Η Πολιτεία ήταν και είναι απούσα.)

Δυο μαθητές του Γυμνασίου Αγνάντων, δυο χωριανοί (από το Αμπελοχώρι), δυο φίλοι, δυο συμμαθητές, δυο συνοδοιπόροι…, αγωνιστές της μάθησης.

   (Οι μαθητές του Γυμνασίου Αγνάντων με τους καθηγητές τους. 1954)

14 Φεβρουαρίου 1956. Όλο το Τζουμέρκο είχε πνιγεί στο χιόνι.  Είχε πέσει πολύ χιόνι και δυσκόλευε την επικοινωνία, όχι μόνο μέσα στο χωριό, αλλά και με τα παρακείμενα χωριά. Μα, για τους μαθητές από τα άλλα χωριά ήταν κάτι αδιανόητο το Σαββατοκύριακο να μην πάνε στα σπίτια τους. Άμεση η ανάγκη. Να πάνε στο χωριό τους, να πλυθούν, να αλλάξουν, να φάνε λίγο ζεστό φαγητό.  Η επιστροφή, την Κυριακή, αργά το απόγευμα.  Φορτωμένοι με τον «τουρβά» που είχε μέσα το αναγκαίο φαγητό-για να βγάλουν τη βδομάδα- και καμιά αλλαξιά ρούχα, έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής.
Όλοι οι μαθητές από Κτιστάδες, Αμπελοχώρι, Πράμαντα  θεώρησαν «θείο δώρο» το γεγονός, ότι ο ταχυδρόμος Πραμάντων είχε περάσει και είχε ανοίξει το δρόμο με τις πατημασιές του. Έτσι, καμιά τριανταριά μαθητές αποφάσισαν να ακολουθήσουν τις πατημασιές του και να πάνε στα χωριά τους.  Αυτό έκαναν και οι δυο μικροί μαθητές (14 ετών) από το Αμπελοχώρι.
    (Οι μαθητές/ες του Γυμνασίου Αγνάντων με τους καθηγητές τους. 1956)

Δύσκολα, δύσκολα, θα τα κατάφερναν. Έτσι πίστευαν. Δεν ήταν δα και η πρώτη φορά.  Και ξεκίνησαν. Μπροστά, οι μεγαλύτεροι, ακολουθούσαν τις πατημασιές του ταχυδρόμου, κι από πίσω οι μικρότεροι.

Εκεί, μόλις πέρασαν  την Κουσοβίστα, χώρισαν οι δρόμοι τους. Μερικοί προχώρησαν για την Πράμαντα. Οι άλλοι για τους ΡαφταναΊους και το Αμπελοχώρι. Τα περισσότερα παιδιά τους περίμεναν οι γονείς τους και οι άλλοιΡαφτανίτες στο Μολοκοπιό (Στύλιανη). Εκεί πέρασαν το  βράδυ. Φιλοξενήθηκαν σε σπίτια του οικισμού μαζί με όλα τα Ραφτανίτικα παιδιά.  Οι δυο όμως φίλοι συνέχισαν το δρόμο κι άρχισαν να ροβολάν κατά το Αμπελοχώρι.

«Άκοφτος» ο δρόμος, πολύ το χιόνι, γινόταν όλο και περισσότερο η πορεία αργή, δύσκολη και βασανιστική.  Δεν πρόλαβαν να φτάσουν μέρα στο χωριό.  Βράδιασε. Παραμέρισαν το χιόνι και «κούρνιασαν» τουρτουρίζοντας  σε μια μπιστούρα.Μέχρι να ξημερώσει. Κι όταν ξημέρωσε, ο ένας κατάφερε να φτάσει στο χωριό.  Ο άλλος έμεινε εκεί. Πάγωσε. Πέθανε!


 Οι δυο φίλοι είχαν όνομα. Ο ένας ονομαζόταν Νικόλαος Νίκου, ο άλλοςΓιώργος Βλάχας. Ο πρώτος σώθηκε. Ο δεύτερος «έπεσε ηρωικά» στον αγώνα της μάθησης!
Τον αγώνα αυτό συνεχίζουν τα παιδιά σήμερα!!!

                ΚΑΛΗ ΤΟΥΣ  ΕΠΙΤΥΧΙΑ

                       Χρίστος Α. Τούμπουρος

                     Αγναντίτης – Τζουμερκιώτης

ΤΟ ΣΩΒΡΑΚΟ, ΤΟ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ, ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ, Ο ΗΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ

(Κύριε Διευθυντά
Κινδυνεύω να θεωρηθώ οπισθοδρομικός και  «παλαιομοδίτικος». Μπορεί να είναι και έτσι. Όπως και να το θεωρήσετε εγώ θα σας πω ότι τώρα , αυτόν τον καιρό με τις Πανελλήνιες Εξετάσεις, κανένας δεν θα με εμποδίσει να επικοινωνώ με τους νέους μας. Με τον τρόπο μου. )


(1960. Μαθητές και μαθήτριες,  Κυριακή απόγευμα , ξεκινούν από τη Χόσεψη για την Άγναντα).

Ο Ηλίας, μαθητής του Γυμνασίου Αγνάντων κάθε βδομάδα έφευγε από την Άγναντα και πήγαινε στο χωριό του, Το Γραικικό.  Σάββατο απόγευμα αναχωρούσε για το χωριό του, μαζί με άλλους συγχωριανούς-συμμαθητές του και Κυριακή απόγευμα επέστρεφαν.  Χρόνια, το ίδιο δρομολόγιο.  Είχε μεσιάσει η χρονιά. Είχε μπει ο Φλεβάρης και Δευτέρα θα έδιναν τις εξαμηνιαίες εξετάσεις.  Στο χωριό του, Κυριακή πρωί, πήρε την  απόφαση μαζί με έναν φίλο, συγχωριανό, συμμαθητή και συνοδοιπόρο.  «Θα φύγουμε αύριο, Δευτέρα κατά τις πέντε το πρωί και θα πάμε κατευθείαν στο Σχολείο να γράψουμε». Έτσι και έγινε.


                    (Το χωριό του Ηλία, Γραικικό Άρτας)

Πουρνό πουρνό ξεκίνησαν με τον «τρουβά» φορτωμένο, για τον αγώνα της μάθησης. Πέρασαν τη Σγάρα και μόλις άρχισαν να ανηφορίζουν, εκεί στις Κερασιές, έπιασε μια βροχή, άλλο πράμα. Ξέρετε από εκείνες τις βροχές που συχνά-πυκνά πιάνει στο Τζουμέρκο και ... «χάνεται η φύση». Μπόρα, δρολάπι, γαζέπι, να δουν τα μάτια σας. Τα ρούχα τους μουσκίδι!  Βάραιναν καμιά δεκαριά κιλά.  Αγκομαχώντας  έφτασαν στην Αγία Παρασκευή. Εκεί, διαπίστωσαν και το πρόβλημα. Πώς θα πάμε στο Σχολείο;
Ο φίλος του ούτε που το σκέφτηκε.  «Θα πάω, όπως είμαι. Μούσκεμα. Δεν πειράζει. Θα στεγνώσω στη σόμπα».  Ο Ηλίας, όμως,  φορούσε ένα παντελόνι φανελένιο, είχε κολλήσει επάνω του και δεν μπορούσε πλέον να περπατήσει. Εσωτερικώς-τι να λέμε- ήταν «φλογέρα», τουτέστιν δεν φορούσε σώβρακο.  Πάνω του φορούσε μια παλτατούκα που έφτανε μέχρι τα κότσια.  Untra  και πάλι Untra. Το αποφάσισε.  Έβγαλε το παντελόνι, το έβαλε πάνω σε έναν κέδρο, κούμπωσε την παλτατούκα, τον έσωσαν και εκείνες οι μπότες, - μέχρι το γόνατο έφταναν – και, βουρ, για το Σχολείο


               (Μαθητές του  Γυμνασίου Αγνάντων. Ένας απ’ όλους είναι ο Ηλίας)

Στο δρόμο μάλιστα το γλεντούσαν.  Ούτε στιγμή δεν σταμάτησαν το τραγούδι: «Μεσ’ το πέρα μέσ’ τον δώθε, παν’ τα αρχ …α πέρα δώθε».  Από μέσα ασκέπαστο καμπαναριό, βάραγαν τα γλωσσίδια λες και είχαν συναγερμό τα ΤΕΑ.
Έφτασαν κάποτε και στο Σχολείο. Κάθισαν σε ένα θρανίο, κοντά στη σόμπα, κι άρχισαν να γράφουν. Ο Ηλίας με το αριστερό χέρι κρατούσε τα κουμπιά της μπέρτας στο επίμαχο σημείο, μην κοπεί κανένα κουμπί και τότε… Μα, οι υπόλοιποι μαθητές, είχαν μάθει οι διαόλοι την κατάσταση, κοιτούσαν όλοι τον Ηλία και γελούσαν. Ο επιτηρών καθηγητής θεώρησε πως ο Ηλίας αντιγράφει.
-Σήκω επάνω, αντιγραφέα. Ξεκουμπώσου. Έχεις το σκονάκι εκεί μέσα και αντιγράφεις.  Εμένα θα γελάσεις; Ντροπή σου.
-Μα κύριε καθηγητά, δεν αντιγράφω, ψέλλισε ζεματισμένος.
-Αντιγράφεις. Τώρα αμέσως πάμε στον κ. Γυμνασιάρχη.
Κατευθείαν, λοιπόν στον κ. Γυμνασιάρχη, στον Παντελή.
-Χμ…, κακή σου ημέρα… Γιατί αντιγράφεις; Ξεκουμπώσου…
Ο Ηλίας δεν άντεξε και κλαίγοντας είπε με τρεμάμενη φωνή.
-Κύριε Γυμνασιάρχα. Δεν μπορώ να ξεκουμπωθώ. Θα αποκαλυφθώ…., και του εξιστόρησε την πραγματικότητα.
Ο Παντελής προς έκπληξη όλων δάκρυσε και του έδωσε δέκα δραχμές «για να αγοράσεις, μωρέ χαμένε, ένα σώβρακο. Χαμένε, ε, χαμένε, κακή σου ημέρα…»
…………………………………………………………………………………..
Φέτος το καλοκαίρι που τον συνάντησα τον Ηλία στο χωριό του, τον ρώτησα.
-Ηλία, εκείνο το παντελόνι το πήρες από την Αγία Παρασκευή;
-Α, μπα,  ήταν η απάντησή του.  Πήγα, αλλά δεν το βρήκα. Ποιος ξέρει; Κάποιος θα το πήρε και έφτιαξε σκιάχτρο για τα πουλιά.
 Σκιάχτρο, λοιπόν, το παντελόνι του Ηλία.
Το σκιάχτρο, όμως, το πρόχειρο αυτό ανθρωπόμορφο κατασκεύασμα που στήνεται σε χωράφια, αγρούς ή κήπους για να φοβίζει  τα πουλιά και να τα απομακρύνει από τους καρπούς και τα φρούτα δεν απόδιωξε τον Ηλία από τη μάχη και τον προορισμό του, αλλά τον ατσάλωσε περισσότερο και πολλαπλασίασε τις προσπάθειές του, για ένα καλύτερο αύριο, αφού δεν «σκιάχτηκε» από αυτές και άλλες, αναρίθμητες, αντίξοες καταστάσεις.  Απλά μετέβαλε το μέλλον σε παρόν. Αγωνίστηκε, σπούδασε, πρόκοψε και είναι, πλέον, ένας σωστός οικογενειάρχης και ένας πανάξιος Διευθυντής σε ονομαστό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα. Και μόνο η παρουσία του, το μειλίχιο ύφος του, το «παραγέμισμα» από γνώσεις, συνιστά αληθινή εγγύηση για τα παιδιά, φωτεινό παράδειγμα και μοναδικό σύμβολο αγωνιστικότητας.  Έναν Ηλία, ας έχουν οι νέοι  μέσα τους και να ξέρουν ότι νομοτελειακά ο αγώνας της ζωής θα είναι γι’ αυτούς νικηφόρος…

                                        Μετά Τιμής

                                 Χρίστος Α. Τούμπουρος

                             Αγναντίτης - Τζουμερκιώτης

Ο Κούρος στη Μπαμπίνη!





ΦΩΤΟ: Δημήτρης Κατερινόπουλος

         Ακόμα και σήμερα οι κτηνοτρόφοι στο Ξηρόμερο τηρούν με ευλάβεια το έθιμο του κούρου, διατηρώντας ένα ξεχωριστό κομμάτι της παράδοσης του τόπου μας. 
     Κάθε χρόνο αυτήν την εποχή, στο Ξηρόμερο, αρχίζει το κούρεμα των προβάτων. Ο κούρος είναι ημέρα γιορτής και χαράς στην οποία συμμετέχουν οι κτηνοτρόφοι, οι συγγενείς και οι φίλοι τους και κουρεύουν τα πρόβατα με τον παραδοσιακό τρόπο με μεγάλα ψαλίδια. Οι κουρευτάδες τοποθετούν στο μαντρί τα πρόβατα και στη συνέχεια τα πιάνουν ένα – ένα, τα ξαπλώνουν κάτω και τα κουρεύουν.
    Οι Φωτο είναι στο μαντρί του Μπαρμπα-Σπύρου Μπαρμπαρούση στη Μπαμπίνη, όπου το κούρεμα έχει αρχίσει, οι ψαλίδες έχουν.. ανάψει και στην παρέα έχουν προστεθεί και φίλοι, που ήρθαν να βοηθήσουν στο κούρο.........



      Τελειώνοντας ο κούρος, έστρωσαν πλούσιο τραπέζι για να αρχίσει το φαγοπότι, με  ψημένο αρνί, καλό κρασί  και το γλέντι ήταν δυνατό, το οποίο κράτησε έως αργά το απόγευμα…..






Μια «αληθινή» συνέντευξη με τη θεια τη Βαγγελή

-Θεία, θέλεις να  φύγεις απ’ το χωριό;

Ακούς να φύγω απ’ ιδώ, απ’ τον τόπο μ’.

Πού να πάω εγώ; Πού μ’ τόχουν στρωμένο; Δεν φεύγω ιγώ απ’ το κατ’κιό μ’. Όσο καλό μ’ θέλ’ το κουνάκ’ μ’, δε μ’ θέλ’ ου κόσμους ούλος.
Δεν θα το κούναγα ρούπ από ιδώ, αλλά τι να κάνου, μ’ πονάει η ψ’χή μ’, ξιψ’χάου για κεια τα κούτσκα, τα κοψίδια, τα πιδιά των  πιδιών  μ’ και τ’ς κουπέλας μ’.  Γι’ αυτό καμιά βουλά ξεπετάουμε στ’ν  Αθήνα, για να ξιπονέσω τσιότσιο. 


(Φωτο Κώστας Μαυροπάνος)

-Και, πώς είναι η Αθήνα;
Καμίν’ πιδί μ’. Καμίν’. Γι’ αυτό περνάω γλήγορις σαν ίσκιους απ’ όρνιο απ’ ούλους τους συγγινήδις μ’ κι έρχουμε πίσου εδώ να ησυχάσω στο ρ(η)μαδιακό μ’.

-Και, πώς βλέπεις τη ζωή στην Αθήνα;
Δεν είν’ ζωή αυτή που κάνουν.  Έχασαν  ντιπ κατά ντιπ την ώρα.
Πρωί είν’ αυτό; Κρατάει μέχρι τ’ν ώρα που αμόλαε ο δάσκαλος τα παιδιά απ’ το σκολειό.
Δειλ’νό είν’ αυτό; Την ώρα π’ γουρλεύουμε ιμείς το βράδ’;

-Βλέπονται οι άνθρωποι, βλέπονται;
Τι είν’ αυτά π’ λες πιδάκι μ’. Για φαϊ δε μαζώνουνται ποτέ. Μόνο σιατ-πατ.Τάβλα, αν βάλουν για γιόμα, βάνουν με το γέρμα του ήλιου, όταν αρχινάν να κουρνιάζουν οι κότες. Χαμέν’ στον κόσμο τους.
Ξεκουρτίστ’καν  ντιπ.
Άσε που εκείνα τα παιδιά σιουργιανίζουν τα μισάν’χτα! Οι γονιήδες οι έρμ’ όλ’ τ’ νύχτα να περιμένουν πότε  τα πιδιά θα ξεκαμπίσουν όταν φέξ’, πέρα στ’ν στράτα.
Τ’ άλλου.
-Ποιο άλλο;
Ο ένας είναι να φάει τον άλλον. Άμα έχ’ συμφέρον θα σ’ πει καλ’μέρα. Άμα δεν έχ’,  ιτς κρις. Μπήκαν όλ’ στ’ν στρούγκα. Στρουγκιάστ’καν. Δεν έχ’ λσιά η στρούγκα και δεν μπορούν να βγούν. Χουρεύουν μέσ’ στον τάλαρο. Τα πιδιά..
-Τα παιδιά;
Τα πιδιά κοιμούντα ως το γιόμα.  Αχ, πού νάξεραν κι αυτά «γλυκός ου ύπνους τ’ν αυγή, όξου ου κώλους τ’ Λαμπρή». 
Α, πα, πα. Χάλασι ου κόσμος, ντιπ καταντίπ  πιδάκι μ’. Μ’ αυτά και μ’ άλλα θα μας αποδοκιμάσ’ ου θεός μ’ όσα γλέπ’ απέκ’ αχπάν! Θα μας φουτοκάψ’!

-Βαριές κουβέντες λες θεια βαγγελή.
Γιατί;…Τι ντυμασιά είν’ αυτή π’ φουράν’ οι γυναίκις σήμιρα; Ξεμπλετσώθ’καν ούλες. Τα ‘βγαλαν ούλα στο σιάδ’. Στ’ μέσ’ του κουρμί τ’ς τ’ άφκαν ζάρκου γύρα-γύρα, σαν ζουνάρ’. Απ’ του δικό τ’ς όμως του τομάρ’,  κι ου αφαλός τ’ς  φαίνιτι σαν κουμπιδιασμένο άντερου.
Κρεμάν’ και μια κρικέλα στον αφαλό για σκουλαρίκ’. Ε, αυτούνο είν’ απ’ τ’ άγραφα! Ακούς σκουλαρίκ’ στουν αφαλό, στα χείλια, στ’ μύτ’ και στ’ γλώσσα! 

-Σαν, να τα λες καλά θεια.
Αμ κι εκείνα τα μπούτια, τα μπράτσα, η τραχλιά, που ‘ναι ούλα όξου;  Τα μπλέτσια τ’ς τά ‘χουν κι αυτά ντιπ όξου. Μόνου τ’ς ρόγις απ’ τα β’ζιά κρύβουν, ικτός κι αστουχήσουν τ’ν πλούζα ξιθλήκωτ’ και βγουν ούλα στου παζάρ’.
Δε σκιπάζουν τίποτις τα σ’κτιά π’ φοράν. Ντιπ μαγνάδια είνι. Φέγγουν απ’ τ’ μίνια άκρ’ στ’ν άλλ’. Ιδώ-ικεί σμίγ’ του στμόν’ μι του υφάδ’. Είνι σαν τ’ς σφαλαγγουδιές





(φωτο Κώστας Μαυροπάνος. 1/5/2013) Μπήκε για τα καλά το καλοκαίρι στα Τζουμέρκα. Θα ξεκαμπίσουν και οι επισκέπτες.)

-Τα μαλλιά;
Αμ για κεια τα μαλλιά τ’ς, τι να σ’ πω η καψαρή! Τα βάφουν κάθι βδουμάδα κόκκ’να, πράσ’να, γαλάζια ή μι πουλλά μαζί χρώματα κι φαίνουντι σαν σαλαμέντρις. Βάνουν κι κάτ’ σαν δγιαούρτ’ κι κάτ’ σαν αλεύρ’ στα μάγ(ου)λα, γανώνουν κι μ’ ένα κάρνο τα τζίφλια τ’ς κι είνι έτ(οι)μες, τρουμάρα τ’ς, για του έβγα ιδές! Μ’ αυτό του μασκαριλίκ’, νουμίζουν ότ’ σταφνίζουντι!

-Πώς βλέπεις τα νέα κορίτσια;
Έχουμι άδικου ιμείς π’ λέμι ότ’ οι σημιρ’νές κουπέλις τό ‘χασαν ντιπ του γρέκ’ κι γίν’καν ντιπ καταντίπ σιουργούν’! Δεν κρατάν, σα θηλ’κά, τ’ θέσ’ τ’ς. Δεν έχουν ντιπ τσίπα, ούτι νουγάν από ΄σεβας. Φλιούντι μι τ’ς γκόμινους μεσ’ τ’ μέσ’ τ’ δρόμ’. Μ’ αυτό δεν είνι φίλ’μα. Ρούφ(ηγ)μα κι ξεμουτσιούνιασμα είνι.  Τόσου πουλύ δεν ξιπιζεύ’ ου νους τς απ’ του κιχρί, π’ δεν κρατιέντι να παν’  ψια παρέκεια να βγάλουν τα φουτιρά τ’ς; Φταίμι ιμείς οι γριές κι οι γέρ’, π’ μας έρχιτι αφύσ’κα κι αναγούλα, άμα γλέπουμι να κάνουν τετοιανούς σιακάδες κι τέτοιις πατσιαβέλις μέσ’ στ’ μέσ’ του παζάρ’;

  (φωτο Κώστας Μαυροπάνος. Ασιουμπέιαστος. Κάπα, ντροβά και ντφέκ’)

-Εσείς, τι κάνατε στα χρόνια σας.
Ιμείς στα χρόνια μας, ούτι τον αρραβουνιάρ’ μας δεν γυρίζαμαν μάτ’ να τουν δούμι. Ούτι εκείνους ξάμουνι του χέρ’ τ’ να μας μαλάξ’.  Δεν σιουργουνεύαμαν τότις ιμείς ούτι τ’ν αφεντιά μας ούτι του σόϊ μας. Αν κάναμαν και το παραμκρούτσ’κο, δε θα μας έφταναν ούλα τα κουλόπανα τ’ χουριού για να βλώσουμι τα στόματα τ’ κόσμ’. Ούτι ου Άραχθους μαζί μι τουν Άσπρου δε θα μπόραγαν να ξιπλύνουν τ’ς ντρουπές κι τ’ς γάνις μας.«Θα ‘μασταν για του γάιδαρου καβάλα»!
Αυτές τώρα ούτε που μετράν πόσοι τ’ς  απαύτωσαν προτού παντρευτούν. Έχασαν τον αριθμό.
Γι’ αυτίνο σας λέου, ότ’ θα μας ξιδοκιμάσ’ ου Θεός.

                                           Μετά  Τιμής
Από τα ορεινά και συνεντευξιαζόμενα Τζουμέρκα με μια απορία.
               
   Χρήστος Α. Τούμπουρος
                             Αγναντίτης – Τζουμερκιώτης 


romianews


Τα « λερωμένα τα άπλυτα»




Γράφει: ο Αποστόλης Κομπλίτσης
    

Πάει καιρός τώρα- περίπου εφτά με  οκτώ χρόνια- από τότε που κάποιοι από εμάς τους Μπαμπινιώτες είχαμε ασχοληθεί ( οφείλω να ομολογήσω πως εγώ πρώτος) με τις ασχήμιες  που έγινε στο ιστορικό πλακόστρωτο που υπήρχε στον προαύλιο χώρο του Ι. Ναού Αγίου Νικολάου στο χωρίο μας. Εγώ ο ίδιος τότε είχα καταγράψει και καταγγείλει μέσα από την εφημερίδα μας «εν Μπαμπίνη»  όλα τα λερωμένα και άπλυτα μάρμαρα. Εγώ τα έλεγα, βέβαια κανείς δεν άκουγε. Δυστυχώς η ασχήμια και η βεβήλωση εξακολουθούν να βρίσκονται ακόμα εκεί!!! Εκτός από τον περίβολο χώρο του Ναού, κατά καιρούς γίνονταν και κάποιες συζητήσεις για τον εσωτερικό του χώρο και για κάποιες εικόνες και αντικείμενα, που ξαφνικά στη θέση τους έμπαιναν προς αντικατάσταση καινούργια. Όλες αυτές οι εικόνες βρέθηκαν στοιβαγμένες και σκονισμένες σε χαρτόκουτα και αλλού κατά την ανακαίνιση του γυναικωνίτη από την εκκλησιαστική επιτροπή πριν δύο χρόνια χωριού. Εγώ θέλω να κάνω μια παρένθεση και να σας πω, χωρίς να θέλω να κατηγορήσω κανέναν αλλά και χωρίς να δίνω «άφεση αμαρτιών» ,αν υπήρξαν , ότι ο Ι. Ναός του Αγίου Νικολάου είναι μέρος της ιστορίας του χωριού μας. Εκτός από χώρος θρησκευτικής λατρείας για τους χριστιανούς είναι και μέρος του πολιτισμού μας και οφείλουμε όλοι να προστατεύουμε και να υπερασπιζόμαστε την ιστορία μας. Δεν μπορεί ο κάθε ¨πικραμένος¨ ανεξέλεγκτα να πηγαίνει και να αλλοιώνει τη δομή και την υπόσταση μνημείων που ανήκουν σε όλους μας. Όπως και τότε με τα λερωμένα τα άπλυτα μάρμαρα τώρα ασχολήθηκα και με τις παλιές εικόνες για να δω που βρίσκονται. Διαπίστωσα και κατέγραψα γραπτώς αλλά και με φωτογραφικό υλικό όλες τις παλιές εικόνες, αυτές τουλάχιστον που εγώ θυμάμαι εδώ και 60 χρόνια. Όλο αυτό το υλικό κατά την ανακαίνιση, όπως προείπα βρέθηκε από τον Αλέκο Τσακαλογιάννη  και τον Θεόδωρο Ζαρκαδούλα ( ο πρόεδρος), οι οποίοι όπως διαπίστωσα τις προστάτεψαν με τον καλύτερο τρόπο. Τις καθάρισαν και τις τοποθέτησαν επιμελώς στον τοίχο του γυναικωνίτη. Για τη συγκεκριμένη πράξη τους αξίζουν συγχαρητήρια και ένα μεγάλο ευχαριστώ. Όμως δεν φτάνει μόνο η καλή διάθεση κάποιων ανθρώπων για την προστασία κειμηλίων και δημόσιας περιουσίας χώρους. Χρειάζεται η ενασχόληση όλων μας. Όχι λόγια στα καφενεία. Πρώτος εγώ θέλω να κάνω κάποιες προτάσεις στους υπεύθυνους. Θα πρέπει να γίνει μια καταγραφή από επιτροπή του χωρίου μας και της μητρόπολης. Να σταματήσει η αισθητική αλλοίωση του εσωτερικού χώρου του Ναού. Οι παλιές εικόνες να μπουν στους χώρους που ήταν τοποθετημένες εξ αρχής. Ο Ναός του Αγίου Νικολάου χρονολογείται από την δεκαετία του 1860 και κάποιες από τις εικόνες είναι από τότε. Τελειώνοντας και χωρίς να θέλω να στεναχωρήσω τον φίλο μου, που πάει και κάνει μακριούς σταυρούς και κρεμάει εικόνες από τα πανηγύρια στους τοίχους, θέλω να του πω να μη σταυροκοπιέται άδικα για τη σωτηρία της «ψυχής σου», όπως θέλει να νομίζει. Αυτό , που μένει είναι η σωστή και ανθρώπινη συμπεριφορά στην καθημερινότητα και μέσα στην κοινωνία.

.....................................................................................................................